Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας αυτής της χούφτας των ραγιάδων εξελισσόταν ιδιαιτέρως αρνητικά για την Υψηλή Πύλη, τόσο σε στεριά όσο και θάλασσα, αναγκάζοντάς τον σουλτάνο να καλέσει εσπευσμένα σε βοήθεια τον ικανότατο βαλή Μεχμέτ Αλή.
Στις εκκλήσεις του Μαχμούτ Β, ο χεδίβης (αντιβασιλέας) της Αιγύπτου απέστειλε τον εξίσου αποτελεσματικό στη μάχη γιο του, Ιμπραήμ Πασά, παίρνοντας ως αντάλλαγμα την υπόσχεση για προσάρτηση της Κρήτης και όλης της Πελοποννήσου στην Αίγυπτο μετά την κατάπνιξη της επανάστασης των Ελλήνων.
Το 1825 λοιπόν, μετά τις λαμπρές νίκες των εξεγερμένων που έκαναν τον γύρο της Ευρώπης, ο αιγυπτιακός στόλος αποβίβασε αιφνιδιαστικά στρατεύματα στον Μοριά και η πλάστιγγα έγειρε ξαφνικά υπέρ των Τουρκο-Αιγυπτίων. Ο ελληνικός αγώνας κινδύνευε πλέον ανοιχτά, μετά και την πτώση του Μεσολογγίου, και όλα έδειχναν πως αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το τέλος της Επανάστασης του 1821.
Οι σαρωτικές νίκες του Ιμπραήμ στη στεριά και η παροιμιώδης σκληρότητά του τρόμαξαν τους πάντες, την ίδια ώρα που ο πανίσχυρος τουρκο-αιγυπτιακός στόλος είχε αποκλείσει την Πελοπόννησο στην τελική κίνηση-ματ της Υψηλής Πύλης. Μόνο που ήταν αυτά ακριβώς, οι ωμότητες του Ιμπραήμ, οι σφαγές των Ελλήνων και η πιθανότητα για κατάληψη των δύο γεωστρατηγικά ευαίσθητων περιοχών από τους Αιγύπτιους, που θα ανάγκαζαν τις Μεγάλες Δυνάμεις να αναλάβουν δράση.
Η Ελληνική Επανάσταση έγινε, ακριβώς λόγω της εμπλοκής του Ιμπραήμ και του ενδεχομένου να καταστούν η Κρήτη και ο Μοριάς ορμητήρια του αιγυπτιακού στόλου, πρόβλημα όλης της χριστιανικής Ευρώπης, ένα μείζον γεωπολιτικό ζήτημα που καλούσε σε διπλωματικό συντονισμό και στρατιωτική επέμβαση.
Κι έτσι στις 8 Οκτωβρίου 1827, ο Ιμπραήμ αναγκάστηκε να παρακολουθήσει την ολοσχερή καταστροφή των ναυτικών του δυνάμεων στο Ναβαρίνο, το σημείο καμπής για την πορεία του εθνικοαπελευθερωτικού μας αγώνα, αναγκάζοντας τον Δεριγνύ να παρατηρήσει πως «στην Ιστορία δεν υπήρξε μεγαλύτερη καταστροφή στόλου».
Την επομένη κιόλας Άγγλοι, Γάλλοι και Ρώσοι απαίτησαν από τον Ιμπραήμ, που είχε στο μεταξύ καταφύγει στα βουνά της Μεσσηνίας, να υψώσει λευκή σημαία στα φρούριά του και οι Οθωμανοί αποδέχτηκαν την ανακωχή που υπογράφηκε πάνω στη ναυαρχίδα του Κόδριγκτον.
Αυτό θα ήταν λίγο-πολύ το αίσιο τέλος της Ελληνικής Επανάστασης, καθώς μετά και τη γαλλική Εκστρατεία του Μοριά για τη «διευκόλυνση» της απαγκίστρωσης των αιγυπτιακών δυνάμεων από την περιοχή και τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο, η Υψηλή Πύλη θα απέσυρε τις δυνάμεις της από την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα κατόπιν, εφαρμόζοντας τη Συνθήκη του Λονδίνου (1827), σύμφωνα με την οποία οι Έλληνες θα αποκτούσαν την ανεξαρτησία τους.
Τι απέγινε όμως ο σκληρός αντιβασιλέας της Αιγύπτου μετά τη δράση του στην Ελλάδα;
Ο Ιμπραήμ γεννήθηκε πιθανότατα στην Καβάλα το 1789 ως ο μεγαλύτερος γιος (ίσως και θετός γιος) του βαλή και ανεπίσημου οθωμανού κυβερνήτη (χεδίβη) Αιγύπτου και Σουδάν, Μεχμέτ Αλή Πασά (συχνά και Μωχάμετ Αλή Πασάς). Ο μικρός ήταν σκληρός από παιδί ακόμα και παρά την ανώτερη μόρφωση που έλαβε από ευρωπαίους παιδαγωγούς, τίποτα δεν μαλάκωσε τον αυταρχικό του χαρακτήρα.
Με τον πατέρα του δεν είχαν και τις καλύτερες σχέσεις, ο Ιμπραήμ απέδειξε όμως στο πεδίο της μάχης τις στρατιωτικές του ικανότητες, βοηθώντας τον Μεχμέτ να ολοκληρώσει την κατάληψη της περιοχής εξολοθρεύοντας τους Μαμελούκους που λυμαίνονταν το σουλτανάτο του.
Με τη βοήθεια του γιου του, ο βαλής Μεχμέτ έγινε το αδιαφιλονίκητο αφεντικό της Αιγύπτου, ανεξάρτητος ακόμα και από τον οθωμανό σουλτάνο, καθώς η υποτέλειά του ήταν ουσιαστικά ψευδεπίγραφη. Ο Ιμπραήμ ήταν αυτός που εισηγήθηκε τις ραγδαίες μεταρρυθμίσεις σε στρατό και στόλο, αυτός που προσέλαβε ευρωπαίους συμβούλους και κατέκτησε τελικά τόσα εδάφη και υπέταξε τόσους λαούς που ακόμα και ο Μαχμούτ Β έσπευσε να τον χρίσει πασά της Μέκκας και μέγα βεζύρη.
Και τον έχρισε γιατί επανέφερε στον οθωμανικό ζυγό ατέλειωτα εδάφη, μεταξύ αυτών και την ιερή Μεδίνα…
Τα στρατιωτικά του κατορθώματα ήταν τόσο περιώνυμα στην Υψηλή Πύλη που ο Ιμπραήμ έφτασε ουσιαστικά να κατέχει αντίστοιχα αξιώματα με τον πατέρα του. Μόνο που οι δικές του φιλοδοξίες έφταναν ακόμα και ως την Κωνσταντινούπολη. Τώρα είχε έναν τακτικό στρατό ακόμα και 100.000 ετοιμοπόλεμων αντρών στις διαταγές του και διψούσε για την επόμενη επιχείρησή του.
Η οποία ήρθε το 1824, όταν ο σουλτάνος, σε πρόδηλα δυσχερή θέση να καταστείλει τον ελληνικό αγώνα, απευθύνθηκε στον βαλή της Αιγύπτου για βοήθεια. Αρχές Ιουλίου, ο Ιμπραήμ φόρτωσε στον ισχυρό του στόλο 17.000 άντρες, έχοντας επιτελείς αποκλειστικά γάλλους αξιωματικούς και μετά τις πρώτες ναυμαχίες με τους εξεγερμένους στα νησιά του Αιγαίου, αποβιβάστηκε ανενόχλητος στην Πελοπόννησο τον Φεβρουάριο του 1825.
Κορώνη, Πύλος κι άλλα ελληνικά φρούρια έπεφταν το ένα πίσω από το άλλο και οι επαναστατημένοι Έλληνες είπαν να παραμερίσουν τις διαφορές τους και να βγάλουν από τη φυλακή τον Κολοκοτρώνη, μπας και τον ανακόψουν.
Ο κλεφτοπόλεμος απέδιδε μεν, δεν μπορούσε όμως να τον αναχαιτίσει. Μετά το Μανιάκι και την πτώση της Τριπολιτσάς, έμοιαζε ασταμάτητος, τον σταμάτησε όμως εντυπωσιακά και απροσδόκητα ο Υψηλάντης στα βαλτοτόπια των Μύλων. Κατόπιν απέτυχε τρεις φορές να καταλάβει τη Μάνη, άφηνε όμως πίσω του τη γη καμένη και τους πληθυσμούς σφαγιασμένους.
Οι ολέθριες συνέπειες για το ελληνικό ζήτημα αποφεύχθηκαν διά της διπλωματικής οδού και ο ενωμένος στόλος Άγγλων, Γάλλων και Ρώσων έσωσαν την παρτίδα το 1827 στην περίφημη Ναυμαχία του Ναβαρίνου. Οι Μεγάλες Δυνάμεις άλλαξαν πολιτική και ο χρόνος άρχισε να μετράει αντίστροφα για τον Ιμπραήμ…
Τι απέγινε ο αντιβασιλέας της Αιγύπτου
Ο Μεχμέτ Αλή υπέγραψε με τους Άγγλους τη Συνθήκη της Αλεξάνδρειας (Αύγουστος του 1828) για την αιγυπτιακή αποχώρηση από τον Μοριά και οι Γάλλοι απέστειλαν ένα εκστρατευτικό σώμα μερικών χιλιάδων αντρών για να σιγουρευτούν πως οι όροι της ιουλιανής συμφωνίας του Λονδίνου θα τηρούνταν κατά γράμμα.
Παρά τα διπλωματικά παιχνίδια Άγγλων και Γάλλων, ένα ήταν σαφές: ο Ιμπραήμ δεν είχε περιθώρια αντίδρασης. Αρχές Σεπτεμβρίου επιβίβασε τους άντρες του στα πλοία και αναχώρησαν από τον ελλαδικό χώρο, υπό την όχι και τόσο διακριτική συνοδεία των Μεγάλων Δυνάμεων: «Και οι νικηταί επιστρέφουσιν ηττημένοι από την καρτερίαν των Πελοποννησίων», γράφει χαρακτηριστικά ο αγωνιστής και πολιτικός αργότερα Νικόλαος Σπηλιάδης στα «Απομνημονεύματά» του.
Ο δαφνοστεφής ως την εμπλοκή του με το ελληνικό ζήτημα Ιμπραήμ ήταν τώρα πιο πεισμωμένος από ποτέ, καθώς η αποτυχία του στην Πελοπόννησο αμαύρωσε το όνομά του. Φιλόδοξος καθώς ήταν, ναυπήγησε νέα πλοία, εξόπλισε καλύτερα τον στρατό του και ως το 1831 ήταν ξανά έτοιμος για πόλεμο.
Μόνο που τώρα στράφηκε κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας! Τον Οκτώβριο αυτής της χρονιάς εισέβαλε από στεριά και θάλασσα στην οθωμανική Συρία προκαλώντας διπλωματικό επεισόδιο με την Υψηλή Πύλη που θα κατέληγε τελικά σε ολομέτωπο πόλεμο. Ο Ιμπραήμ άρχισε να μετρά τώρα τη μία νίκη πίσω από την άλλη κατά των πρώην συμμάχων του και το 1832 τού ανήκει εξολοκλήρου, καταλαμβάνοντας Συρία και Παλαιστίνη.
Οι Οθωμανοί συνετρίβησαν από τον στρατό του σε δύο αποφασιστικής σημασίας μάχες στη Μικρά Ασία και τώρα ο δρόμος για την Κωνσταντινούπολη ήταν διάπλατα ανοιχτός! Η μάχη στο Ικόνιο ήταν ο μεγάλος θρίαμβός του, όταν με 15.000 άντρες έκανε τους 80.000 του μεγάλου βεζύρη να τραπούν σε άτακτη φυγή.
Κανείς δεν ξέρει αν θα τα κατάφερνε, γιατί αναγκάστηκε τελικά να σταματήσει, μετά και τις υποδείξεις των γάλλων συμμάχων του και τις αυστηρές προειδοποιήσεις Άγγλων και Ρώσων. Ο τσάρος Νικόλαος Α? έσπευσε εξάλλου να αποστείλει δυνάμεις στην Ανατολία για να βοηθήσει τους Τούρκους και να αποθαρρύνει την περαιτέρω προέλαση του Ιμπραήμ. Οθωμανικός στρατός ικανός να τον ανακόψει δεν υπήρχε πάντως μεταξύ Ικονίου, όπου είχε στρατοπεδεύσει, και Κωνσταντινούπολης.
Την παρτίδα για την Κωνσταντινούπολη έσωσε η Συνθήκη της Κιουτάχειας (Μαΐος του 1833), που έδωσε τέλος στον Α? Τουρκο-Αιγυπτιακό Πόλεμο (1831-1833) και εκχώρησε στον αντιβασιλέα πλέον Ιμπραήμ όλη τη Συρία και τα Άδανα. Η συνθήκη δεν άφηνε όμως κανένα από τα δύο μέλη ικανοποιημένα και η κατάσταση δεν θα αποκλιμακωνόταν επαρκώς.
Ο Μεχμέτ Αλή και ο Ιμπραήμ ήταν μόνο κατ? όνομα υποτελείς στον σουλτάνο, και πάλι όμως δεν ήταν ευχαριστημένοι. Κι έτσι έξι χρόνια αργότερα θα κήρυτταν την ανεξαρτησία τους από την Υψηλή Πύλη, πυροδοτώντας αυτό που θα έμενε γνωστό ως Β? Τουρκο-Αυγυπτιακός Πόλεμος (1839-1841).
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία συντρίφτηκε για άλλη μια φορά από τις δυνάμεις του Ιμπραήμ στη Μάχη του Νεζίμπ τον Ιούνιο του 1839, τον τελευταίο του μεγάλο θρίαμβο, και ήταν πια στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Την ώρα που το οθωμανικό ναυτικό έπλεε τον Ιούλιο στην Αλεξάνδρεια για να παραδοθεί στον Μεχμέτ Αλή, ήταν και πάλι οι Μεγάλες Δυνάμεις αυτές που θα ανέκοπταν τη νέα αιγυπτιακή προέλαση στα οθωμανικά εδάφη.
Η Κωνσταντινούπολη ήταν μάλιστα και πάλι ορθάνοιχτη για τον Ιμπραήμ, που είχε μετατραπεί ξαφνικά σε αφέντη όλης της ανατολικής Μεσογείου. Ο Μαχμούτ Β? πέθανε εντωμεταξύ και δεν έζησε τη νέα απειλή για την πρωτεύουσά του. Αγγλία, Αυστρία και Ρωσία μπήκαν όμως στο παιχνίδι με τον στόλο τους, ανέκοψαν τη θαλάσσια επικοινωνία Μεχμέτ και Ιμπραήμ και πέρασαν στην αντεπίθεση, θέλοντας να αποτρέψουν τον περαιτέρω διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Από τον Σεπτέμβριο ως τον Νοέμβριο του 1840, ο κοινός βρετανικός και αυστριακός στόλος είχαν αποκλείσει την ανατολική Μεσόγειο, την ίδια ώρα που οι βρετανικές χερσαίες δυνάμεις καταλάμβαναν τη Βηρυτό και την Άκρα. Με τον ναυτικό αποκλεισμό και της Αλεξάνδρειας, οι Βρετανοί κατάφεραν να πιέσουν τον Μεχμέτ Αλή σε συνθήκη.
Οι Αιγύπτιοι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν όλη τη Συρία στην καταβεβλημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως και τον οθωμανικό στόλο, με αντάλλαγμα την αυτονομία τους. Ως τον Φεβρουάριο του 1841, ο Ιμπραήμ και τα στρατεύματά του είχαν επιστρέψει στο Κάιρο.
Πραγματικός αντιβασιλέας της Αιγύπτου έγινε ο Ιμπραήμ μόνο τον Σεπτέμβριο του 1848, όταν ο πατέρας του γέρασε τόσο που δεν μπορούσε να ασκήσει τα καθήκοντά του. Πώς θα διοικούσε τα εδάφη του δεν το ξέρουμε, καθώς έμελλε να κρατήσει το τιμόνι της Αιγύπτου μόλις για 40 ημέρες. Η δεκαετής σχεδόν διακυβέρνησή του στη Δαμασκό δεν είχε τίποτα το αξιόλογο να επιδείξει. Εκτός ίσως από την προσέλκυση στην περιοχή ευρωπαίων εμπόρων και ιεραποστόλων.
Ο Ιμπραήμ ήταν συγκεντρωτικός ως βαλής και σαφώς λιγότερο φωτισμένος ως ηγεμόνας από τον πατέρα του. Το δικό του προνομιακό πεδίο ήταν ο πόλεμος και όχι η ειρήνη. Το 1846, όταν έκανε ένα πέρασμα από τη Δυτική Ευρώπη, οι περισσότεροι τον υποδέχτηκαν περισσότερο με δυσπιστία παρά με σεβασμό.
Παρά τις θεραπείες για τη φυματίωση που τον ταλαιπωρούσε εδώ και χρόνια και το ταξίδι του στην Ιταλία για να τον κουράρουν οι εκεί γιατροί, ο Ιμπραήμ Πασάς πέθανε στις 10 Νοεμβρίου 1848.
Οι εκτεταμένες εκστρατείες του στη Μεσόγειο και οι εμφατικές του νίκες τον είχαν μετατρέψει σε μια από τις ηγετικές μορφές στη Μέση Ανατολή του 19ου αιώνα. Ήταν ο άνθρωπος που κατάφερε να κάνει τη χώρα του ανεξάρτητη από τον οθωμανικό ζυγό, γράφει το newsbeast.gr