Το δίλημμα είναι αφετηριακά παραπλανητικό. «Με τους Ρομά ή με την Αστυνομία» είναι ένας κλασσικός και αποπροσανατολιστικός μανιχαϊσμός, που δεν έχει απάντηση επειδή, πολύ απλά, δεν μπορεί να έχει αν δεν διευκρινιστούν πρώτα δύο βασικότατες παράμετροι: πρώτο, η αποφασιστικότητα της πολιτείας να επιβάλλει, με τη χρήση της νόμιμης κρατικής βίας, την γενικευμένη εφαρμογή των νόμων απέναντι σε κάθε «ζηλωτή μιας μικρής ή μεγαλύτερης αυτοδιάθεσης» και δεύτερο, η διάθεση της συγκεκριμένης κοινότητας να ενσωματωθεί στην ελληνική κοινωνία, δηλαδή να αποδεχθεί την ισχύ των νόμων έναντι κάθε διάθεσης «κάνουμε ό,τι γουστάρουμε και όταν κάτσει η στραβή το τα ρίχνουμε στον ρατσισμό απέναντι στους γύφτους».
ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΥΦΑΝΤΗ
Σήμερα, κανένα από αυτά τα δύο βασικά συστατικά μιας συμφωνίας μεταξύ των μερών δεν υπάρχει. Κυρίως αγνοείται η διάθεση της κυβερνητικής εξουσίας στην διαβόητη μεταπολιτευτική περίοδο να αντιμετωπίσει την κοινότητα των Ρομά (ή τσιγγάνων ή «γύφτων» ή όπως θέλει ο καθένας να τους αποκαλεί) με τους ίδιους όρους που αντιμετωπίζονται οι υπόλοιποι πολίτες, ειδικά ως προς τις βασικές υποχρεώσεις, την ώρα που αφειδώς, σχεδόν παρανοϊκά χορηγεί, χωρίς κανένα απολύτως έλεγχο προνόμια στα μέλη της και κάνει τα στραβά μάτια σε βαρύτατες παραβάσεις της νομικής τάξης (ο γάμος, προφανώς παράνομος, παιδιών 12 και 13 ετών και η τεκνοποίηση κοριτσιών της ίδιας ηλικίας συνιστά στην ουσία θεσμικό βιασμό, όπως και να το αναγνώσει κάποιος) για λόγους που δεν είναι πάντα στενά εκλογικοί ή ψηφοθηρικοί.
Οι Ρομά, κοινότητα από τη φύση της (;) αντίθετη με κάθε νομική συμφωνία με το επίσημο κράτος, ώστε να έχει νόημα η συλλειτουργία τους στο πλαίσιο της οργανωμένης κοινωνίας και φανατικοί υπερασπιστές μιας πολύ βολικής «αυτοδιάθεσης», τα όρια της οποίας τα θέτουν οι ίδιοι «και δεν το συζητάνε, αυτή είναι η φιλοσοφία τους ως φυλής» λειτουργούν όπως βρήκαν και όπως με τις πλάτες όλων των δικαιωματιστών κάθε φυράματος κατάφεραν να κερδίσουν στην πορεία, επενδύοντας, πολύ σοφά και αποτελεσματικά, σε διάφορες τεχνητές ενοχές μιας κοινωνίας υποταγμένης στις αριστερές ιδεοληψίες και στην πεζοδρομιακή φανατίλα των επαγγελματιών του δικαιωματισμού.
Η στάση της πολιτείας στα χρόνια που πέρασαν από την μεταπολιτευτική αλλαγή είναι ανεξήγητη.
Ποτέ δεν θέλησε στην ουσία να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, επειδή ποτέ δεν αναγνώρισε ως πρόβλημα την συμπεριφορά αυτής της κοινότητας (κι ας ούρλιαζαν περιοχές ολόκληρες που οι Ρομά έχουν καταστήσει αιχμάλωτες στην βαρύτατη παρανομία τους).
Κάποιες απόπειρες στη δεκαετία του ογδόντα να προχωρήσει μια τυπική, έστω, ενσωμάτωση χάθηκαν στην γραφειοκρατία, στις κομπίνες, στην λαιμαργία των λαμόγιων και στην πονηριά των ίδιων των τσιγγάνων ( οι περιπτώσεις που σπαταλήθηκαν τεράστια ποσά σε δήθεν κατασκευές σπιτιών για να διαμένουν οι «δικαιούχοι» κατέληξαν σε μεζονέτες εργολάβων και κολλητών της κάθε κυβέρνησης) κι έμειναν μερικές βίλες και κάποια μπετά να θυμίζουν την «κυβερνητική ευαισθησία», παρέα με την σταθερή απόφαση της ελληνικής κοινωνίας «να μην συγχρωτίζεται με γύφτους».
Οι Ρομά βολεύτηκαν με την αβελτηρία αυτή, διεύρυναν το πεδίο των «δικαιωμάτων τους», έπεσαν με τα μούτρα στο εμπόριο της πρέζας, στις κλοπές και στις ληστείες, αποθέωσαν την βιομηχανία των κάθε λογής επιδομάτων, οργάνωσαν τις ανταλλαγές παιδιών και τις πρωτοβουλιακές δηλώσεις γεννήσεων «κάτω από το δέντρο στο χωράφι ή έξω από το τσαντήρι», κέρδισαν την δυνατότητα να αναφέρονται γενικώς και αορίστως σε κάποιες «ιδιαιτερότητες» και πλημμύρισαν τη χώρα με μια βαρύτατη καθημερινή παρανομία, για τις πράξεις της οποίας είχαν (και έχουν ακόμη) μια ιδιότυπη ασυλία.
Το χειρότερο όλων είναι πως η δικαιολογητική βάση των παράνομων πράξεων στις οποίες οργανωμένα επιδίδονται είναι η επίκληση του νόμου, αλλά του νόμου που αφορά στην επιβολή από την οργανωμένη πολιτεία των κανόνων, χωρίς ποτέ να προκύπτει ή να διαφαίνεται καν διάθεση να αναλάβουν οι ίδιοι ευθύνες ή να επικυρώσουν την ενεργή παρουσία τους σε μια συμφωνία συμβίωσης με την υπόλοιπη κοινωνία με δεδομένους και αποδεκτούς όρους.
Το πρόβλημα είναι πολύ μεγαλύτερο και πολύ σημαντικότερο από όσο φαίνεται. Καμία λύση δεν είναι αυτή την περίοδο δυνατή, καθώς δεν έχει διευκρινιστεί με σαφήνεια και επάρκεια η νομιμοποιητική βάση της ίδιας της ύπαρξης των Ρομά στην ελληνική κοινωνία.
Είναι αστείο να προχωρήσει μια κυβέρνηση σε μια πολιτική δήθεν ενσωμάτωσης της συγκεκριμένης κοινότητας όταν οι ίδιοι οι μετέχοντες αρνούνται συστηματικά και οργανωμένα την συμφωνία ενσωμάτωσης τους, πολύ δε περισσότερο την δικαιολογητικά βάση μιας συμφωνίας που δεν μπορεί να είναι άλλη από την πλήρη και ανεμπόδιστη εφαρμογή των νόμων προς κάθε κατεύθυνση.
Όταν αυτή η λεπτομέρεια, η πλήρης, γενικευμένη και συστηματική εφαρμογή των νόμων, καταστεί κοινός τόπος και αναγορευτεί στην μοναδική βάση για κάθε συζήτηση, για κάθε πολιτική παρέμβαση, για κάθε απόπειρα συμφωνίας, τότε θα έχει ανοίξει ο δρόμος για να αντιμετωπιστεί το τεράστιο πρόβλημα που συνιστά σήμερα η συμπεριφορά αυτής της κοινότητας, τα πολιτικά και νομικά δικαιώματα της οποίας δεν μπορεί, δεν στέκει να είναι διαφορετικά από αυτά της υπόλοιπης κοινωνίας.
Από μια τέτοια κουβέντα χρειάζεται να απομακρυνθούν αμέσως οι κάθε λογής ακραίοι και να αποσυνδεθεί από τον φανατισμό και την ιδεοληψία των φανατικών του δικαιωματισμού, μαζί τους άκρη δεν βρίσκεται όσο και η πολιτεία να επιδεικνύει καλή διάθεση και θέληση.
Αυτή η κουβέντα χρειάζεται να ξεκινήσει από μηδενική βάση, οι επικλήσεις διάφορων «κοινωνικά ευαίσθητων» δεν βοηθούν καμία πλευρά, το πεδίο θα είναι αυστηρά τεχνοκρατικό, τα συμπεράσματα από την αρχή οριοθετημένα, μόνο η πλήρης ενσωμάτωση είναι αποδεκτή σε μια αστική δημοκρατία, καμία ιδιομορφία και καμία ελευθεριακή ιδιαιτερότητα δεν μπορεί να σκιάσει το πλαίσιο.
Α, και κάτι τελευταίο! Η κουβέντα χρειάζεται να έχει από την αρχή συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα! Αυτές οι αριστερές παλαβομάρες για διάφορες πλατιές ολομέλειες και για την «πολιτική αντιμετώπιση των προβλημάτων» δεν οδηγούν πουθενά παρά μόνο στην διακωμώδηση της κυβερνητικής πλευράς για μερικούς πολύ γνωστούς αντιπολιτευτικούς λόγους.
Υ.Γ. Αυτή τη φορά χάσαμε τον Τζανακόπουλο, ποιος του τράβηξε το αυτί στο πρόσφατο παρελθόν και έκατσε στ΄ αυγά του;