Η εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία ξεκίνησε την 1η Σεπτεμβρίου 1939 και ουσιαστικά σηματοδότησε την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η εισβολή πραγματοποιήθηκε μία εβδομάδα μετά την υπογραφή του συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότωφ μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης. 17 ημέρες μετά την έναρξη της γερμανικής εισβολής, και στα πλαίσια του συμφώνου αυτού, ακολούθησε η σοβιετική εισβολή. Στις 6 Οκτωβρίου 1939 η Πολωνία είχε πλέον υποταχθεί πλήρως.
Η Πολωνία είχε ξαναγίνει ανεξάρτητο κράτος μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την κατάρρευση της Αυστροουγγαρίας, της Ρωσίας και της Γερμανίας.
Έπειτα από τον Πολωνο-σοβιετικό πόλεμο του 1919-20, η Πολωνία αναγκάστηκε να βασιστεί στις δικές στις δυνάμεις, καθώς η βοήθεια των Δυτικών Συμμάχων της έφτανε με καθυστέρηση. Εξαιτίας του προαναφερθέντος πολέμου αλλά και των προσπαθειών της Ε.Σ.Σ.Δ να διεισδύσει στη χώρα, οι πολωνικοί στρατιωτικοί και πολιτικοί σχεδιασμοί επικεντρώθηκαν στην αναμέτρηση με τους Σοβιετικούς.
Η σχέση της Πολωνίας με την Γερμανία καθοριζόταν από τη
συμμαχία της πρώτης με τη Γαλλία, αλλά οι τσεχο-πολωνικές σχέσεις παρέμεναν ουδέτερες. Το πρόβλημα για τους Πολωνούς ήταν η γαλλική πολιτική αστάθεια, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την αναποφασιστικότητα και την αναβλητικότητα σχετικά με τους ανατολικούς συμμάχους της. Καθώς λοιπόν οι κυβερνήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη, η γαλλική πολιτική απέναντι στην Πολωνία (αλλά και στους άλλους συμμάχους της) άλλαζε.
Οι Γερμανοί στρατιωτικοί ηγέτες προετοιμάζονταν για τον πόλεμο με την Πολωνία ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1920. Στόχος ήταν η ανάκτηση των εδαφών της Πομερανίας, της Σιλεσίας, του Πόζναν και της ελεύθερης πόλης του Ντάντσιχ. Ωστόσο, οι περιορισμοί της συνθήκης των Βερσαλλιών και η αδυναμία στο εσωτερικό της Γερμανίας έκαναν την πραγματοποίηση αυτών των σχεδίων αδύνατη. Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία το 1933 σήμανε την αυξανόμενη επιθυμία της Γερμανίας να ανακτήσει χαμένα εδάφη, καταστρέφοντας την ανεξάρτητη Πολωνία. Παρ’ όλα αυτά, το 1934 οι δύο χώρες υπέγραψαν σύμφωνο μη επίθεσης, δίνοντας στην καθεμία χώρο και χρόνο για να προετοιμάσει τις επόμενες κινήσεις της. Καθώς η ισχύς της Γερμανίας αυξανόταν και ο Χίτλερ άρχιζε να γίνεται απειλητικός, η συμμαχία των Γάλλων και των Πολωνών άρχισε να αναθερμαίνεται.
Μετά την παραβίαση της συνθήκης του Μονάχου απ’ τον Χίτλερ, η Πολωνία έλαβε εγγυήσεις γαλλικής αλλά και αγγλικής στρατιωτικής βοήθειας. Τον Μάρτιο του 1939, ο Χίτλερ άρχισε να απαιτεί από την Πολωνία την επιστροφή των εδαφών του «Πολωνικού Διαδρόμου», την παραχώρηση των δικαιωμάτων της στο Ντάντσιχ και την προσάρτηση της πόλης στη Γερμανία. Οι Πολωνοί απέρριψαν κατηγορηματικά αυτές τις προτάσεις. Καθώς οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν, και οι δύο πλευρές ετοιμάζονταν για πόλεμο. Παρ’ όλα αυτά, ο Χίτλερ άλλαξε πάλι τα δεδομένα τον Αύγουστο του 1939, συνάπτοντας το σύμφωνο μη-επίθεσης με τους Σοβιετικούς, το οποίο περιείχε επίσης μυστική συμφωνία για το διαμελισμό της Πολωνίας ανάμεσα στις δύο χώρες.
Η στρατηγική θέση της Πολωνίας το 1939 ήταν επισφαλής, αλλά όχι απελπιστική. Ο γερμανικός έλεγχος της Σλοβακίας επεξέτεινε ακόμα περισσότερο το ήδη υπερβολικά μεγάλο σύνορο της και έτσι οι Γερμανοί θα μπορούσαν να επιτεθούν στην Πολωνία σχεδόν από κάθε κατεύθυνση. Ωστόσο, η μεγαλύτερη αδυναμία της Πολωνίας ήταν η έλλειψη μιας μοντέρνας στρατιωτικής μηχανής. Η Πολωνία ήταν ένα φτωχό, αγροτικό κράτος, χωρίς σημαντική βιομηχανία. Παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων, τα μεγέθη των άλλων μεγάλων χωρών, όπως της Γερμανίας και της Ε.Σ.Σ.Δ ήταν σημαντικά μεγαλύτερα. Επιπλέον, η πολωνική ηγεσία ήταν δέσμια των πολιτικών ταραχών καθυστέρησης στην ανάπτυξη μιας μοντέρνας στρατηγικής σκέψης και διοίκησης. Η ηγεσία βρισκόταν στα χέρια του στρατηγού Edward Smigly-Rydz, ενός ικανού διοικητή, που όμως δεν είχε την εμπειρία να διοικήσει έναν σύγχρονο στρατό. Κατά τ’ άλλα, υπήρχαν κι άλλοι ικανοί αξιωματικοί και η πολωνική αεροπορία ήταν αρκετά ισχυρή.
Ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα της Πολωνίας ήταν η κατασκοπεία της. Από τις αρχές τις δεκαετίας του ’30, μια ομάδα μαθηματικών κατάφεραν να σπάσουν τον στρατιωτικό κωδικό της υποτιθέμενα απροσπέλαστης γερμανικής μηχανής Enigma. Μέχρι την έναρξη του πολέμου, οι Πολωνοί μπορούσαν να υποκλέψουν περίπου 10% των μηνυμάτων της Βέρμαχτ και της Λούφτβαφε και την 1η Σεπτεμβρίου, η ανώτατη διοίκηση γνώριζε τη θέση του 90% των γερμανικών δυνάμεων στο μέτωπο. Το πολωνικό πολεμικό δόγμα έδινε έμφαση στους ελιγμούς και όχι τόσο στην στατική άμυνα, εκτός από μερικά μόνο σημεία. Όμως η ικανότητα ελιγμών των Πολωνών ήταν σαφώς μικρότερη από αυτή του μηχανοκίνητου γερμανικού στρατού.
Υπάρχει μέχρι και σήμερα ο μύθος σχετικά με τη χρήση του πολωνικού ιππικού στον πόλεμο, κυρίως λόγω την ναζιστικής προπαγάνδας η οποία ενσωματώθηκε στη δυτική ιστοριογραφία. Περίπου το 10% του πολωνικού στρατού αποτελούσε το ιππικό, ποσοστό μικρότερο απ’ αυτό του αμερικανικού στρατού την ίδια περίοδο. Η Πολωνία είχε περισσότερα τανκς από την Ιταλία, μια χώρα με αρκετά ανεπτυγμένη βιομηχανία. Το ιππικό χρησιμοποιήθηκε ως κινητό πεζικό και σχεδόν ποτέ έφιππο. Είχε προσελκύσει νεοσύλλεκτους υψηλού επιπέδου που εκπαιδεύονταν μαζί με τα τεθωρακισμένα, αποκτώντας κατ’ αυτό τον τρόπο μεγαλύτερη μαχητική ικανότητα κατά των αρμάτων μάχης απ’ ότι οι αντίστοιχες μονάδες πεζικού. Προοριζόταν επίσης για οποιαδήποτε πιθανή σύγκρουση με την Ε.Σ.Σ.Δ στα δασώδη, βαλτώδη, αλλά και ορεινά εδάφη της ανατολικής Πολωνίας.
Ο πρωταρχικός στρατηγικός στόχος της Πολωνίας ήταν να πάρει με το μέρος της τη Μ. Βρετανία και τη Γαλλία, σε περίπτωση πολέμου με τη Γερμανία. Η αμυντική στρατηγική της χώρας βασιζόταν στο εξής σχέδιο:
Μια υποχώρηση στο νοτιοανατολική Πολωνία, το επονομαζόμενο «Ρουμανικό προγεφύρωμα», όπου θα είχαν συγκεντρωθεί μεγάλος αριθμός εφοδίων και εφεδρειών. Ο στρατός θα αμυνόταν σ’ αυτά τα κατάλληλα εδάφη βορείως των ουγγρικών και ρουμανικών συνόρων. Αν όλα πήγαιναν καλά, μια Αγγλο-γαλλική αντεπίθεση στα δυτικά θα μείωνε τη γερμανική πίεση και οι Πολωνοί θα μπορούσαν να ανεφοδιαστούν πιο άνετα μέσω της Ρουμανίας. Η πολιτική του Χίτλερ όμως, ανάγκασε τους Πολωνούς να ματαιώσουν αυτό το σχέδιο. Φοβούμενοι ότι οι Γερμανοί θα επιχειρούσαν να καταλάβουν το Ντάντσιχ και με αυτή την κίνηση να τερματίσουν γρήγορα τον πόλεμο, οι πολωνικές δυνάμεις ανασυντάχθηκαν κοντά στα σύνορα, για να εξασφαλίσουν ότι μια ενδεχόμενη σύγκρουση θα εξελισσόταν σε μείζον πολεμικό γεγονός. Έτσι, οι Σύμμαχοι δεν θα μπορούσαν να αθετήσουν τους όρους της συμφωνίας τους.
Από τη μεριά τους, οι Γερμανοί σκόπευαν να πετύχουν ένα αστραπιαίο χτύπημα για να διαλύσουν την Πολωνία μέσα σε δύο εβδομάδες, εξαπολύοντας επιθέσεις με τεθωρακισμένα κατά μήκος δύο κύριων οδών: Lodz-Piotrkow-Warsaw και από την Πρωσία κατά μήκος του ποταμού Narew προς την ανατολική Μασοβία. Με τις δευτερεύουσες επιθέσεις στο νότο και στο βορρά, σκόπευαν να αποκόψουν τις πολωνικές δυνάμεις στη βόρεια και τη δυτική Πολωνία και να προελάσουν προς την πρωτεύουσα. Επιπλέον, για να αποτρέψει τη Γαλλία απ’ το να μπει γρήγορα στον πόλεμο, ο Χίτλερ επισκέφθηκε τον Αύγουστο του 1938 το West Wall στα γαλλογερμανικά σύνορα για να επιβλέψει την κατασκευή των οχυρώσεων. Η ναζιστική προπαγάνδα χρησιμοποίησε το γεγονός για να προωθήσει την εικόνα μιας αξεπέραστης αμυντικής γραμμής με σκοπό να εκφοβίσει τους Γάλλους σχετικά με μια μέλλουσα αναμέτρηση.
Θεωρητικά τουλάχιστον, ολόκληρος ο στρατός της Πολωνίας, σε πλήρη κινητοποίηση, θα αριθμούσε περίπου 2,5 εκατομμύρια άνδρες. Εξαιτίας όμως της πίεσης των Συμμάχων και της κακοδιοίκησης, μόνο 600,000 βρίσκονταν στις θέσεις τους για να αντιμετωπίσουν τη γερμανική εισβολή. Το τυπικό πολωνικό πεζικό ήταν σχεδόν ισάριθμο με αυτό των Γερμανών, αλλά πιο αδύναμο σε ότι αφορά τα αντιαρματικά όπλα, το πυροβολικό και τις μεταφορές. Οι Πολωνοί διέθεταν 30 ενεργές, 7 εφεδρικές μεραρχίες μαζί με 12 ταξιαρχίες ιππικού. Αυτές οι δυνάμεις ενισχύονταν από ειδικά εκπαιδευμένες ομάδες συνοριοφυλάκων και από την εθνοφρουρά. Από την άλλη μεριά, οι γερμανικές δυνάμεις, με δύο σώματα στρατού αποτελούμενα από πέντε στρατιές, παρέταξαν περίπου 1,8 εκατομμύρια άνδρες, μαζί με 2.600 (έναντι στα 180 πολωνικά) άρματα μάχης και 2,000 (420 τα πολωνικά) αεροσκάφη, μαζί με μια σλοβακική ταξιαρχία.
Οι ένοπλες συγκρούσεις είχαν αρχίσει να πυκνώνουν από τον Αύγουστο ακόμα του 1939, όταν η Abwehr (υπηρεσία πληροφοριών του γερμανικού στρατού) επιχειρούσε να διεισδύσει στα πολωνικά σύνορα και ερχόταν αντιμέτωπη με τους Πολωνούς συνοριοφύλακες. Αυτές οι συγκρούσεις ανησύχησαν τους Γάλλους, οι οποίοι καλούσαν τους Πολωνούς να σταματήσουν να «προκαλούν» τον Χίτλερ. Οι πολωνικές δυνάμεις είχαν κινητοποιηθεί μόνο μερικώς το καλοκαίρι του 1939. Η πλήρης κινητοποίηση αναμενόταν στα τέλη Αυγούστου, αλλά αναβλήθηκε ύστερα από την επιμονή των Γάλλων. Τελικά, αυτή ίσχυσε στις 30 του μήνα, κι έτσι την 1η Σεπτεμβρίου, μόνο το 1/3 του πολωνικού στρατού ήταν ετοιμοπόλεμο.
Όταν ο Χίτλερ συγκέντρωσε τους στρατηγούς του, τους διέταξε να «σκοτώσουν χωρίς έλεος κάθε Πολωνό, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας και καταγωγής. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα αποκτήσουμε τον ζωτικό χώρο που χρειαζόμαστε». Γι’ αυτό το λόγο τα γερμανικά «τάγματα θανάτου» (Einsatzgruppen) θα ακολουθούσαν το κύριο σώμα στρατού, εκτελώντας τους αιχμαλώτους και όσους τυχόν προσπαθούσαν να οργανώσουν αντίσταση.
Tα γερμανικά Panzer συντρίβουν τον πολωνικό στρατό σε μια μοναδική επίδειξη της τεχνικής του Blitzkrieg (αστραπιαίου πολέμου )
Όταν το μεσημέρι της 31ης Αυγούστου 1939 ο Υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Joachim von Ribbentrop άκουσε στην Καγκελαρία τον Φύρερ να λέει “έδωσα την διαταγή, κλότσησα την μπάλα και κυλάει…” ήξερε καλά πως αυτό σήμαινε τη στιγμή της Πολωνίας. “Σας εύχομαι καλή τύχη!” απάντησε λακωνικά. Η επιχείρηση “Λευκή” (Fall Weiss), όπως κωδικά ονόμαζαν την πολωνική εκστρατεία, ξεκινούσε στις 4.45΄ τα χαράματα της επομένης, με τα γερμανικά στρατεύματα να εισβάλουν θυελλωδώς στη γειτονική χώρα και την Luftwaffe να σφυροκοπάει ανηλεώς αεροδρόμια, αποθήκες και στρατόπεδα του εχθρού. Ο κόσμος κράτησε την ανάσα του!
Η Αφορμή
Αφορμή για εισβολή δεν υπάρχει και οι Ναζί αποφασίζουν να την δημιουργήσουν. Οι άνδρες της SS παίρνουν 150 κρατούμενους από το Στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ, τους μεταφέρουν στον συνοριακό σταθμό διαβιβάσεων του Γκλάιβιτς και τους ντύνουν με πολωνικές στολές. Αμέσως μετά τους υποχρεώνουν να καταπιούν δηλητήριο, πυροβολούν τα πτώματα, προξενούν μικρές καταστροφές στον σταθμό, ώστε να φαίνεται ότι δέχτηκε επίθεση. Στον ασύρματο του σταθμού ένας άνδρας των SS ουρλιάζει στα Πολωνικά ότι τα στρατεύματα της Πολωνίας πρόκειται να εισβάλουν στην Γερμανία.[11] Ο διοικητής του σταθμού συνταγματάρχης Στάινμετς αρχικά δοκιμάζει να αντισταθεί στην απάτη, αλλά οι SS του απαντούν με ένα “Fuhrerbefehl!” (διαταγή του Φύρερ). Μετά τη λήψη και σχετικών φωτογραφιών, οι SS αποχωρούν.
Με αυτό τον τρόπο ο Χίτλερ μπορεί πλέον να αναγγείλει επίσημα, την 1η Σεπτεμβρίου 1939, στο Ράιχσταγκ ότι οι Πολωνοί προσπάθησαν την προηγούμενη να εισβάλουν στο Γερμανικό έδαφος και ότι η Βέρμαχτ ανταποδίδει τα πυρά που δέχτηκε στις 5:45 το πρωί. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι διαφορετική. Ο Χίτλερ έχει διατάξει την επίθεση κατά της Πολωνίας από τις 31 Αυγούστου. Η Βέρμαχτ, με βάση λεπτομερές σχέδιο που κατάρτισαν ο Βάλτερ φον Μπράουχιτς και το Επιτελείο του, με το κωδικό όνομα Fall Weiss (λευκό σχέδιο), επιτίθεται από ξηράς, θαλάσσης και αέρος στην Πολωνία. Είναι 1 Σεπτεμβρίου 1939 και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αρχίζει στην Ευρώπη.
Η εισβολή
Η εισβολή ξεκίνησε στις 4.45 π.μ, όταν το πολεμικό πλοίο Schleswig-Holstein που βρισκόταν προσαραγμένο στο λιμάνι του Ντάντσιχ για μια «εποπτική επίσκεψη» κοντά σε έναν πολωνικό στρατιωτικό σταθμό, φρουρούμενο από μια μικρή δύναμη 200 Πολωνών, άνοιξε πυρ με τα τεράστια κανόνια του εναντίον της πολωνικής προφυλακής. Ακολούθησαν επιθέσεις και μέσα στην πόλη, από άνδρες των SS. Τα ναζιστικά στρατεύματα άρχισαν να επιτίθενται κατά μήκος των συνόρων: στο βορρά, προς τον «Πολωνικό Διάδρομο», στη νότια και κεντρική Πολωνία, με αιχμή του δόρατος μηχανοκίνητες μονάδες με κατεύθυνση το Lodz και την Κρακοβία. Από αέρος, τα γερμανικά αεροπλάνα άρχισαν να σκορπούν τον τρόμο βομβαρδίζοντας πόλεις και χωριά. Οι μάχες ήταν πολύ άγριες και η αντίσταση των Πολωνών σθεναρή και σε κάποια σημεία αποτελεσματική, αλλά η γερμανική πολεμική μηχανή ήταν σαφώς ανώτερη. Η αποτελεσματικότητα των μηχανοκίνητων μονάδων των Γερμανών έγκειται στο γεγονός ότι λόγω της ταχύτητας τους, μπόρεσαν να αποκόψουν και να απομονώσουν τα πολωνικά στρατεύματα, εξολοθρεύοντας τα στη συνέχεια.
Στις 11.15 της 3ης Σεπτεμβρίου, ύστερα από δύο ημέρες καθυστέρησης και όταν πλέον δεν μπορούσαν να υποβαθμίζουν ή να αγνοούν (λόγω της εμμονής τους στην πολιτική του κατευνασμού) τη σοβαρότητα της κατάστασης, οι Βρετανοί κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία. Μετά από λίγες ώρες, ακολούθησαν οι Γάλλοι. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η αδράνεια των Συμμάχων, οι οποίοι έχασαν την ευκαιρία που τους δόθηκε να επιτεθούν στη Γερμανία απ’ τα δυτικά και να καταφέρουν ένα σημαντικό πλήγμα, την ώρα που το μεγαλύτερο ποσοστό των στρατευμάτων της πολεμούσε στην Πολωνία. Υποθετικά, μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να αλλάξει την πορεία του πολέμου, από την αρχή του κιόλας. Παρόλο που τα νέα για την είσοδο της Γαλλίας και της Βρετανίας τον πόλεμο ήταν κάτι παραπάνω από ευχάριστα για τους Πολωνούς, δεν ήταν σε θέση να συγκρατήσουν τα ρήγματα που είχαν δημιουργήσει τα ναζιστικά στρατεύματα. Μέχρι τα μέσα του μήνα, οι απώλειες των Πολωνών ήταν πολύ μεγάλες, ενώ οι Ναζί είχαν καταλάβει περίπου τη μισή χώρα. Παρ’ όλα αυτά, η αντίσταση των Πολωνών δυνάμωνε, προξενώντας σημαντικές απώλειες και στους Γερμανούς. Οι λιγοστές όμως ελπίδες της Πολωνίας εξανεμίστηκαν όταν στις 17 Σεπτεμβρίου ο Κόκκινος Στρατός πέρασε τα ανατολικά σύνορα της χώρας.
Ο Αστραπιαίος πόλεμος
Στο Νότο επιτίθεται η ομάδα στρατιών του Γκερντ φον Ρούντστεντ: Αποτελείται από την 8η στρατιά του Στρατηγού Γιοχάνες Μπλάσκοβιτς, την 10η του Βάλτερ φον Ράιχεναου και την 14η του Βίλχελμ Λιστ. Σύνολο 18 μεραρχίες Πεζικού (συν μία Σλοβακική), μία ορεινή, δύο μηχανοκίνητες, 4 ελαφρές μηχανοκίνητες και 4 μεραρχίες αρμάτων. Συνολικά περιλαμβάνει πάνω από 2000 άρματα μάχης και 800 θωρακισμένα οχήματα. Ο Ρούντστεντ επιτίθεται από την πλευρά της Σιλεσίας – Μοραβίας.
Στο Βορρά επιτίθεται η ομάδα στρατιών του Φέντορ φον Μποκ. Σε αυτήν περιλαμβάνονται η 4η στρατιά του Γκίντερ φον Κλούγκε, με 8 μεραρχίες Πεζικού, δύο μηχανοκίνητες και μία μεραρχία θωρακισμένων. Επιτίθεται από τη πλευρά της Δυτικής Πομερανίας. Βορειότερα επιτίθεται η 3η στρατιά του Γκέοργκ φον Κύχλερ, που περιλαμβάνει 11 μεραρχίες Πεζικού και μία θωρακισμένη. Αυτή επιτίθεται από την πλευρά της Ανατολικής Πρωσίας. Συγκριτικά, η ομάδα του Βορρά διαθέτει λιγότερα θωρακισμένα: Περίπου 600 άρματα και 200 θωρακισμένα οχήματα. Και οι τρεις ομάδες έχουν κοινό στόχο και συγκλίνουν προς αυτόν: Την πρωτεύουσα Βαρσοβία. Εκεί είναι συγκεντρωμένη η Πολωνική ηγεσία αλλά και ο πυρήνας της πολεμικής βιομηχανίας της Πολωνίας.
Σε σύνολο, οι δυνάμεις ξηράς των Γερμανών περιλαμβάνουν περίπου 1.850.000 στρατιώτες, 3100 άρματα μάχης και 67.000 πυροβόλα κάθε διαμετρήματος (πολλά από αυτά ακόμη ιππήλατα).
Η Luftwaffe δεν διαθέτει λιγότερο επιβλητικές δυνάμεις: Υποστηρίζει την επιχείρηση με 2.085 αεροσκάφη, κατανεμημένα σε δύο αεροστόλους (Loftflotte). Συγκριτικά ασθενέστερο είναι το Πολεμικό Ναυτικό (Kriegsmarine), το οποίο υποστηρίζει με πυρά πυροβόλων της ομάδας “Ost” (=Ανατολή) τις επιχειρήσεις και καλείται να αντιμετωπίσει το, ακόμη πιο ασθενές, Πολωνικό Ναυτικό. Στο λιμάνι του Ντάντσιχ έχει αγκυροβολήσει το “εκπαιδευτικό” καταδρομικό “Σλέσβιγκ – Χόλσταϊν”. Υποστηρίζει την χερσαία επίθεση με τα πυρά των πυροβόλων του.
Το Γερμανικό καταδρομικό “Σλέσβιγκ-Χόλσταϊν” ανοίγει πυρ. Λιμάνι Γκντανσκ, 1/9/1939
Η επιχείρηση δεν έχει παραμελήσει, επίσης, την “Πέμπτη φάλαγγα”: Υπάρχει ευρύ κατασκοπευτικό δίκτυο για την αποκάλυψη των κινήσεων των πολωνικών δυνάμεων, ενώ οι Γερμανοί γνωρίζουν πολύ καλά τόσο το οδικό όσο και το σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας, αφού τα κατασκεύασαν οι ίδιοι. Υποστηρίζονται, επίσης, από τους γερμανικής καταγωγής πληθυσμούς που βρίσκονται στην χώρα, κυρίως στην περιοχή του Wartherland.
Η συνδυασμένη επίθεση αρμάτων μάχης και αεροπορίας είναι η πρώτη εφαρμογή στην πράξη της στρατηγικής που θα ακολουθήσει στο μέλλον η Βέρμαχτ: Είναι η στρατηγική του “κεραυνοβόλου πολέμου” (Blitzkrieg). Με αυτό τη στρατηγική πολέμου, οι Γερμανοί κατάφερναν σε πολύ μικρά χρονικά διαστήματα να εκμηδενίζουν τις δυνάμεις των αντιπάλων, και κατά τον Χάιντς Γκουντέριαν, στρατηγό του γερμανικού στρατού και κύριο εμπνευστή του σχεδίου του κεραυνοβόλου πολέμου, το Blitzkrieg μπορεί να διαλύσει ένα στρατό σε μία μέρα. Οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν επίλεκτες μεραρχίες τανκς, και αεροπλάνα κάθετης εφόρμησης, με τα οποία κατακερμάτιζαν τις γραμμές του πολωνικού στρατού.
Οι Πολωνοί έχουν καταφέρει να κινητοποιήσουν περίπου 600.000 άνδρες (έναντι των υπολογιζόμενων 2.500.000, τους οποίους κατανέμουν σε επτά ομάδες στρατιών: Στο Μόντλιν , Στρατηγός Krukowicz-Przedrzymirski, στο Πομόρτζε , Στρατηγός Μπορτνόφσκι (Bortnowski), στο Πόζναν, Στρατηγός Κουτρζέμπα (Kutrzeba), στο Λοτζ, Στρατηγός Γιούλιους Ρόμελ (Juliusz Rómmel)[12], Κρακοβία, Στρατηγός Ζίλινγκ (Szilling), Λούμπλιν, Στρατηγός Πίσκορ (Piskor) και στην περιοχή των Καρπαθίων, Στρατηγός Φάμπριτσι (Fabrycy). Μια ομάδα από διάφορες ομάδες είναι παραταγμένη κατά μήκος του ποταμού Νάρεβ υπό τον Στρατηγό Μλοτ-Φιγιαλκόβσκι (Mlot-Fijalkowski). Οι εφεδρείες δεν έχουν ολοκληρώσει την συγκρότησή τους. Ο Ρυντζ – Σμίγκλυ διαπράττει, έτσι, το σοβαρό σφάλμα να θέλει να υπερασπίσει το σύνολο του εθνικού εδάφους από τα δυτικά, πράγμα που διασπά τις ήδη πενιχρές δυνάμεις του. Σε σύνολο διαθέτει περίπου 39 μεραρχίες Πεζικού, 11 ταξιαρχίες Ιππικού, 3 ορεινές ταξιαρχίες, δύο θωρακισμένες – μηχανοκίνητες και μερικές μικρότερες μονάδες. Διαθέτει μόνο 600 άρματα μάχης, σχετικά ελαφρά, και 52 θωρακισμένα οχήματα, ενώ 185 άρματα μάχης παραμένουν σε εφεδρεία[13].
Ο Πολωνικός στρατός δεν έχει προλάβει να συγκροτηθεί πλήρως. Λειτουργώντας με τα πρότυπα του Πρώτου Πολέμου αιφνιδιάζεται ολοσχερώς από την βιαιότητα της γερμανικής επίθεσης. Οι Πολωνοί πεζοί στρατιώτες και (λιγότερο) οι έφιπποι είναι ανίσχυροι μπροστά στα άρματα μάχης, εκτός αν διαθέτουν σημαντικό αριθμό αντιαρματικών.
Η Αεροπορία δεν κτυπά τους μάχιμους σχηματισμούς, αλλά επιτίθεται στα μετόπισθεν, αποδιοργανώνοντάς τα ολοσχερώς, καταστρέφοντας αποθήκες υλικού και προκαλώντας τρόμο στους άμαχους, που ξεχύνονται στους δρόμους και φεύγουν μαζικά, προκαλώντας συμφορήσεις. Το ιππήλατο πολωνικό πυροβολικό χάνει, από τις αεροπορικές επιθέσεις, όλα του τα άλογα και, πρακτικά, εξουδετερώνεται. Είναι η πρώτη εφαρμογή της νέας γερμανικής πολεμικής τακτικής, του “πολέμου της κίνησης”, του “αστραπιαίου πολέμου” Blitzkrieg. Αντίθετα, σχετικά σημαντικές απώλειες προκαλεί στους Πολωνούς μαχητές το Γερμανικό πυροβολικό. Το ήδη πενιχρό δίκτυο διαβιβάσεων καταστρέφεται, καθιστώντας την επικοινωνία κεντρικής διοίκησης – μάχιμων μονάδων σχεδόν αδύνατη, με αποτέλεσμα τον κατατεμαχισμό των Πολωνικών δυνάμεων, εφόσον δεν υπάρχει συντονισμός.
Η πολωνική αεροπορία χάνει στο έδαφος ένα μέρος των αεροσκαφών της. Ορισμένα αξιόμαχα αεροσκάφη, εντούτοις, παραμένουν ενεργά για αρκετό διάστημα και, μολονότι υποδεέστερα των Γερμανικών, προκαλούν σχετικά σημαντικές απώλειες στην Λουφτβάφφε.
Οι Πολωνοί αποπειρώνται μια αντεπίθεση: Η ομάδα Μπορτνόφσκι επιτίθεται στην πλευρά της ομάδας Ρούντστεντ, ο οποίος αντιδρά άμεσα: Αναστρέφει το μέτωπο της 10ης Στρατιάς (Ράιχεναου) και αντιμετωπίζει την αντεπίθεση, επιτυγχάνοντας έτσι να κυκλώσει, στον αποκαλούμενο “θύλακα της Μπζούρα” 19 Πολωνικές μεραρχίες και διεξάγεται η Μάχη της Μπζούρα.
Γενικά πιστεύεται ότι η Πολωνία δεν αντιστάθηκε στις δυνάμεις του Άξονα και κατέρρευσε πολύ εύκολα. Η εντύπωση αυτή αρχικά ενισχύθηκε επειδή οι πολωνικές δυνάμεις ήταν σαφώς κατώτερες, ποσοτικά και, κυρίως, ποιοτικά (από την άποψη του υλικού και της συγκρότησης) από τις αντίπαλες. Η πραγματικότητα είναι ότι οι Πολωνοί πολέμησαν με γενναιότητα απέναντι και στους δύο αντιπάλους τους, σε ορισμένες περιπτώσεις απελπισμένα, ακόμη και όταν είχε ήδη γίνει φανερό ότι η άμυνα της χώρας κατέρρεε και δεν υπήρχε ελπίδα νίκης.
Το πολωνικό ιππικό, δρώντας περισσότερο ως ταχυκίνητο πεζικό, προξένησε σημαντικές ζημίες στα γερμανικά “πάντσερ” (θωρακισμένα): Υπολογίζεται ότι καταστράφηκε, συνολικά, μια ολόκληρη θωρακισμένη μεραρχία (μεταξύ 360 και 400 αρμάτων). Το ίδιο αποφασιστικά πολέμησε και η αεροπορία, η οποία ήταν εκ προοιμίου καταδικασμένη, τόσο λόγω μικρού αριθμού αεροσκαφών, όσο και των υποδεέστερων τύπων τους (τα πολωνικά αεροσκάφη ήταν, τεχνολογικά, μια γενεά πίσω σε σχέση με τα γερμανικά).
Η κατάρρευση των Πολωνών επήλθε ενώ προετοίμαζαν την αντεπίθεσή τους. Δεν πρόλαβαν: Στις 17 του μηνός η Πολωνία, ύστερα από τη δήλωση του Μολότωφ ότι “η Πολωνική Κυβέρνηση έπαψε να δίνει σημεία ζωής”, δέχεται εισβολή από τα ανατολικά: Οι Σοβιετικοί εφαρμόζουν το σύμφωνο που υπέγραψαν με την Γερμανία τον Αύγουστο και καταλαμβάνουν το “δικό τους” τμήμα αντιμετωπίζοντας σχετικά μικρή – αλλά πεισματική – αντίσταση, αφού οι περισσότερες πολωνικές μονάδες που υπάρχουν ακόμη είναι στραμμένες προς τα δυτικά.
Στις 28 Σεπτεμβρίου κυκλώνεται η Βαρσοβία, την υπεράσπιση της οποίας έχει αναλάβει ο Γιούλιους Ρόμμελ. Οι Γερμανοί περιμένουν να πέσει με πολιορκία, ο Χίτλερ, όμως, δηλώνει ότι είναι “φρούριο” και διατάσσει τον βομβαρδισμό της.
Η πόλη παραδίδεται στις 27 Σεπτεμβρίου ύστερα από τετραήμερο ανηλεή βομβαρδισμό από ξηράς και αέρος και οι υπερασπιστές της αιχμαλωτίζονται. Η Κυβέρνηση έχει, ήδη αυτοεξοριστεί στην Ρουμανία, όπου καταφεύγει και ο Ρυντζ-Σμίγκλυ “… χωρίς, εννοείται, όπλα, αλλά με σημαντικές αποσκευές…”.
Η ολοσχερής κατάρρευση της χώρας ολοκληρώνεται στις 6 Οκτωβρίου, χωρίς, ωστόσο, ποτέ η Πολωνία να παραδοθεί επίσημα σε κάποιον από τους αντιπάλους της ή να υπογραφεί κάποια συνθήκη κατάπαυσης του πυρός. Η επίσημη Πολωνία δεν υφίσταται πλέον, αλλά η πολωνική αντίσταση θα αρχίσει πολύ σύντομα να κάνει αισθητή την παρουσία της.
1939: Ο βομβαρδισμός της Βαρσοβίας: Ένα παιδί πάνω στα ερείπια