Στην αναβάθμιση της μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας (ICR) των ελληνικών τραπεζών κατά μία βαθμίδα προχώρησε χθες οίκος αξιολόγησης S&P, έπειτα και από την αναβάθμιση του αξιόχρεου της ελληνικής οικονομίας την Παρασκευή.
Συγκεκριμένα, ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης αναβάθμισε την Εθνική Τράπεζα, την Eurobank και την Alpha Bank σε B+ από B και την Τράπεζα Πειραιώς σε Β από B-.
Σύμφωνα με τους αναλυτές του οίκου αξιολόγησης, η αξιόλογη αύξηση των καταθέσεων, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη εξυγίανση των ισολογισμών και τις νομισματικές εξελίξεις, , συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης στη χρηματοδότηση TLTRO της ΕΚΤ, έχουν οδηγήσει στη βελτίωση των δεικτών χρηματοδότησης και ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών.
Οι αναλυτές εκτιμούν ότι τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) του ελληνικού τραπεζικού συστήματος θα πέσουν κάτω από το 20% έως τα τέλη του 2022. Τονίζει μάλιστα ότι η ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών παραμένει χαμηλή, καθώς ο αναβαλλόμενος φόρος αποτελεί μεγάλο μέρος της κεφαλαιακής τους βάσης ενώ και οι δυνατότητες των αποτελεσμάτων θέτουν περιορισμούς.
Οι αναλυτές επισημαίνουν ότι οι πιέσεις στα περιθώρια και τις προμήθειες θα επιμείνουν τουλάχιστον έως τα τέλη του 2022. Το αυξημένο κόστος κινδύνου των επόμενων 12-18 μηνών αναμένεται να καλύψει τις πρόσθετες προβλέψεις που απαιτούνται για την ολοκλήρωση της μεταβίβασης των NPEs ή για τα δάνεια που βρίσκονται σε μορατόριουμ, με το default rate να αναμένεται κοντά στο 25%.
Το χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης και οι ουσιαστικές εξοικονομήσεις κόστους θα στηρίξουν την κερδοφορία, αλλά μόνο ως ένα βαθμό, τονίζει η S&P.
Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με την Standard and Poor’s, η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας (στην οποία προχώρησε ο οίκος της Παρασκευή) αντικατοπτρίζει την προσδοκία του οίκου αξιολόγησης για ταχεία βελτίωση της οικονομικής και δημοσιονομικής απόδοσης της Ελλάδας, καθώς οι αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 υποχωρούν.
Οι κυβερνητικές πολιτικές επιτρέπουν την πρόοδο της δημοσιονομικής εξυγίανσης και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Αυτές οι εξελίξεις, σε συνδυασμό με την αναμενόμενη εισροή των κονδυλίων από το πρόγραμμα της ΕΕ Next Generation EU (NGEU), θα οδηγήσουν σε βελτιωμένη οικονομική απόδοση.