Τους λόγους για τους οποίους ο πόλεμος στην Ουκρανία διεκδικεί τον τίτλο της πρώτης μετά τον Ψυχρό Πόλεμο παγκόσμιας σύγκρουσης αναλύει το Politico
Όπως επισημαίνει το άρθρο, δεκάδες χώρες εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα σε αυτό που ξεκίνησε με τη ρωσική εισβολή τον Φεβρουάριο του 2022 στην Ουκρανία ως η μεγαλύτερη χερσαία σύγκρουση στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Κι αυτό ακριβώς μπορεί να σφραγίσει τη μοίρα του Κιέβου, καθώς κινδυνεύει να χάσει τον μεγαλύτερο υποστηρικτή του, τις ΗΠΑ, μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, την ώρα που οι δυνάμεις του Βλαντίμιρ Πούτιν ενισχύονται ολοένα και περισσότερο από άλλους εχθρούς της Ουάσιγκτον, πρωτίστως από τη Βόρεια Κορέα του Κιμ Γιονγκ Ουν.
«Η τελευταία φορά που είδαμε να συμβαίνει κάτι τέτοιο ήταν πιθανώς με τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, όταν υπήρχε υποστήριξη των μουτζαχεντίν από τη Δύση και από το Πακιστάν κι όλοι είχαν μια εμπλοκή», σημειώνει ο επιφανής ιστορικός του Ψυχρού Πολέμου Σεργκέι Ραντσένκο.
Πόλεμος διά πληρεξουσίων την Ουκρανία
Ο Πούτιν δικαιολόγησε την εισβολή στην Ουκρανία ως αναγκαία αμυντική κίνηση έναντι του ΝΑΤΟ, αλλά οι απόψεις διίστανται αναφορικά με το κατά πόσον ο Ρώσος πρόεδρος ήθελε όντως να τα βάλει συνολικά με τη Δύση.
Είναι κοινώς αποδεκτό ότι κατά τη γνώμη του ο πόλεμος θα έληγε μέσα σε λίγες μέρες και πως η Δύση θα αντιδρούσε μόνο με φραστικές καταδίκες, όπως είχε κάνει στο παρελθόν όταν η Μόσχα άρπαξε εδάφη από τη Γεωργία, την Ουκρανία (Κριμαία) και τη Μολδαβία (βλ. Υπερδνειστερία). «Αν είχε τελειώσει γρήγορα θα ήταν μια τοπική σύγκρουση. Αλλά δεν τέλειωσε», σημειώνει ο Ραντσένκο.
Ζελένσκι: Το ζήτημα των ξένων ειρηνευτικών στρατευμάτων ενδέχεται να τεθεί στις Βρυξέλλες την Τετάρτη
Οι Ουκρανοί αμύνθηκαν σθεναρά και οι ρωσικές δυνάμεις καθυστέρησαν αρκετά, ώστε να ξυπνήσει η Δύση, με την Ευρώπη να ανησυχεί για τη δική της ασφάλεια και τις ΗΠΑ να νιώθουν υποχρεωμένες να διατηρήσουν την εικόνα του αμύντορα της δημοκρατίας και της ασφάλειας της Γηραιάς Ηπείρου. Έτσι έφθασαν μέσα σε λίγες μέρες δυτικά όπλα στην Ουκρανία, βοηθώντας τις δυνάμεις της να ανακόψουν τη ρωσική προέλαση και διεθνοποιώντας τη σύγκρουση. Συν τω χρόνω η διεθνής αυτή διάσταση κατέστη ακόμη πιο σημαντική, καθώς οι δύο εμπόλεμες χώρες αντιμετώπιζαν ελλείψεις πυρομαχικών και οι δυνάμεις τους ήταν εξασθενημένες.
Ποιοι στηρίζουν τη Μόσχα
Σήμερα στηρίζονται σε εξωτερική βοήθεια, η μεν Ουκρανία για να κρατήσει, η δε Ρωσία για να διατηρήσει την εναέρια και επίγεια υπεροχή της, ελαχιστοποιώντας παράλληλα τις επιπτώσεις του πολέμου για τον πληθυσμό της.
Το Κίεβο λέει ότι μάχεται για τη «δημοκρατία», η Μόσχα ότι πολεμά την αμερικανική ηγεμονία και τη «συλλογική Δύση» για μια «πολυπολική παγκόσμια τάξη», αφήγημα αρκετά πειστικό για το Ιράν που την προμήθευσε με drones και τη Βόρεια Κορέα που της έστειλε βαλλισiτικούς πυραύλους, εκατομμύρια οβίδες και πρόσφατα χιλιάδες στρατιώτες.
Ο λεγόμενος Παγκόσμιος Νότος υπό την ομπρέλα των BRICS γέρνει προς τη Μόσχα, τη μεγαλύτερη στήριξη στην οποία -και ειδικά στην οικονομία της έναντι των δυτικών κυρώσεων- προσφέρει η Κίνα, παρέχοντας παράλληλα στη Ρωσία πρόσβαση σε ζωτικής σημασίας τεχνολογία, αν και όχι όπλα – κάτι που αποτελεί «κόκκινη γραμμή» για τη Δύση.
«Η Ινδία και άλλες χώρες συναλλάσσονται εμπορικά με τη Ρωσία κι είναι σημαντικό, αλλά τίποτε δεν προσεγγίζει αυτό που της προσφέρει η Κίνα» σημειώνει ο διευθυντής του Carnegie Russia Eurasia Center, Αλεξάντερ Γκαμπούεφ.
Ο υβριδικός πόλεμος της Ρωσίας
Ταυτόχρονα, η Ρωσία συνέχισε και επέκτεινε την παλιά της στρατηγική του υβριδικού πολέμου προκαλώντας προβλήματα στη Δύση, αλλά σε αντίθεση με τον Ψυχρό Πόλεμο δεν υπάρχουν τώρα συγκρούσεις διά πληρεξουσίων ώστε να μπορεί να πλήξει το ΝΑΤΟ, κι έτσι «η Ρωσία αναζητεί εργαλεία να αντεπιτεθεί, να προκαλέσει κόστος, πόνο, να εκδικηθεί», λέει ο Γκαμπούεφ.
Η ΕΕ επέβαλε κυρώσεις για υβριδικές δραστηριότητες της Ρωσίας -Στη λίστα και η Ζαχάροβα
Η στρατηγική της αυτή περιλαμβάνει από παρεμβάσεις σε εκλογικές αναμετρήσεις, εμπρησμούς και σαμποτάζ μέχρι παροχή υποστήριξης σε διάφορους αντιδυτικούς παράγοντες και ομάδες, όπως οι Χούθι στην Υεμένη.
Δυτική βοήθεια στην Ουκρανία
Την ίδια ώρα, οι αντίπαλοι της Ρωσίας δεν κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια. Με το μήνυμα του Βολοντίμιρ Ζελένσκι περί προάσπισης της δημοκρατίας, η Ουκρανία έχει εξασφαλίσει βοήθεια άνω των 220 δισ. δολαρίων από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ προμηθεύουν το Κίεβο με ολοένα και ισχυρότερα όπλα, από πυρομαχικά για το πυροβολικό στην αρχή του πολέμου μέχρι άρματα μάχης, μαχητικά αεροσκάφη F-16 και πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς ATACΜS και Storm Shadow σήμερα.
Στο μεταξύ, η ΕΕ, σε μια σαφή γεωπολιτική προειδοποίηση προς τη Ρωσία, έχει προχωρήσει τις αιτήσεις ένταξης της Ουκρανίας και της Μολδαβίας, ενώ εκείνη της Γεωργίας μπήκε στον πάγο από τη φιλορωσική κυβέρνησή της.
Χωρίς τη δυτική βοήθεια ο πόλεμος δεν θα είχε ξεπεράσει τον ένα χρόνο και θα κατέληγε σε «συντριπτική ήττα» της Ουκρανίας, σημειώνει ο Γκαμπούεφ. Αλλά προς απογοήτευση του Κιέβου, η προμήθεια όπλων γίνεται με αυστηρούς κανόνες υπό τον φόβο κλιμάκωσης από τη Δύση, που κώφευε επί τρία χρόνια στις εκκλήσεις του Ζελένσκι να επιτρέψει τη χρήση δυτικών πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς κατά στόχων στο ρωσικό έδαφος.
Το «κόκκινο κουμπί» του Πούτιν
Από την άλλη πλευρά, και παρά τις συχνές ρωσικές απειλές για χρήση πυρηνικού όπλου κατά δυτικής πρωτεύουσας, το «κόκκινο κουμπί» του Πούτιν φαίνεται να παραμένει εκτός συζήτησης και, παρά την ανησυχία των χωρών της ανατολικής Ευρώπης περί επικείμενης ρωσικής εισβολής, τα στρατεύματα της Ρωσίας έχουν κρατηθεί μακριά από νατοϊκά εδάφη.
Η Κίνα έχει κι αυτή σεβαστεί κάποιες από τις «κόκκινες γραμμές» της Δύσης, αποφεύγοντας την άμεση παραβίαση των κυρώσεων και την αποστολή -τουλάχιστον προσώρας- φονικών όπλων στη Ρωσία.
Μεντβέντεφ: «Δεν αποκλείω περισσότερες προσαρτήσεις ουκρανικών εδαφών στη Ρωσία»
Η ανάπτυξη ξένων στρατευμάτων φαινόταν απαγορευτική και στις δύο πλευρές. Μολονότι κάποιες φωνές, ιδίως του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, άφησαν ανοικτό το ενδεχόμενο αποστολής χερσαίων δυνάμεων στην Ουκρανία, η πρόταση απορρίφθηκε τάχιστα.
Ωστόσο, οι «κόκκινες γραμμές» δοκιμάστηκαν όταν η Ουκρανία εισέβαλε το καλοκαίρι στη ρωσική περιφέρεια του Κουρσκ και έπληξε με δυτικά όπλα ρωσικούς στόχους, όπως ο στόλος της Μαύρης Θάλασσας, όταν αναπτύχθηκαν βορειοκορεατικές δυνάμεις στη Ρωσία και όταν ο απερχόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, άναψε το «πράσινο φως» για τη χρήση από τις ουκρανικές δυνάμεις αμερικανικών πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς κατά στόχων σε ρωσικό έδαφος.
Μειώνεται η υποστήριξη στη νίκη της Ουκρανίας
Καθώς πλησιάζει το τέλος της φετινής χρονιάς, η επιθυμία υποστήριξης μιας νίκης της Ουκρανίας έχει μειωθεί στις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον -στη δεύτερη, μάλιστα, ακόμη και πριν από την εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ-, ενώ κερδίζει έδαφος η ιδέα του τερματισμού του πολέμου με εκχώρηση ουκρανικών εδαφών στη Ρωσία.
«Ήταν σαφές εξαρχής ότι αν δεν νικούσε γρήγορα η Ουκρανία, η Αμερική θα αποχωρούσε» λέει η καθηγήτρια Διεθνών Σπουδών στη σχολή διεθνών σχέσεων του New School της Νέας Υόρκης και δισέγγονη του Σοβιετικού ηγέτη Νικίτα Χρουστσόφ, Νίνα Χρουστσέβα.
Οι υποστηρικτές της Ουκρανίας νόμιζαν αρχικά ότι ο πόλεμος θα τελείωνε σε έναν χρόνο, αλλά ακολούθησε και δεύτερος «και τώρα ένας τρίτος, και ως εκ τούτου έχει μειωθεί, φυσικά, η προσοχή. Δεν θέλουμε τέταρτο χρόνο, αλλά αυτό θα συμβεί», προσθέτει.
Για τον Σεργκέι Ραντσένκο, «η πρώτη προτεραιότητα των ΗΠΑ σε αυτήν τη σύγκρουση ήταν η αποφυγή ενός πυρηνικού πολέμου με τη Ρωσία και η δεύτερη να βοηθήσουν την Ουκρανία να νικήσει. Αυτοί οι δύο αντικρουόμενοι στόχοι θα πρέπει κάπως να συμβιβαστούν».
Ο τερματισμός του πολέμου
Καθώς ο πόλεμος θα μπει τον Φεβρουάριο στον τέταρτο χρόνο, καμία πλευρά δεν λαμβάνει όλη τη βοήθεια που επιθυμεί και η σύγκρουση θυμίζει περισσότερο έναν πόλεμο φθοράς, όπως στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά μια σύρραξη υψηλής τεχνολογίας όπως στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στη Μόσχα, ο υπερεθνικιστής Αλεξάντερ Ντούγκιν, εκ των ιδεολόγων του πολέμου στην Ουκρανία, ονειρευόταν τον περασμένο Οκτώβριο εμπλοκή χιλιάδων Ιρανών και Κινέζων στρατιωτών, αφού οι χώρες τους τάσσονται κατά της δυτικής ηγεμονίας. Αλλά μέχρι στιγμής το όνειρο της Ρωσίας για παγκόσμια αλληλεγγύη δεν έχει λάβει σάρκα και οστά.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η Μόσχα χάνει κάθε μήνα περί τους 30.000 στρατιώτες και στρατολογεί ισάριθμους προς αντικατάστασή τους, ενώ οι ενισχύσεις από τη Βόρεια Κορέα δεν είναι αρκετές για να κάνουν τη διαφορά.
Η Ουκρανία είναι σε ακόμη πιο δεινή θέση και οι ανησυχίες για τη δυτική υποστήριξη αυξάνονται, την ώρα που το ηθικό είναι πεσμένο και σύμφωνα με εκτιμήσεις του Πενταγώνου το Κίεβο διαθέτει επαρκείς δυνάμεις για να αντέξει το πολύ άλλους έξι με 12 μήνες.
Πλέον, έχουν ενταθεί οι προσπάθειες των δύο εμπολέμων να στρατολογήσουν χιλιάδες ξένους από φτωχές χώρες ώστε να πολεμήσουν στο πλευρό τους. Πέραν των βορειοκορεατικών στρατευμάτων, η Ρωσία έχει στρατολογήσει μαχητές από την Κούβα, την Ινδία, το Νεπάλ, τη Συρία, τη Σερβία, την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και τη Λιβύη, ενώ η Ουκρανία -εκτός από οικονομικά κίνητρα- προσφέρει σε ξένους την ευκαιρία να πολεμήσουν «στη σωστή πλευρά της Ιστορίας».
Αναλυτές εκτιμούν ότι στο τέλος η έκβαση του πολέμου θα κριθεί πιθανώς από τις αποφάσεις των κύριων υποστηρικτών της Ουκρανίας και της Ρωσίας, δηλαδή του ΝΑΤΟ και της Κίνας.
Προς το παρόν, το Πεκίνο φαίνεται να επωφελείται τα μέγιστα από τη σύγκρουση, καθώς έχει αποσπάσει την προσοχή της Ουάσιγκτον και του επέτρεψε να ενισχύσει την επιρροή του στη Μόσχα, έναν αποδυναμωμένο πλην αξιόπιστο, υπό τον Πούτιν, εταίρο. Αλλά αυτό θα μπορούσε να αλλάξει αν με την εμπλοκή των Βορειοκορεατών η σύγκρουση επεκταθεί στην περιοχή του Ινδοειρηνικού, που η Κίνα θεωρεί «πίσω αυλή της», προκαλώντας την εμπλοκή της Νότιας Κορέας και ενδεχομένως και του ΝΑΤΟ.
Η ισορροπία, σύμφωνα με το δημοσίευμα, θα μπορούσε να ανατραπεί και από άλλους παράγοντες. Ο απρόβλεπτος Τραμπ, ή η σύγκρουση του Ιράν με το Ισραήλ, ή ακόμη και η άνοδος στην Ευρώπη των ακροδεξιών κομμάτων, κάποια εκ των οποίων διατηρούν επιφυλάξεις αναφορικά με την υποστήριξη προς την Ουκρανία, θα μπορούσαν να επηρεάσουν καθοριστικά την εξέλιξη του πολέμου, καταλήγει το Politico.
Στο μεταξύ, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος περαιτέρω κλιμάκωσης, αφού, όσο ο πόλεμος συνεχίζεται, ενδέχεται να εμπλακούν κι άλλοι σε αυτόν.