Ολοκληρώθηκαν, πλην συγκλονιστικού απροόπτου, οι υποψηφιότητες για τη θέση του Προέδρου σε ό,τι έχει απομείνει από τον «ρωμαλέο» ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου 2012/2015 και … έκπληξη καμία, ο Τζουμάκας την πλάκα του κάνει, γι΄ αυτή την ιδιότητα έγινε γνωστός και παλιότερα όταν «εκσυγχρόνιζε σοσιαλιστικά την Ελλάδα»!
ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΥΦΑΝΤΗ
Αχτσιόγλου, Τσακαλώτος και Παππάς (κατά σειρά προσωπικής αξιολόγησης με βάση τις λογικές πιθανότητες που ο καθένα έχει να κερδίσει) καλούνται να αναμετρηθούν σε μια ιδεολογική και πολιτική έρημο που άφησε πίσω του παραιτούμενος «ο άχαστος ηγέτης», στο όνομα του οποίου ομνύουν ακόμη και σήμερα οι επίγονοι.
Συμβαίνει αυτό στην αριστερά, είναι δομικό στοιχείο των «ομαλών» αλλαγών κι ο Χρουτσόφ στο όνομα του Στάλιν ορκίζονταν έως ότου καθίσει στην καρέκλα του Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής, μετά έγινε της «αποσταλινοποίησης το κάγκελο».
Στα μάτια των φυσιολογικών η τακτική «ανάγκη» τριών υποψηφίων να αποθεώνουν αυτόν που αποχώρησε, για να αποφύγει την τέλεια ξεφτίλα και να μην ονοματοδοτήσει τη διάλυση, μοιάζει με κατάντια, αλλά για τον μικρόκοσμο του ΣΥΡΙΖΑ κανένα πρόβλημα, η αριστερή παράδοση εγγυάται την αποκαθήλωση του τέως μόλις εδραιωθεί ο ή η νυν.
Από την τριάδα των υποψηφίων η πλέον αυθεντική για τα δεδομένα της Κουμουνδούρου και την ιστορική παράδοση του «χώρου» είναι αυτή του Ευκλείδη Τσακαλώτου. Οι άλλες δύο, προεξαρχούσης αυτής της κυρίας Αχτσιόγλου, είναι πολιτικά και ιδεολογικά παραπληρωματικές, απευθύνονται σε ένα «χυλό μελών» και αποφεύγουν συστηματικά να οριοθετήσουν το ιδεολογικό τους στίγμα ( στην ουσία δεν διαθέτουν κανένα) συγχέοντας συστηματικά την κυβερνησιμότητα με την ιδεοληψία.
Τολμώ τον χαρακτηρισμό «κωμική» για την υποψηφιότητα της κυρίας Αχτσιόγλου, ο όρος είναι πολιτικά επαρκής για να καταγράψει και να χαρακτηρίσει μια φανατική λενινίστρια, η λογική της οποίας κυριαρχείται από το δόγμα « μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση», αποστρέφεται την κανονικότητα και (λογικά) εργάζεται «για την μεγάλη σοσιαλιστική επανάσταση», αλλά δηλώνει ερωτευμένη με «το κέντρο».
Ότι, μετά από όλα αυτά, βρίσκει το θράσος να απευθύνεται «στο κέντρο» και να συνδικαλίζει στην Κεντρική Επιτροπή με «αθώες» προσεγγίσεις « τι είναι αριστερό και τι κεντρώο», μάλλον απαντάται από την «μόδα» της εποχής να επιχειρούν οι πολιτικοί σχηματισμοί αιχμής να αλώσουν αυτή την περιοχή του εκλογικού χάρτη, φευ! «την κατάπιε» ολόκληρη ο Μητσοτάκης και κάτι κοκαλάκια που απόμειναν τα πρόκανε ο Ανδρουλάκης.
Ο κ. Νίκος Παππάς, είναι … ο κ. Νίκος Παππάς! Αν ζούσε ο μακαρίτης ο Νίκος Αλέφαντος θα τον αποκαλούσε «καλώς τα παιδιά, 13-0!» και θα είχε όλα τα δίκια με το μέρος του. Το ίδιο, ακριβώς, δίκιο έχουν και όσοι βάσιμα πιστεύουν πως η υποψηφιότητα του είναι μια απλή και πούρα αριστερή «καταγραφή δυνάμεων» για να διαπραγματευτεί από μια θέση αυξημένης ισχύος τη συμμετοχή του στην επόμενη μέρα του ΣΥΡΙΖΑ και να μην βρεθεί «σε κανένα κομματικό χαντάκι», βαρύτατα απομονωμένος και πολιτικά καταδιωκόμενος ένας αποσυνάγωγος της νέας τάξης πραγμάτων.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι ότι έχει απομείνει από «την ψυχή του παλιού, πτωχού πλην τίμιου ΣΥΡΙΖΑ»! Ότι περιφέρει με την υποψηφιότητα του το πτώμα ενός αποθανόντος κόμματος και εξακολουθεί να ομνύει στις παλιές αριστερές δοξασίες και στην κομματική αυθεντικότητα ως προϋπόθεση μιας νέας πολιτικής και εκλογικής εκτίναξης σε ένα άδηλο μέλλον, δικαιολογείται από την τεράστια ανάγκη των παραδοσιακών κομματικών δυνάμεων σε μια περίοδο κρίσης να αναβαπτιστούν στις πηγές της κομματικής νομιμότητας και από εκεί να αντλήσουν τον νέο πολιτικό λόγο για να επανακάμψουν (έτσι πιστεύουν) δυναμικά! Τρίχες και δη κατσαρές, αλλά ο αυθεντικός ΣΥΡΙΖΑ αυτό είναι! Ένας Σίσυφος!
Την κούρσα θα την κερδίσει η κυρία Αχτσιόγλου, παρά την γραφικότητα της υποψηφιότητας της, επειδή, εκτός των άλλων, είναι νέα, ευειδής και γυναίκα, με το κομμωτήριο και τις μπούκλες έχει ένα θέμα, αλλά θα το λύσει εύκολα. Ο Τσακαλώτος είναι πολύ αριστερός και δεν μπορεί να κρυφτεί, ο Παππάς είναι πολύ τυχοδιώκτης και το δείχνει.
Τι μπορεί να προσδοκά ο ΣΥΡΙΖΑ ή η αριστερά εν γένει από μια τέτοια εξέλιξη; Τίποτε! Η διαδικασία θυμίζει Μανιάτισσες που κλαίνε πάνω από τον πεθαμένο ενθυμούμενες το κλέος του παρελθόντος, η υπόθεση «κυβερνώσα αριστερά» είναι νεκρή, δεν ενδιαφέρει κανένα πλην μερικών βαρεμένων και λιγότερων καρεκλοκένταυρων, η κυρία Αχτσιόγλου δεν είναι καθόλου βέβαιο πως μπορεί να αναστήσει ένα ιδεολογικό και πολιτικό πτώμα.
Η κοινωνία των πολιτών έχει γυρίσει (οριστικά;) την πλάτη στην Κουμουνδούρου, κάτι κολλημένοι έχουν απομείνει να ασχολούνται, αν ο Μητσοτάκης «το πάει το έργο» θα εγκαταλείψουν κι αυτοί το καράβι, οι καιροί που η αριστερά (κάθε λογής) έκανε «κλικ» στον κόσμο πέρασαν, πλέον το μέγα θέμα είναι αν ποτέ θα ξαναγυρίσουν και σε ποια έκδοση.