Flaneur: ένα περιοδικό με γαλλικό τίτλο (σημαίνει «περιπατητής») και κείμενα στα αγγλικά, που εκδίδεται στο Βερολίνο και είναι αφιερωμένο στους δρόμους διαφόρων πόλεων του κόσμου.
Μάλιστα οι συντάκτες πραγματοποιούν για δύο μήνες επιτόπια έρευνα, προτού καταρτίσουν την ύλη για το επόμενο τεύχος.
Κατόπιν ζητούν τη συμβολή καλλιτεχνών και συγγραφέων από την πόλη στην οποία εστιάζουν. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί κάτι περισσότερο πολυφωνικό και πολυπολιτισμικό;
Το περιοδικό, το οποίο διευθύνεται από τη νεαρή δημοσιογράφο Ρικάρντα Μέσνερ, αριθμεί ήδη πέντε τεύχη. Μετά την Kantstrasse του Βερολίνου, την Georg-Schwarz-Strasse της Λειψίας, τη Rue Bernard του Μόντρεαλ και την Corso Vittorio Emanuele II της Ρώμης, σειρά έχει η Αθήνα με τη Φωκίωνος Νέγρη, τον γνωστό πεζόδρομο της Κυψέλης, που διαμορφώθηκε τη δεκαετία του 1930 επάνω σε ένα παλιό ρέμα που ξεκινούσε από τα Τουρκοβούνια. Το όνομά του ο δρόμος το πήρε από τον πρώτο πρόεδρο της Ακαδημίας Αθηνών μετά την ίδρυσή της το 1926.
Όπως διαβάζουμε στο εσώφυλλο, «το περιοδικό περικλείει την πολυπλοκότητα του δρόμου, τα διαφορετικά επίπεδα και την αποσπασματική φύση του μέσω της λογοτεχνικής προσέγγισης. Δημιουργεί συσχετισμούς ανάμεσα σε τόπους, ιστορίες, ανθρώπους και αντικείμενα, τα οποία δε σχετίζονται απαραίτητα μεταξύ τους. Το περιοδικό έχει αίσθηση της υποκειμενικότητάς του. Θέλει να πει: αυτή θα μπορούσε να είναι η Φωκίωνος Νέγρη».
Το Flaneur είναι ένα περιοδικό με πολύ χρώμα και κίνηση: δεν υπάρχει γωνιά του τεύχους που να μην είναι πολύχρωμη. Στις σελίδες του κυριαρχούν φωτογραφίες που αποτυπώνουν την (υποκειμενική πάντα) πραγματικότητα της Φωκίωνος Νέγρη μακριά από την αισθητική του τουριστικού φολκλόρ και της στερεοτυπικής εικόνας της Ελλάδας. Για παράδειγμα η φωτογράφος Ζωή Χατζηγιαννάκη αναζητεί την κρυμμένη ρομαντική αγνότητα της Φωκίωνος Νέγρη με αφορμή το γνωστό ποίημα του Τζων Κητς «Ωδή σε μία ελληνική υδρία». Κι η Ειρήνη Βουρλούμη ξεκινά ένα φωτογραφικό ταξίδι στον δρόμο μετά από μια εμπειρία καφεμαντείας που είχε σ’ ένα καφενείο της Φωκίωνος Νέγρη, «συνυφαίνοντας τον μυστικισμό της ελληνικής παράδοσης με τη μυθοπλασία του δρόμου».
Κάποια κείμενα του περιοδικού, τα οποία βρίσκουν αφορμή για το ξετύλιγμά τους σ’ ένα περιστατικό (φανταστικό ή πραγματικό) από τη Φωκίωνος Νέγρη, θα μπορούσαν να είναι μικρά διηγήματα, αυτόνομα κομμάτια από ένα βιβλίο πεζογραφίας. Σε ορισμένα από αυτά η πρόζα συγκατοικεί με την ποίηση: «Καταλαβαίνεις πως κάποιος έχει πεθάνει στη Φωκίωνος όταν δεις στον αέρα ένα σμήνος από χιλιάδες χρυσές μέλισσες». Έτσι ξεκινά μια από τις αφηγήσεις της η Γκρασίνα Γκάμπελμαν, η οποία υπογράφει αρκετά από τα κείμενα του τεύχους.
Παράλληλα ακούγονται οι ιστορίες των ανθρώπων που ζουν, εργάζονται και κινούνται στη Φωκίωνος Νέγρη, προφορικές μαρτυρίες του δρόμου που πολύ συχνά αλληλοεπικαλύπτονται, συνομιλούν υπόγεια η μία με την άλλη. Κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους (κάτοικοι, καταστηματάρχες, περαστικοί) αναπολούν τις περασμένες «ένδοξες μέρες» του δρόμου με την κοσμική ζωή, τα γειτονικά θέατρα, την καλλιτεχνική κίνηση και τον κόσμο που συνέρρεε από ολόκληρη την Αθήνα στη Φωκίωνος Νέγρη για να διασκεδάσει. Ενώ άλλοι, αγνοώντας ή αδιαφορώντας για το παρελθόν του δρόμου, εξαίρουν το σημερινό «εναλλακτικό» και πολυπολιτισμικό του πρόσωπο.
«Οι πλάκες στον πεζόδρομο της Φωκίωνος Νέγρη δεν είναι τετραγωνισμένες» σχολιάζει ο Ντέιβιντ Γουίλαν, καλλιτέχνης που ζει στη Νέα Υόρκη και βρέθηκε στην Αθήνα ως «flaneur» για να γράψει για τον πεζόδρομο της Κυψέλης. «Έχουν καμπύλες σαν κύματα. Ο ποταμός κάτω από τη Φωκίωνος μετατρέπεται σε ένα σχήμα που μπορεί να επαναληφθεί, να χυθεί σε μπετόν, να υποβάλει την ιδέα της “ελευθερίας” ή κάτι λιγότερο αυστηρό από την ευθεία. Θυμίζουν μηχανήματα ανάγνωσης πιστωτικών καρτών ή την πυξίδα ενός χαρτογράφου που τραβάει αβίαστα τα γεωμετρικά μήκη και πλάτη σε μια όλο και πιο μικρή υδρόγειο».
Εύλογο είναι το ερώτημα: γιατί η Φωκίωνος Νέγρη; Την απάντηση δίνει με απλά λόγια ένας από τους κατοίκους του δρόμου: «Μεγάλωσα εδώ στη δεκαετία του ’80 και του ’90. Ήταν αλλιώτικο το μέρος. Ήταν μια περιοχή της ανώτερης και της μεσαίας τάξης τότε. Άλλαξε τα τελευταία δέκα χρόνια. Είναι πια πολυπολιτισμικό και το απολαμβάνω. Πολύς κόσμος από διάφορα μέρη της Ευρώπης και της Αφρικής. Έχουν εστιατόρια, έχουν τα πάντα – αν πας στην αγορά εδώ, καταλαβαίνεις τι είδους κόσμος μένει στην περιοχή: μετανάστες, καλλιτέχνες, πολλοί δικηγόροι, γιατί τα δικαστήρια είναι κοντά».
Η Φωκίωνος Νέγρη ενσαρκώνει, λοιπόν, τη μετάλλαξη του αστικού τοπίου της Αθήνας τις τελευταίες δεκαετίες. Ο δρόμος προσωποποιεί το πέρασμα από το «αθηναϊκό αστικό» σκηνικό των περασμένων δεκαετιών, σε ένα πολύχρωμο και πολυπολιτισμικό μωσαϊκό. Και όπως γράφει χαρακτηριστικά ο ποιητής Γιώργος -Ίκαρος Μπαμπασάκης, «η Φωκίωνος Νέγρη είναι το κέντρο του κόσμου».
Βασικός πυλώνας αυτής της μετάλλαξης, έτσι όπως παρουσιάζεται μέσα από τις σελίδες του περιοδικού, είναι η έννοια της πολυκατοικίας. Όπως σχολιάζει στο editorial ο Φαμπιάν Σαούλ: «“Δεν υπάρχει τεκμήριο του πολιτισμού που να μην είναι ταυτόχρονα και τεκμήριο βαρβαρότητας” λέει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν και, χάριν αυτού, γυρνάμε την πλάτη στον Παρθενώνα και χτίζουμε ένα κτίριο με πολλά διαμερίσματα: τηνπολυκατοικία».
«Οι διαβαθμίσεις της πειθαρχικής κοινωνίας» σχολιάζει από την πλευρά του ο Ντέιβιντ Γουίλαν «είναι ολοφάνερες στη Φωκίωνος Νέγρη. Κάθε πολυκατοικία έχει διπλή είσοδο, η μία πόρτα είναι μεγαλύτερη απ’ την άλλη. Η μεγαλύτερη είσοδος υποδέχεται τους μικροαστούς που επιστρέφουν στα διαμερίσματά τους των επάνω ορόφων. Η χωριστή και λίγο μικρότερη είσοδος ανοίγει για τους ενοίκους της εργατικής τάξης που προσφέρουν υπηρεσίες και ζουν κάτω απ’ το κτίριο. Πρόσφατα μετανάστες από τη Νιγηρία, τη Συρία και το Πακιστάν νοικιάζουν σχεδόν αποκλειστικά αυτά τα υπόγεια διαμερίσματα. Η αρχιτεκτονική όχι μόνο απεικονίζει τον ταξικό και φυλετικό ανταγωνισμό, αλλά και διευκολύνει τον περαιτέρω διαχωρισμό».
Το περιοδικό Flaneur ξεχωρίζει ανάμεσα σε άλλα με ανάλογη ύλη, κι αυτό λόγω της πρωτότυπης ματιάς και της αισθητικής του. Τα μέρη του τεύχους κινούνται ανάμεσα στην ιστορία, την παρατήρηση της καθημερινής κουλτούρας και την τέχνη του λόγου και της εικόνας. Η δομή του περιοδικού, η οργάνωση της ύλης, η σχέση των εικόνων με το κείμενο, οι τίτλοι και τα ονόματα των συγγραφέων, όλα τα στοιχεία που συνήθως κατατοπίζουν τον αναγνώστη και ξεκλειδώνουν τους κώδικες της ερμηνείας, δεν έχουν την τυπική διάταξη που συναντά κανείς στα λογοτεχνικά έντυπα. Το Flaneur θα μπορούσε να είναι ένας εκτενής διαδικτυακός τόπος ή μια ζωντανή καλλιτεχνική έκθεση εικόνας και λόγου. Οι ιστορίες, τα ποιήματα, οι εικόνες και οι χαρακτήρες που κυκλοφορούν στις σελίδες του λειτουργούν σαν ένας μυθικός αφηγητής, ανοίγοντας το παράθυρο της προφορικής ιστορίας του δρόμου και των κατοίκων του.