Ο θρυλικός Γέρος του Μοριά και ένδοξος αρχιστράτηγος του Αγώνος για την Εθνική Παλιγγενεσία μας (1821) δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις μεταξύ των επιγόνων και συμπατριωτών μας.
Το συντομώτερο βιογραφικό σημείωμα που θα μπορούσαμε να του αποδώσουμε ίσως ανέγραφε τα εξής: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, του Κωνσταντίνου και της Ζαμπίας το γένος Κωτσάκη, γεννηθείς στις 3 Απριλίου 1770 σε ένα από τα κρησφύγετα της οικογένειας, εις παλαιάν Μεσσηνίαν, «σ’ ένα βουνό, εις ένα δέντρο από κάτω, ονομαζόμενον Ραμοβούνι», με καταγωγή από το χωριό Λιμποβίσι της ορεινής Αρκαδίας, και αποθανών στις 3 Φεβρουαρίου 1843 στην Αθήνα. Ο επονομαζόμενος «γέρος» ήδη από τη νεότητά του λόγω των σοφών αποφάσεών του υπηρέτησε με τη ζωή του το όραμα της ανάστασης του Γένους, ώσπου να το δεί να γίνεται πράξη. Μάλιστα, το πιο γνωστό από τα λεγόμενα ηρωικά δημοτικά άσματα της γενιάς των Κολοκοτρωναίων είναι το ακόλουθο, που περιγράφει την κλεφταρματολική δραστηριότητά τους:
Λάμπει ο ήλιος στα βουνά, λάμπει και στα λαγκάδια,
λάμπει και στ’ Αρκουδόρεμα, στο δόλιο Λιμποβίσι.
‘Εκεί ’ναι οι κλέφτες οι πολλοί, οι Κολοκοτρωναίοι·
με τα χρυσά τους τα κουμπιά, τις ασημένιες πάλες,
οπού δεν καταδέχονται τη γης να την πατήσουν.
Καβάλα παν’ στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε,
καβάλα πήγαν κι έκατσαν στον Άγιο-Λιά στη ράχη,
κι αγνάντεψαν την Τρίπολι κι ακόνισαν τις σπάθες.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1833 συνελήφθη, στις 30 Απριλίου άρχισε η δίκη του, στις 25 Μαΐου 1834 καταδικάστηκε εις θάνατον, δύο ημέρες μετά μετριάστηκε η ποινή του σε εικοσαετή κάθειρξη και στις 27 Μαΐου του επομένου έτους αποφυλακίστηκε.
Η γνωστή ομιλία του προς τους γυμνασιόπαιδες στην Πνύκα αποτελεί την πνευματική παρακαταθήκη του προς τη νέα γενιά. Η ομιλία αυτή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη πραγματοποιήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1838 και δημοσιεύθηκε στην εφημ. Αιών στις 13 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, εφημερίδα που εξέδιδε ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων. Αποφασίσαμε να ανατυπώσουμε τη σπουδαία ομιλία του Κολοκοτρώνη, με βαθύτατο αίσθημα σεβασμού προς τη μνήμη του ανθρώπου αυτού που θυσίασε τη ζωή του και τα όνειρά του για την ευόδωση της Ελληνικής Επανάστασης. Η συγκίνηση κάθε αληθινού πατριώτη και σκεπτομένου συμπολίτη μας επιτείνεται από τις αναφορές του Κολοκοτρώνη στα κίνητρα των αγωνιστών της Επαναστάσεως και στα μηνύματα προς την ελληνική νεολαία. «Να σκλαβωθήτε εις τα γράμματά σας […] Η προκοπή σας και η μάθησή σας να μην γίνει σκεπάρνι μόνο διά το άτομό σας, αλλά να κοιτάζει το καλό της Κοινότητος, και μέσα εις το καλό αυτό ευρίσκεται και το δικό σας». Τέτοια λόγια πρέπει και σήμερα όσοι έχουμε δημόσιο λόγο να μοιραζόμαστε με τα παιδιά μας και τους μαθητές μας. Γι’ αυτό τα συνυπογράφουμε με τη συναίσθηση της μεγαλόπνοης ελληνικής ιστορίας που θα σταθεί κριτής μας ακόμη και για όσα δεν τους είπαμε, ενώ θα έπρεπε, καθώς και για όσα τους χρωστούμε. Ποια σημαντικότερη διαθήκη, άραγε, τους οφείλουμε, από την ελεύθερη γλώσσα των προγόνων μας και την ανεκτίμητη παιδεία που εκείνοι υπερασπίστηκαν ως δικαίωμα και αίρεσιν βίου;
Ο Μητροπολίτης
† Ο Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού Κύριλλος
Η απόφαση του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη
να μιλήσει στους νέους
(13 Nοεμβρίου 1838)
«Πανταχού εξεφράζετο η αποδοκιμασία του κυβερνητικού συστήματος, και ο πόθος προς το Σύνταγμα οσημέραι εγίνετο ζωηρότερος. Δεν ήτο πλέον η νέα γενιά, οι σπουδασταί του Γυμνασίου και του Πανεπιστημίου της πρωτευούσης, οι συνεχώς επιδεικνύοντες τα τοιαύτα ευγενή αισθήματα, ήσαν και διδάσκαλοι και καθηγηταί και προύχοντες πολιτικοί και στρατιωτικοί, και ιερείς και αρχιερείς. Ο γέρων Κολοκοτρώνης, ο ούτω πολύ περιποιούμενος παρά του Μονάρχου Όθωνος, ελθών μίαν των ημερών εις το Γυμνάσιον, και ακροασθείς την διδασκαλίαν του Γυμνασιάρχου Γενναδίου, αναπτύσσοντος τεμάχιόν τι δημηγορίας εκ της ιστορίας του Θουκυδίδου, επί τοσούτον ενθουσιάσθη όπως και ούτος ομιλήση εις την νέαν γενεάν υπέρ Πατρίδος, ώστε παρεκάλεσε τον Γυμνασιάρχην να συναθροίση τους μαθητάς πάντας εκτός της πόλεως εις την Πνύκα, ίνα εκφωνήση και ο μακάριος Γέρων Κολοκοτρώνης λόγον προς την νεολαίαν. Ο ένθους αληθούς πατριωτισμού αείμνηστος Γεννάδιος εξετέλεσε την επιθυμίαν του σεβαστού Γέροντος και την παραμονήν της εορτής των Ταξιαρχών, ειδοποιήθησαν πάντες οι μαθηταί του Γυμνασίου να συναθροισθώσιν εις το κατάστημα αυτού επί τω λόγω ότι θέλει τοις δειχθή τι περίεργον.
»Η αναπτυχθείσα περιέργεια την επιούσαν εφείλκυσε πάντας εις το Γυμνάσιον, και συν αυτοίς και πλήθος άλλων περιέργων· επληρώθη το κατάστημα προσώπων, ότε πάντες οι καθηγηταί και διδάσκαλοι συνήλθον, και μετ’ ολίγον ιδού έρχεται και ο Γέρων Κολοκοτρώνης ενδεδυμένος το ερυθρούν φόρεμά του· το πλήθος διεχωρίσθη αυτομάτως και ο σεβαστός Γέρων διελθών ανέβη προς τους καθηγητάς. Μετ’ ολίγον ο Γυμνασιάρχης αποτεινόμενος προς το πλήθος εκ του θαλάμου, είπεν· «Ακολουθείτε, δείξομεν υμίν περίεργόν τι». Κατέβησαν τας κλίμακας και εν τω μέσω έχοντες τον Γέροντα εξήλθον διευθυνόμενοι προς τον λεγόμενον ναόν του Αιόλου, και εκείθεν διευθύνθησαν εις την Πνύκα προς ουδένα γνωστού όντος που διευθύνοντο· το έκτακτον φαινόμενον τούτο εφείλκυσε το περίεργον πλήθος.
»Ούτως αφιχθέντες εις Πνύκα, μετά μικράν ανάπαυλαν ανίσταται ο Γέρων, πατών επί του βήματος της Πνυκός, και ήρξατο εκφωνών λόγον, αποτεινόμενος προς την νεολαίαν. Αφ’ ου εξιστόρησε τα της τουρκικής δουλείας, τας ιδέας και τα περί αυτονομίας αισθήματα των ανδρών της εποχής εκείνης, εξιστόρησε τα του ιερού αγώνος και το αίσθημα των Ελλήνων προς την ισονομίαν και τα περί της τότε πολιτικής καταστάσεως κ.λπ. Αίφνης αναφαίνεται σμήνος χωροφυλακής, έρχεται και διαλύει την συνάθροισιν. Ο δε Κολοκοτρώνης διαβληθείς τω Βασιλεί, μικρού δέοντος να υποστή δεινά, εάν ο φιλόπατρις Γυμνασιάρχης Γεννάδιος και άλλοι καθηγηταί δεν παρίστανον τω Βασιλεί το αθώον της πράξεως».
(Βλ. Ιωάννου Π. Πύρλα, Περί του εν Ελλάδι αρμοδίου πολιτεύματος υπό φυσικήν έποψιν, Τύποις του Φωτός,
Εν Αθήναις, 1867, σσ. 31-32)
Ο λόγος προς τους Γυμνασιόπαιδες στην Πνύκα
Παιδιά μου!
Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ᾿ αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ᾿ αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και διά την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και διά τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, διά ταύτα σας λέγουν καθ’ ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.
Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ᾿ απλούς ανθρώπους, χωρικούς και ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.
Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι και τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ο,τι ημπορούσαν, διά να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ᾿ εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [αντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, και του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ο,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγόν έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ημέρα χειρότερα· διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, η εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του η εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού απελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Και τοιουτοτρόπως κάθε ημέρα ο λαός ελίγνευε και επτώχαινε.
Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νού να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.
Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.
Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δυό χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μίαν αρμάδα. Αλλά δεν εβάσταξεν. Ηλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάμωμε; Είχαμε και αυτουνών την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια, και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια.
Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους, η να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλλε τον Γιάννη. Και μ’ αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθελε ούτε να συνδράμει ούτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό και μίαν κεφαλή. Αλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε, και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο, και ο άλλος το άλλο. Ίσως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά την γνώμη του. Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει. Ο ένας λέγει, ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει εις το ανατολικό μέρος, ο άλλος εις το αντικρυνό, και ο άλλος εις τον Βορέα, σαν να ήτον το σπίτι εις τον αραμπά, και να γυρίζει, καθώς λέγει ο καθένας. Με τούτο τον τρόπο δεν κτίζεται ποτέ το σπίτι, αλλά πρέπει να είναι ένας αρχιτέκτων, οπού να προστάζει πως θα γενεί. Παρομοίως και ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν. Αλλ’ επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξ αιτίας της διχόνοιας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε, και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.
Εις αυτή την κατάσταση έρχεται ο βασιλεύς, τα πράγματα ησυχάζουν, και το εμπόριο και η γεωργία, και οι τέχνες αρχίζουν να προοδεύουν, και μάλιστα η παιδεία. Αυτή η μάθησις θα μας αυξήσει και θα μας ευτυχήσει. Αλλά διά να αυξήσομεν, χρειάζεται και η στερέωσις της πολιτείας μας, η οποία γίνεται με την καλλιέργεια και με την υποστήριξη του Θρόνου. Ο βασιλεύς μας είναι νέος και συμμορφώνεται με τον τόπο μας· δεν είναι προσωρινός, αλλ’ η βασιλεία του είναι διαδοχική, και θα περάσει εις τα παιδιά των παιδιών του, και με αυτόν κι εσείς και τα παιδιά σας θα ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ Πίστεως και έπειτα υπέρ Πατρίδος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάττουν μια Θρησκεία. Και αυτοί, οι Εβραίοι, οι οποίοι κατατρέχοντο και μισούντο και από όλα τα έθνη, μένουν σταθεροί εις την πίστη τους.
Να μην έχετε πολυτέλεια, να μην πηγαίνετε εις τους καφενέδες και εις τα μπιλιάρδα. Να δοθήτε εις τας σπουδάς σας, και καλλίτερα να κοπιάσετε ολίγον δύο και τρεις χρόνους, και να ζήσετε ελεύθεροι εις το επίλοιπο της ζωής σας, παρά να περάσετε τεσσάρους-πέντε χρόνους τη νεότητά σας, και να μείνετε αγράμματοι. Να σκλαβωθήτε εις τα γράμματά σας. Να ακούετε τας συμβουλάς των διδασκάλων και γεροντοτέρων, και, κατά την παροιμία, «μύρια ήξευρε και χίλια μάθαινε». Η προκοπή σας και η μάθησή σας να μην γίνει σκεπάρνι μόνο διά το άτομό σας, αλλά να κοιτάζει το καλό της Κοινότητος, και μέσα εις το καλό αυτό ευρίσκεται και το δικό σας.
Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και διά τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοί σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, διά να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ’ ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ημέρα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, διά να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία. Τελειώνω το λόγο μου. Ζήτω ο βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!
Προσφορά στους μαθητές και μαθήτριες των Σχολείων
της Μητροπολιτικής μας περιφερείας.
Με πατρικές ευχές και ευλογίες
Ο Μητροπολίτης
† Ο Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού ΚΥΡΙΛΛΟΣ