ΕΛΑΣ: Όλη η δράση των δύο εγκληματικών οργανώσεων, που “εισήγαγαν” καλλονές από την Κολομβία, τις έριχναν στα “κόκκινα” σπίτια της Αθήνας και “ξεδοντιάστηκαν” από τους αστυνομικούς της Δίωξης Οργανωμένου Εγκλήματος, ξεδιπλώνεται μέσα από τη δικογραφία που παρουσιάζει το newsit.gr.
Διαβάστε όλες τις ειδήσεις από το tilegrafimanews.gr
Κεντρικό πρόσωπο, στις “ροζ” business με τα λατινοαμερικανικά κυκλώματα trafficking από την άλλη άκρη του Ατλαντικού ένας 39χρονος επιχειρηματίας από τη Γλυφάδα, το όνομα μάλιστα του οποίου είχε μπει στο μικροσκόπιο του “Ανηλίκων” της Ασφάλειας Αττικής για διασυνδέσεις με τους οίκους ανοχής στην πολύκροτη υπόθεση της 12χρονης στον Κολωνό.
Ο συγκεκριμένος μάλιστα, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, προσέγγιζε μέσω μηνυμάτων στην εφαρμογή what’s app τις κοπέλες και προχωρούσε σε… casting μέσω εφαρμογών καθώς όπως αναφέρεται “ζητούσε από τις γυναίκες να του αποστείλουν φωτογραφίες τους, ώστε να τις εγκρίνει εμφανισιακά και στη συνέχεια το διαβατήριο τους, προκειμένου να τους εκδώσει αεροπορικά εισιτήρια για τον ερχομό τους στην Ελλάδα”.
Σημαντικό ρόλο δε, έπαιζε και η 29χρονη σύντροφος του η οποία φέρεται να έκανε κουμάντο και να εκφόβιζε τις δύστυχες κοπέλες η οποία αναφέρεται στη δικογραφία “συνδιευθύνουσα της εγκληματικής οργάνωσης” ως «αφεντικό» ή «γυναίκα του αφεντικού». Από την επιχείρηση του Οργανωμένου Εγκλήματος συνελήφθησαν ο 39χρονος, η σύντροφος του, 18 γυναίκες και δύο άνδρες ενώ άλλα 7 άτομα το όνομα των οποίων συμπεριλαμβάνεται στη δικογραφία δεν έχουν συλληφθεί.
Παράλληλα, αποκαλύφθηκε η μέθοδος μέσω εταιριών εστίασης με την οποία η εγκληματική οργάνωση ξέπλενε το μαύρο χρήμα, ενώ συγκλονιστικές είναι οι λεπτομέρειες από τα όσα κατέθεσε μια από τις νεαρές κοπέλες που έπεσαν θύματα μαστροπείας.
Το διαβιβαστικό
Τα κυκλώματα σύμφωνα με τη δικογραφία είχαν ξεκινήσει τη δράση τους “ από το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2020, είχαν συστήσει και εντάχθηκαν στην εγκληματική ομάδα, με σκοπό τη γενετήσια και οικονομική εκμετάλλευση εκατοντάδων αλλοδαπών γυναικών, τις οποίες αφού στρατολογούσαν με τη χρήση απατηλών μέσων, σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, κυρίως την Κολομβία, τις μετέφεραν αεροπορικώς στην Ελλάδα, όπου τις παραλάμβαναν και τις εγκαθιστούσαν σε τρία διαμερίσματα της περιοχής των Αθηνών και δύο της Θεσσαλονίκης.
Στη συνέχεια, με τη χρήση διαφόρων εξαναγκαστικών μέσων, αλλά κυρίως με την ύπαρξη υποτιθέμενου υπέρογκου χρέους, τους επέβαλαν να εκδίδονται για λογαριασμό της οργάνωσης, σε συνολικά 12 οίκους ανοχής, 10 σε περιοχές της Αθήνας και 2 στη Θεσσαλονίκη), που εκμεταλλεύονταν μέλη αυτής. Τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης είχαν οικοδομήσει ένα δίκτυο εντοπισμού γυναικών, που διαβιούσαν κυρίως στην Κολομβία και βρίσκονταν σε ευάλωτη οικονομική και κοινωνική θέση. Αυτό γινόταν κυρίως μέσω της δράσης ομοεθνών τους γυναικών, οι οποίες στο παρελθόν είχαν υποπέσει θύματα εκμετάλλευσης από την οργάνωση.
Οι συγκεκριμένες παρουσίαζαν μια ωραιοποιημένη κατάσταση που δεν αντιστοιχούσε στην πραγματικότητα, σχετικά με τις συνθήκες εργασίας ως εκδιδόμενες στους οίκους ανοχής και τις υψηλές οικονομικές απολαβές. Ακολούθως, οι αλλοδαπές γυναίκες που πείθονταν να εργαστούν ως εκδιδόμενες, η συναίνεση των οποίων αποσπούταν μέσω των συγκεκριμένων ψευδών υποσχέσεων, έρχονταν σε επαφή με τον αρχηγό της εγκληματικής οργάνωσης μέσω μηνυμάτων στην εφαρμογή what’s app.
Αρχικά, ο εν λόγω ζητούσε από τις γυναίκες να του αποστείλουν φωτογραφίες τους, ώστε να τις εγκρίνει εμφανισιακά και στη συνέχεια το διαβατήριο τους, προκειμένου να τους εκδώσει αεροπορικά εισιτήρια για τον ερχομό τους στην Ελλάδα. Τα εισιτήρια εκδίδονταν μετ’ επιστροφής, καθώς οι πολίτες της Κολομβίας μπορούν να παραμείνουν στη χώρα μας για τρεις μήνες, μόνο με τη σφραγίδα θεώρησης της εισόδου τους, στα σημεία διαβατηριακού ελέγχου.
Επίσης, τους ανακοίνωνε λεπτομέρειες σχετικά με την απασχόληση τους ως εκδιδόμενες, ενημερώνοντας ταυτόχρονα τις γυναίκες ότι το κάθε ερωτικό ραντεβού θα κόστιζε στον πελάτη τουλάχιστον πενήντα (50) ευρώ (από 50 έως 150 ευρώ), από τα οποία εκείνες θα κρατούσαν τα μισά και τα υπόλοιπα η οργάνωση.
Επαναλάμβανε και ο ίδιος, τις πολύ καλές συνθήκες εργασίας (π.χ. χορήγηση ρεπό) αλλά και της διαμονής τους στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα υποσχόταν την πλήρη κάλυψη αφενός των αεροπορικών τους εισιτήριων, που εκείνες θα αποπλήρωναν με ευκολία και σε μικρό χρονικό διάστημα μέσω της εργασίας τους και αφετέρου των εξόδων διαμονής και μεταφοράς τους, από και προς του οίκους ανοχής.
Κάποιες φορές, ο αρχηγός της εγκληματικής οργάνωσης, αφού ενέκρινε εμφανισιακά τις γυναίκες, τις παρέπεμπε σε άλλο κατηγορούμενο, ώστε εκείνος να τους ανακοινώσει τα προαναφερόμενα, ο οποίος για να κάμψει τις αντιστάσεις τους, υποσχόταν ακόμα και ότι από το αντίτιμο του κάθε ερωτικού ραντεβού, οι γυναίκες θα κρατούσαν το 70% και η οργάνωση το 30%, γεγονός που δεν αντιστοιχούσε στην αλήθεια. Για να εκπληρώσει το σκοπό του, δε δίστασε ακόμα και να υποσχεθεί σε θύμα ότι η δουλειά για την οποία την προσκαλεί στην Ελλάδα είναι η διενέργεια στριπτίζ” αναφέρετε χαρακτηριστικά στο διαβιβαστικό της Αστυνομίας.
Η στρατολόγηση και η γυναίκα του αφεντικού
Σύμφωνα με τη δικογραφία “Η 29χρονη σύντροφος του αρχηγού της οργάνωσης αναφέρεται ως «αφεντικό» ή «γυναίκα του αφεντικού». Κατ’ αυτό τον τρόπο επέβλεπε, εκ του σύνεγγυς, τη λειτουργία της οργάνωσης, λάμβανε αποφάσεις όπου ήταν απαραίτητο, σύμφωνα με τα επιτασσόμενα από τον αρχηγό, ενημερώνοντας αυτόν για τα πάντα.
Συγκεκριμένα: Κανόνιζε τις βάρδιες των υπηρετικών προσωπικών στους οίκους ανοχής και επέλυε θέματα που ανέκυπταν κατά τη λειτουργία αυτών, ενώ και εκείνη είχε πρόσβαση στα εγκατεστημένα κλειστά κυκλώματα επιτήρησης στους οίκους ανοχής και τα διαμερίσματα, προκειμένου να ελέγχει τις αλλοδαπές γυναίκες. Εκφόβιζε τις αλλοδαπές γυναίκες, προκειμένου να κάμψει τις αντιστάσεις τους και να συνεχίσουν να εκδίδονται για λογαριασμό της εγκληματικής οργάνωσης, σε περίπτωση που εκείνες αντιδρούσαν στην εξαναγκαστική σεξουαλική τους εκμετάλλευση.
Αυτό το πετύχαινε, κατά περίπτωση, μέσω επιβολής προστίμων (συνήθως ύψους 100 ευρώ), αφαίρεσης του συνόλου των χρημάτων που είχαν στην κατοχή τους οι εκδιδόμενες, αφαίρεση των ταξιδιωτικών τους εγγράφων για περιορίσει την κίνηση τους, να μεγιστοποιήσει τον έλεγχο σε εκείνες και να αποφύγει τυχόν απόδραση τους από τη σφαίρα επιρροής της οργάνωσης, που θα απέφερε οικονομική ζημία στα μέλη αυτής. Συχνά, για να πετύχει τον εκφοβισμό, τις απειλούσε με τη συνδρομή «μπράβων» ότι θα τους προκαλέσει σωματικές βλάβες.
Προσπαθούσε να εξασφαλίσει την αποκλειστική εργασία των εκδιδομένων γυναικών, που τα μέλη της οργάνωσης είχαν προηγουμένως στρατολογήσει και μεταφέρει στην Ελλάδα, στους οίκους ανοχής που διατηρούσαν. Χαρακτηριστικά, τρεις εκδιδόμενες γυναίκες, προκειμένου να συγκεντρώσουν χρήματα, καθώς η δράση της οργάνωσης δεν τους το επέτρεπε, εργάστηκαν εκτός ωραρίου τους, σε οίκο ανοχής στην Κασσάνδρας (που δεν εκμεταλλευόταν η οργάνωση). Όταν η (β) κατηγορούμενη το πληροφορήθηκε, μετέβη στην οικία που εκείνες διέμεναν, συνοδεία αγνώστων ανδρών, τους αφαίρεσε τα χρήματα που κατείχαν και τους επέβαλλε πρόστιμο συνολικού ύψους οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ, λέγοντας ότι Κολομβιανές γυναίκες στην Κασσάνδρας εργάζονται μόνο στα δικά τους μαγαζιά».
Η κατάθεση – σοκ
Συγκλονίστηκα είναι τα όσα εξιστορήθηκε στους αστυνομικούς κατά τη διάρκεια της κατάθεσης της, μια από της κοπέλες που εκμεταλλεύονταν το κύκλωμα. Η νεαρή γυναίκα από την Κολομβία μίλησε για το πως έφτασε στην Ελλάδα αλλά και για μια φίλη της η οποία της έφερε σε επαφή με τον 39χρονο επιχειρηματία.
“Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην πόλη Μεντεγίν της Κολομβίας. Ο πατέρας μου δούλευε σαν επιστάτης σε σχολείο και η μαμά μου καθάριζε σπίτια. Έχω ακόμα έναν αδερφό μεγαλύτερο από εμένα με τον οποίο μεγαλώσαμε μαζί και η οικονομική κατάσταση της οικογένειάς μου ήταν πολύ δύσκολη. Σε ηλικία δέκα έξι ετών, ένας άνδρας από την Κολομβία που ήταν έμπορος ναρκωτικών με την απειλή ότι θα σκοτώσει τον αδερφό μου, με βίασε και έμεινα έγκυος. Από αυτό τον άνδρα απέκτησα ένα παιδί ηλικίας δέκα τριών χρονών σήμερα. Ο πατέρας μου έμεινε μαζί μας, μέχρι και όταν έγινα δέκα οχτώ χρονών και μετά έφυγε για να ζήσει στην Μπογκοτά. Εγώ έπρεπε να δουλέψω για να βοηθήσω οικονομικά και την μητέρα μου, αλλά και να μεγαλώσω το παιδί μου.
Το 2015 απέκτησα ένα ακόμα παιδί με έναν αστυνομικό από το Μεντεγίν, με τον οποίο ποτέ δεν παντρευτήκαμε ποτέ αλλά με βοηθούσε πολύ και με στήριζε οικονομικά. Έχω ακόμα ένα παιδί, ηλικίας τεσσάρων χρονών με έναν άνδρα, με τον οποίο δεν παντρευτήκαμε επίσης. Ο αστυνομικός με στήριζε οικονομικά, αλλά και εγώ δούλευα σε διάφορα εστιατόρια, σε καζίνο στην Μπογκοτά για να μεγαλώσω τα τρία παιδιά μου και να βοηθήσω οικονομικά την μαμά, που με στήριζε και κρατούσε τα παιδιά μου.
Το 2020, είχα ξεκινήσει και σπουδές νοσηλευτικής στην Μπογκοτά, αλλά αναγκάστηκα να σταματήσω λόγω της πανδημίας. Έψαχνα δουλειά με καλά χρήματα για να μεγαλώσω τα παιδιά και να βοηθήσω την μαμά μου. Ήξερα μία φίλη μου από την Μπογκοτά, η οποία δούλευε σαν εκδιδόμενη στην Ελλάδα και έβγαζε καλά λεφτά. Μίλησα μαζί της και στην αρχή δεν πίστευα αυτά που άκουγα γιατί μου φαινόντουσαν πολύ δύσκολα. Η ίδια, μου είπε ότι δούλευε σε στούντιο στην Αθήνα και είχε αφεντικό έναν Έλληνα, τον Βασίλη».
Στη συνέχεια της κατάθεσης της η αλλοδαπή αναφέρετε για χρήματα τα οποία θα έπαιρνε η ίδια από κάθε ραντεβού, αλλά και για την πρώτη επαφή της με τη γυναίκα του αφεντικού. «Έτσι το Μάρτιο του έτους 2022, με έφερε σε επαφή με τον Βασίλη, ο οποίος κανόνισε το ταξίδι μου στην Ελλάδα.
Ο Βασίλης μου είπε ότι το κάθε ραντεβού με πελάτη θα κοστίζει πενήντα ευρώ, από τα οποία εγώ θα έπαιρνα τα μισά και θα μου κάλυπτε και τη διαμονή, σε σπίτι στην οδό Κασσάνδρας, για το οποίο εγώ δεν θα πλήρωνα τίποτα. Τα χρήματα που ξόδεψε για το εισιτήριο θα του τα επέστρεφα όταν θα ξεκινούσα να δουλεύω σαν εκδιδόμενη στα στούντιο που είχε. Στην αρχή είχα προβληματιστεί πολύ από αυτή τη συζήτηση, γιατί δεν είχα ξανά δουλέψει ποτέ σαν εκδιδόμενη και σκεφτόμουν ότι θα ήταν δύσκολο. Ήξερα όμως ότι είχα ανάγκη τα λεφτά για να σπουδάσω, να μεγαλώσω τα παιδιά μου και να βοηθήσω την μαμά μου. Έτσι, πήρα την απόφαση και στις 06 Απριλίου του έτους 2022 έφτασα για πρώτη φορά στην Ελλάδα», λέει στην κατάθεση της στους αστυνομικούς η νεαρή κοπέλα από την Κολομβία και συνεχίζει: “ Από το αεροδρόμιο με παρέλαβε ένας άνδρας, κοντούλης, με κοντά μαλλιά, γκριζομάλλης, ηλικίας περίπου πενήντα χρονών, με πορτοκαλί αμάξι και συνοδηγό μια γυναίκα Ελληνίδα ή Αλβανίδα, ψηλή, αδύνατη, ξανθιά με πράσινα μάτια, ηλικίας περίπου είκοσι πέντε με είκοσι εφτά χρονών.
Την επόμενη ημέρα το πρωί, πήγα στο στούντιο της οδού Κασσάνδρας, όπου γνώρισα την Ειρήνη. Η Ειρήνη ήταν μία γυναίκα ηλικίας περίπου τριάντα χρονών, κοντή αδύνατη με μεγάλο τατουάζ στην κοιλιά, με κοντά μαύρα μαλλιά και μου συστήθηκε ως η γυναίκα του αφεντικού, του Βασίλη. Μου εξήγησε τη δουλειά, πως θα έπρεπε να συμπεριφέρομαι στους πελάτες, να είμαι ευγενική μαζί τους και να κάνω πάντα ότι θέλει ο πελάτης γιατί αυτός πληρώνει. Εγώ δεν είχα εσώρουχα και γόβες και η Ειρήνη μου είπε ότι θα μου τα έκανε δώρο για να ξεκινήσω την δουλειά. Η Ειρήνη, επίσης, μου έδωσε το τηλέφωνο της Ελένης, η οποία είναι μία γυναίκα με την οποία θα έπρεπε να μιλάω μαζί της, γιατί είναι η υπεύθυνη, η οποία μαζεύει τα χρήματα από τα κορίτσια και θα με ενημερώνει για το πρόγραμμα της ημέρας, το ωράριο και σε ποιο στούντιο θα δουλεύω.
Ξεκίνησα τη δουλειά από την πρώτη κιόλας ημέρα στην Κασσάνδρας, από τις 10:00 έως τις 20:00. Εκείνη την ημέρα ένιωσα χάλια, έκανα περίπου οχτώ με δέκα ραντεβού. Οι πελάτες ήταν πολύ βρώμικοι, επιθετικοί και εγώ ένιωσα απαίσια. Δεν είχα ξανά δουλέψει ποτέ σαν εκδιδόμενη και αισθανόμουν βρώμικη και ότι ήθελα να φύγω. Φοβόμουν όμως και να φύγω, γιατί ήμουν εντελώς μόνη μου σε μία ξένη χώρα, δεν είχα που να πάω, κανείς από την οικογένειά μου δεν ήξερε τι δουλειά κάνω στην Ελλάδα”.
Η νομική άποψη
Ο δικηγόρος του επιχειρηματία από τη Γλυφάδα, φερόμενου ως αρχηγού της οργάνωσης κ. Αλέξανδρος Παπαϊωαννίδης τονίζει στο newsit.gr πως «από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει συμμετοχή των εντολέων μου στα αδικήματα της εμπορίας ανθρώπων και της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση. Η αναφορά τους στη δικογραφία είναι αποσπασματική και δεν σχετίζονται με κανέναν απολύτως».