Στελέχη του υπουργείου επισημαίνουν ότι αν δεν υπήρχε η τραπεζική κρίση, η εκτίμηση για την ανάπτυξη της οικονομίας θα ήταν υψηλότερη
Στην βελτίωση και αναθεώρηση του ρυθμού ανάπτυξης στο 2,3% έναντι 1,8% που προβλέπεται στον προϋπολογισμό προχώρησε το υπουργείο Οικονομικών, μία κίνηση που γίνεται εν μέσω τραπεζικής κρίσης.
Σύμφωνα με στελέχη του υπουργείου, η ραγδαία αποκλιμάκωση των τιμών στο φυσικό αέριο περιορίζει αισθητά το ύψος των επιδοτήσεων για την ενέργεια. Ως εκ τούτου, η δυναμική της οικονομίας αυξάνεται και εκτιμάται ότι φέτος μπορεί να είναι υψηλότερη κατά 2- 3 δισ. ευρώ.
Τα ίδια στελέχη σημειώνουν ότι εάν δεν υπήρχε η τραπεζική κρίση, η εκτίμηση για την αύξηση του ΑΕΠ θα ήταν υψηλότερη από το 2,3%. «Η αβεβαιότητα αυτή μας κάνει να είμαστε συντηρητικοί στις προβλέψεις», επισημαίνουν χαρακτηριστικά. Και τούτο, διότι η αναταραχή στον τραπεζικό κλάδο ωθεί τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να περιορίσουν την ανάληψη ρίσκου, τουλάχιστον έως ότου επανέλθει μια σταθερότητα, προκειμένου να προστατεύσουν τους ισολογισμούς τους. Κατά συνέπεια, οι πιστωτικές συνθήκες για την πραγματική οικονομία θα δυσκολέψουν, έστω και προσωρινά, όχι μόνον στην Ελλάδα, αλλά και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Θετικές προβλέψεις για τα πρωτογενή πλεονάσματα
Θετικές για το τρέχον έτος, σε σχέση με τις έως πρότινος εκτιμήσεις, είναι και οι προβλέψεις για τα πρωτογενή αποτελέσματα. Η πρόβλεψη για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 0,7% του ΑΕΠ, έχει πίσω μια «καλή βάση» από το 2022. Καθώς, το πρωτογενές έλλειμμα του προϋπολογισμού πέρυσι, λόγω της ονομαστικής αύξησης του ΑΕΠ (που ενισχύθηκε από την ξέφρενη πορεία του πληθωρισμού), περιορίζεται προς το επίπεδο του 1% του ΑΕΠ (ίσως και χαμηλότερα) έναντι της αρχικής εκτίμησης για 1,6% του ΑΕΠ.
Ωστόσο, τα στελέχη του οικονομικού επιτελείου δεν κρύβουν ότι τα δύσκολα μπορεί να έρθουν από το 2024, με τις αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας, οι οποίες, σε συνδυασμό με τον «κόφτη» στις πρωτογενείς δαπάνες, ελαχιστοποιεί τα περιθώρια για ευέλικτη δημοσιονομική πολιτική. Καθώς, πρωτεύον θα είναι η επαναφορά του προϋπολογισμού σε τροχιά μόνιμων πρωτογενών πλεονασμάτων.
Παράγοντας του υπουργείου Οικονομικών, επισημαίνει ότι οι συζητήσεις με τους θεσμούς για επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων κάτω του 2% του ΑΕΠ (που δεν θα αποτελούν «βρόγχο» στην πραγματική οικονομία) θα ξεκινήσουν το φθινόπωρο από την κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές. Θα έχει προηγηθεί η υποβολή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή του Προγράμματος Σταθερότητας (στις 30 Απριλίου) και του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος 2024- 2027. Και στα δύο θα περιλαμβάνονται οι πρόσφατες εκτιμήσεις για την πορεία της οικονομίας και τις επιπτώσεις στα δημοσιονομικά μεγέθη από τις πολιτικές που έχουν ήδη ανακοινωθεί και θεσμοθετηθεί.
Στο οικονομικό επιτελείο αναφέρονται στο μεγάλο «αγκάθι» στην οικονομία παραμένει ο πληθωρισμός και ειδικά αυτός στα τρόφιμα και γενικότερα στα είδη διατροφής. Είναι πλέον χαρακτηριστικές οι πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα, πως ο πληθωρισμός φαίνεται να είναι επίμονος και τον χαρακτήρισε ως το «μεγάλο πρόβλημα για το 2023». Συμπλήρωσε ότι θα είναι λίγο χαμηλότερος από τις εκτιμήσεις, γύρω στο 4,5%, αλλά επεσήμανε ότι «δεν θα δούμε μείωση των τιμών, ούτε σταθεροποίηση, αυτό που θα δούμε είναι να αυξάνονται οι τιμές με μειωμένο ρυθμό». Και πρόσθεσε ότι η ακρίβεια φεύγει από την ενέργεια και επικεντρώνεται στα τρόφιμα.