Αποδεικτικό της βελτίωσης των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών αποτελεί αφενός η έγκριση της ΕΚΤ για την επανέναρξη των πληρωμών μερισμάτων από τις ελληνικές τράπεζες, αφετέρου η αποεπένδυση του ΤΧΣ στις συστημικές τράπεζες. Αυτό επισημαίνουν οι αναλυτές του οίκου Standard & Poor’s, κάνοντας λόγο για συνολικά βελτιωμένη ανθεκτικότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Ειδικότερα, επικαλούμενος τις απλοποιημένες δομές κόστους, την εξομάλυνση του κόστους του ρίσκου και την αύξηση του δανεισμού, ο οίκος εκτιμά ότι τα αποτελέσματα των τραπεζών θα έχουν στήριξη παρότι το περιβάλλον των επιτοκίων θα γίνει λιγότερο ευνοϊκό και τα έσοδα από τόκους θα περιοριστούν.
Το προφίλ της χρηματοδότησης και της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών συνεχίζει να βελτιώνεται, παρά την αποπληρωμή των στοχευμένων πράξεων μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης από την ΕΚΤ.
Βασικοί παράγοντες της αξιολόγησης
Η ενεργή εξυγίανση των ισολογισμών ολοκληρώνεται, με τα περισσότερα προβλήματα ποιότητας ενεργητικού να παραμένουν σε μικρότερες τράπεζες. Χάρη στην τάση αυτή, παράλληλα με τη χορήγηση νέων δανείων σε υγιέστερες επιχειρήσεις, ο οίκος προβλέπει ότι ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων περιουσιακών στοιχείων (NPA) θα μειωθεί σε περίπου 5% έως το τέλος του 2025.
Παρόλα αυτά, ο οίκος αναμένει ότι το κόστος κινδύνου θα παραμείνει κοντά στις 80 μονάδες βάσης για τις περισσότερες τράπεζες τους επόμενους 12-18 μήνες, πολύ πάνω από το αντίστοιχο των ευρωπαϊκών ομολόγων.
Η ποιότητα του κεφαλαίου εξακολουθεί να είναι ασθενής και οι προοπτικές βελτίωσης παραμένουν χαμηλές, περιορίζοντας τις αξιολογήσεις των τραπεζών. Το DTC αποτελεί πάνω από το 50% των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών και αποσβένονται σε μικρές δόσεις, τονίζει ο οίκος.
Η ικανότητα κερδοφορίας των τραπεζών βελτιώθηκε, αλλά τα χαμηλότερα επιτόκια θα δοκιμάσουν την ανθεκτικότητα της κερδοφορίας, σημειώνουν οι αναλυτές. Το χαμηλότερο κόστος κινδύνου, τα ισχυρά έσοδα από προμήθειες, η επανέναρξη της πιστωτικής επέκτασης και η βελτιωμένη λειτουργική αποτελεσματικότητα θα αντισταθμίσουν εν μέρει την απώλεια καθαρών εσόδων από τόκους από τα χαμηλότερα επιτοκιακά περιθώρια.
Προβλέψεις
Ο οίκος προβλέπει ότι ο πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας θα αυξηθεί κατά 2,4% κατά μέσο όρο την περίοδο 2024-2027, υπεραποδίδοντας έναντι της Ε.Ε. ιδίως χάρη στην ανάκαμψη της επενδυτικής δραστηριότητας που οφείλεται στα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς και στο γεγονός ότι η οικονομία της Ελλάδας εξακολουθεί να είναι 22% μικρότερη από την κορύφωση πριν από την κρίση χρέους.
Επίσης, οι αναλυτές της S&P αναμένει ότι η ποιότητα του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών θα είναι ανθεκτική με περιορισμένες νέες εισροές μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων χάρη στις θετικές προοπτικές της αγοράς ακινήτων, τα βελτιωμένα πρότυπα αναδοχής και τις αυξημένες προοπτικές ανάκαμψης λόγω των δικαστικών μεταρρυθμίσεων της περασμένης δεκαετίας. Επίσης, αναμένεται ότι το χαρτοφυλάκιο των δανείων θα αναπτυχθεί κατά 3-4%.