Ο άγνωστος θεμελιωτής της Επτανησιακής Σχολής που μελοποίησε τη σολωμική ποίηση
Οι γνώσεις μας για τον άνθρωπο που μας έκανε να σηκωνόμαστε όρθιοι όταν ακούμε το πατριωτικό «σε γνωρίζω από την κόψη» εξαντλούνται στις πρώτες μελοποιημένες στροφές του σολωμικού ποιήματος «Ύμνος εις την Ελευθερίαν».
Κι όμως, ο επτανήσιος μουσουργός ήταν μια από τις πλέον φωτισμένες προσωπικότητες της Ελλάδας του καιρού του που τόσο ακάματα δούλεψε για τη μουσική παιδεία του τόπου και το γεγονός ότι παραμένει παντελώς άγνωστος στη χώρα του μόνο ως τραγική ειρωνεία μπορεί να ιδωθεί.
Ή ως ιστορική παράλειψη του ελληνικού κράτους.
Ο ηγέτης της λεγόμενης «Επτανησιακής Σχολής» όταν δεν έδινε στον τόπο τον εθνικό του ύμνο, εργαζόταν για τη διάδοση της μουσικής στην Ελλάδα και έβαζε τα θεμέλια για την εισαγωγή της δυτικότροπης μουσικής στη χώρα.
Πέρα από αυτά, έχει στο ενεργητικό του και μια σειρά από πρωτιές, όντας ο μουσουργός της πρώτης σωζόμενης όπερας έλληνα δημιουργού (Don Crepuscolo του 1815), του πρώτου γνωστού έργου σε ελληνική γλώσσα για φωνή και ορχήστρα (Aria Greca του 1827), των πρώτων γνωστών ελληνικών έργων για κουαρτέτο εγχόρδων (Partimenti του 1850), του πρώτου ελληνικού πιανιστικού ρεπερτορίου, του πρώτου ελληνικού έργου σε μορφή φούγκας, της πρώτης μνημονευόμενης ελληνικής συμφωνίας (αν και χαμένης), καθώς και ο συγγραφέας του πρώτου δοκιμίου μουσικής ανάλυσης («Rapporto» του 1851) αλλά και των πρώτων μουσικοπαιδαγωγικών συγγραμμάτων στην Ελλάδα!
Εκατόν τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό του, ο Κερκυραίος Νικόλαος Χαλικιόπουλος-Μάντζαρος παραμένει ουσιωδώς άγνωστος, εκτός από την αρχή της πρώτης μελοποίησης του σολωμικού «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» φυσικά, της γνωστότερης αναμφίβολα αλλά όχι και της σημαντικότερης σύνθεσής του.
Ο Μάντζαρος υπέκυψε στο βάρος της σολωμικής δημιουργίας και ήταν ακριβώς η σύνδεση του ονόματός του με τον ογκόλιθο των ελληνικών γραμμάτων που ευθύνεται για την εθνική μας παράλειψη να μην ξέρουμε τίποτα για το πλούσιο, πολυσχιδές και καινοτόμο ιστορικά έργο του. Είναι κρίμα ο άνθρωπος που ενσάρκωσε την ίδια τη νεοελληνική μουσική παράδοση να περιορίζεται στον ασφυκτικό ρόλο του εθνικού μας συνθέτη, καθώς ο μεγάλος χαμένος δεν είναι άλλος από μας.
Η μουσική του χαρακτηρίζεται από τους ειδικούς εξαίσια, αρμονικά εντεταγμένη στην εποχή της αλλά και τον γεωγραφικό χώρο που τη γέννησε, καθώς ο Μάντζαρος μπόλιασε δημιουργικά τα διαφορετικά και κυρίαρχα ευρωπαϊκά ρεύματα της εποχής συγχωνεύοντας ιταλικά, γερμανικά και γαλλικά στοιχεία με την ιδιαίτερη κερκυραϊκή παράδοση…
Πρώτα χρόνια
Ο Νικόλαος Χαλικιόπουλος-Μάντζαρος γεννιέται στις 26 Οκτωβρίου 1795 στην Κέρκυρα ως γόνος ευκατάστατης και αριστοκρατικής οικογένειας του νησιού: ο πατέρας του ήταν νομομαθής νομικός και η φαμίλια μετρούσε διαπρεπείς προσωπικότητες της Κέρκυρας, όπως ο πρώτος αρχιεπίσκοπος του νησιού.
Μεγαλώνοντας στις ανέσεις της μεγαλοαστικής τάξης, ο Νικόλαος λαμβάνει την ανώτερη μόρφωση της εποχής και εντρυφεί στη μουσική ήδη από τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Δάσκαλοί του ήταν γνωστοί κερκυραίοι και ναπολιτάνοι μουσικοί, οι οποίοι αναγνώρισαν το ταλέντο του και τον προέτρεψαν να αφιερωθεί στη σύνθεση.
Πριν τα κάνει βέβαια όλα αυτά, ο Μάντζαρος παντρεύτηκε στα 18 του (1813) την κόρη του δούκα Αντωνίου Ιουστινιάνη, Μαριάννα, με την οποία απέκτησε τελικά τρεις κόρες και δύο γιους, παίρνοντας ταυτοχρόνως και τίτλο ευγενείας (αν και κατείχε ήδη τον κληρονομικό τίτλο του ιππότη).
Δύο χρόνια αργότερα, παρουσιάζει στο φιλόμουσο κοινό της Κέρκυρας τις πρώτες του συνθέσεις και φεύγει αμέσως για την Ιταλία, ώστε να διευρύνει τους μουσικούς του ορίζοντες και να επεκτείνει τις γνώσεις του. Από το 1819-1826, όταν και εγκαταστάθηκε οριστικά πια στο νησί του Ιονίου, ο Μάντζαρος πέρασε μεγάλα διαστήματα στο σπουδαίο Βασιλικό Ωδείο της Νάπολης, όπου απέκτησε και την πρώτη του φήμη…
Μεγάλος συνθέτης
Ο Μάντζαρος απέκτησε γρήγορα τη φήμη του διαπρεπή μουσουργού αλλά και του δασκάλου, καθώς ήταν μεγάλος γνώστης τόσο της κλασικής μουσικής όσο και της ιταλικής παράδοσης. Οι Ιταλοί προσπάθησαν να τον κρατήσουν στη χώρα τους προσφέροντάς του θέσεις σε μεγάλα ωδεία αλλά και συμφωνικές ορχήστρες, δίνοντάς του ακόμα και τη διεύθυνση της Μουσικής Σχολής του Μιλάνου αλλά και του Ωδείου της Νάπολης!
Ο πατριώτης όμως μουσουργός ήθελε να εργαστεί στην πατρίδα του και απέρριψε κάθε πρόταση, καθώς το πρώτο του μέλημα ήταν η μουσική παιδεία των Ελληνόπουλων! Επέστρεψε έτσι στην Κέρκυρα και άρχισε να παραδίδει μαθήματα μουσικής θεωρίας στο σπίτι του και μάλιστα δωρεάν, ώστε να προσελκύσει ακόμα και παιδιά που δεν είχαν τη δυνατότητα να πληρώνουν το ωδείο.
Λίγο αργότερα ίδρυσε τη Φιλαρμονική Εταιρεία Κέρκυρας (1840), την οποία υπηρέτησε και από τη θέση του ισόβιου καλλιτεχνικού διευθυντή. Πέρα από το σπουδαίο μουσικό έργο που άφησε κληρονομιά στον τόπο, ο Μάντζαρος εκπαίδευσε όλη την κατοπινή γενιά των επτανήσιων μουσικών (Καρρέρ, Λαμπελέτ, Ξύνδας, Δομενιγίνης κ.ά), γι’ αυτό και εμφανίζεται ως ιδρυτής της λεγόμενης «Επτανησιακής Σχολής». Το εκπαιδευτικό του έργο λογίζεται κατακλυσμιαίο στην επίδρασή του στη μουσική του τόπου μας, αφού και πάλι αυτός εισήγαγε τη δυτικότροπη κλασική μουσική στα ελληνικά πράγματα.
Ενδεικτικό της ανιδιοτελούς προσωπικότητάς του, η οποία μαγνήτιζε την πνευματική ελίτ της Κέρκυρας και φίλοι του ήταν όλοι οι σημαίνοντες άντρες του νησιού, ήταν το γεγονός ότι ποτέ δεν θεώρησε τον εαυτό του επαγγελματία μουσικό, διατεινόμενος πάντα ότι παρέμενε ένας ερασιτέχνης λάτρης της μουσικής. Και επειδή ήταν ακριβώς ερασιτέχνης, αρνήθηκε σθεναρά να αμειφθεί για τη μουσική δουλειά του καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του! Ο Διονύσιος Σολωμός ήταν στενός του φίλος και ήταν αυτή η σχέση που θα απέδιδε τον εθνικό μας ύμνο…
Σημαντικά έργα
Είναι γεγονός ότι οι πρώτοι έλληνες μουσουργοί έζησαν και δημιούργησαν τον 19ο αιώνα στα ελεύθερα Επτάνησα και ήταν αυτοί που έφεραν σε επαφή το αφυπνιζόμενο έθνος με το ευρωπαϊκό πνεύμα. Εδώ δημιουργείται η πρώτη κίνηση έντεχνης μουσικής στην Ελλάδα, η Επτανησιακή Σχολή, ως η μοναδική ίσως φορά που η νεοελληνική μουσική συμβάδισε με την τρέχουσα ευρωπαϊκή παραγωγή. Κινητήριος μοχλός στη δημιουργία της νεότερης ελληνικής μουσικής δεν ήταν άλλος από τον Νικόλαο Χαλικιόπουλο-Μάντζαρο.
Η ευρύτατη μουσική παιδεία του Μάντζαρου ήταν άμεσα συνυφασμένη με τις περιπέτειες της πατρίδας του και την αλλαγή χεριών του ιδιοκτησιακού της καθεστώτος, κάτι που έζησε ο συνθέτης στο πετσί του. Γεννήθηκε εξάλλου τη χρονιά που κατέφτασε στην Κέρκυρα ο τελευταίος ενετός κυβερνήτης των Ιονίων Νήσων, ήταν μόλις 2 ετών (1797) όταν πήρε τέλος η μακρόχρονη Βενετοκρατία και στην Κέρκυρα αποβιβάστηκαν τώρα οι δημοκρατικοί Γάλλοι. Στα 5 του χρόνια (1800), με τη σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, τα εφτά νησιά αναγνωρίστηκαν ως ενιαίο κράτος με το όνομα «Πολιτεία των Επτά Ενωμένων Νησιών» ή «Επτάνησος Πολιτεία» και όταν ήταν 12 ετών (1807) έληξε η μικρή ρωσοτουρκική παρένθεση και στην Κέρκυρα αποβιβάστηκαν τώρα οι αυτοκρατορικοί Γάλλοι του Βοναπάρτη!
Ο Μάντζαρος ήταν στα 19 του όταν υποχρεώθηκαν οι Γάλλοι (1814) να παραδώσουν τα Ιόνια Νησιά στους Βρετανούς (συνθήκη των Παρισίων), τα οποία ονομάστηκαν τώρα «Ηνωμένες Πολιτείες των Ιονίων Νήσων» («Ιόνιο κράτος»). Στα 35 του είδε να γεννιέται το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος και στα 69 του να γίνεται πραγματικότητα η πολυπόθητη ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα.
Μέσα στις κοσμογονικές αυτές αλλαγές ήταν που ανδρώθηκε μουσικά ο Μάντζαρος και γεννήθηκε μέσα του η ανάγκη για ιδιαίτερη ελληνική μουσική.
Το έργο του καλύπτει και ανακεφαλαιώνει το κενό του μπαρόκ και του κλασικισμού που δεν βίωσε η ελληνική μουσική λόγω της Τουρκοκρατίας.
Το εθνικό του όραμα ήταν η δημιουργία μιας γενιάς μουσικών διαφωτιστών γι’ αυτό και επιδόθηκε σε σοβαρό παιδαγωγικό έργο, συγγράφοντας τα πρώτα θεωρητικά συγγράμματα στη νεότερη Ελλάδα και κάνοντας τις πρώτες μουσικολογικές έρευνες, φιλοτεχνώντας ένα άλμπουμ με «Λαϊκά Μοτίβα της Κέρκυρας».
Στα κορυφαία έργα του περιλαμβάνονται η κωμική πράξη «Don Crepuscolo» (χρονολογία χειρογράφου 1815), η άρια «Sono inquieto ed agitato» (1815), η άρια και ρετσιτατίβο «Bella speme lusinghera» (1815), η άρια «Come augellin che canta» (1815), το ντουέτο «Si ti credo amato bene» (1818), η καντάτα «L’Aurora» (1818), η καντάτα «Ulisse agli Elisi» (1820), τα αχρονολόγητα «Aria cantata dall’ ombra di Patroclo nell sogno di Achille» και «Cantata con cori» και η μοναδική άρια γραμμένη σε ελληνικό κείμενο «Aria Greca».
Ο Μάντζαρος έγραψε και πολλά «θεατρικά» έργα (μεταξύ 1815- 1827), που ανέδειξαν τις εξαιρετικές ενορχηστρωτικές ικανότητές του, σε ένα ύφος που αναμειγνύει κλασικά στοιχεία με ήχους του πρώιμου γερμανικού και ιταλικού ρομαντισμού. Με το έργο του εδραίωσε τη μουσική Κέρκυρα του 19ου αιώνα ως την πατρίδα της πρώτης ελληνικής μουσικής ιδιοπροσωπίας.
Και βέβαια άφησε παρακαταθήκη και τις Δώδεκα Φούγκες του, ως μάστορας της αντίστιξης καθώς ήταν, βάζοντας τα θεμέλια της πολυφωνικής μουσικής.
Οι Δώδεκα Φούγκες γράφτηκαν σε ιταλική ποίηση για μικτή χορωδία με συνοδεία πιάνου και εκδόθηκαν στη Νάπολη τον Αύγουστο του 1826. Σύμφωνα με το γράμμα του Μάντζαρου που συνοδεύει την έκδοση, οι φούγκες χρησιμοποιούσαν ως δομική μουσική αφετηρία θέματα από τα Partimenti του μεγάλου δασκάλου του Zingarelli. Τέτοια ήταν η σπουδαιότητά τους που οι φούγκες του Μάντζαρου χρησίμευσαν ως μέσο εκμάθησης της αντίστιξης στο Ωδείο της Νάπολης για περίπου είκοσι χρόνια.
Το συνθετικό του έργο, ένα μικρό τμήμα του οποίου διασώθηκε , περιλαμβάνει ακόμη συμφωνίες, εκκλησιαστική μουσική, έργα για πιάνο, εμβατήρια και ύμνους…
Η μελοποίηση της σολωμικής ποίησης
Τον Δεκέμβριο του 1828 ο Διονύσιος Σολωμός εγκαθίσταται οριστικά στην Κέρκυρα και σύντομα θα συνδεθεί με τον Μάντζαρο με βαθιά φιλία. Ο συνθέτης εκτιμούσε εξάλλου πολύ το έργο του εθνικού μας ποιητή, γι’ αυτό και μελοποίησε ολόκληρο τον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν» -σε τέσσερις μάλιστα διαφορετικές γραφές-, από τον οποίο οι δύο πρώτες στροφές καθιερώθηκαν ως Εθνικός Ύμνος της Ελλάδας το 1865. Ο μουσουργός έγραψε μουσική και για άλλα ποιήματα του Σολωμού («Φαρμακωμένη», «Ύμνος εις τον Μπάιρον», «Αυγούλα» και «Ξανθούλα»).
Ο Μάντζαρος μελοποίησε τον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν» σε δύο διαφορετικές ολοκληρωμένες μελοποιήσεις και πολλές ακόμη αποσπασματικές.
Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες ότι η πρώτη μελοποίηση του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» των Σολωμού-Μάντζαρου τραγουδιόνταν τα βράδια σε καντάδες από ομάδες νεαρών με συνοδεία κιθάρας!
Ο ιταλός ιστορικός Francesco Cusani αναφέρει στο σύγγραμμα «Η Δαλματία, τα Νησιά του Ιονίου και η Ελλάς στα 1840» πως «στις 25 Μαΐου 1840, στο τέλος ενός μεγάλου γεύματος που έδωσε ο λόρδος Douglas, διοικητής των Ιονίων Νήσων, προς τιμήν της Βασίλισσας Βικτορίας, μια παρέα νεαρών Κερκυραίων ήλθε και τραγούδησε, με συνοδεία από κιθάρες τις πρώτες στροφές του ‘‘Ύμνου εις την Ελευθερίαν’’». Η πρώτη ολοκληρωμένη μελοποίηση του σολωμικού ποιήματος έγινε το 1829-1930 για τετράφωνη ανδρική χορωδία και πιάνο. Αποτελείται από 25 μέρη και εκδόθηκε σε παρτιτούρα το 1873 στο Λονδίνο «δαπάνη των εν Αγγλία ομογενών».
Η δεύτερη ολοκληρωμένη γραφή έγινε το 1842-1843 και τώρα περιλαμβάνει 46 μέρη, αν και είναι πάλι για τετράφωνη ανδρική χορωδία και πιάνο. Ο Μάντζαρος κατέβασε το έργο κατά έναν τόνο από τη προηγούμενη γραφή, αλλά και πάλι θεωρείται ψηλή για τους πρώτους τενόρους. Η διάρκειά της υπολογίζεται στις δύο ώρες και μέχρι σήμερα δεν έχει εκδοθεί, ηχογραφηθεί ή εκτελεστεί στο σύνολό της ποτέ.
H γνωριμία του Μάντζαρου με τον Σολωμό συμπίπτει με μια στροφή στο μουσικό ύφος και τις μορφολογικές επιλογές του συνθέτη. Τη χρονιά που γνωρίστηκαν (1828), ο Μάντζαρος εγκαταλείπει τη σύνθεση έργων σκηνικού τύπου για φωνή και ορχήστρα και αφιερώνεται σχεδόν εξολοκλήρου στη μελοποίηση ελληνικών ποιημάτων για μία ή περισσότερες φωνές με συνοδεία πιάνου (και σπανιότερα άρπας), υιοθετώντας ένα μελωδικό ύφος απλούστερο (κάποτε λαϊκότροπο) που δεν τον εμποδίζει ωστόσο να δημιουργεί δομές περίτεχνες, συχνά αξιοθαύμαστου πολυφωνικού πλούτου.
Ο Νικόλαος Χαλικιόπουλος-Μάντζαρος αποδείχτηκε ο κατεξοχήν μελοποιός της σολωμικής ποίησης και συχνά επανεπεξεργαζόταν σολωμικά έργα που είχε μελοποιήσει νωρίτερα. Ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» είναι ωστόσο μοναδικός, μιας και το συγκεκριμένο έργο αποτέλεσε ιδιαίτερη πηγή έμπνευσης για τον κερκυραίο συνθέτη.
Ο Νικόλαος Μάντζαρος έπεσε σε κώμα στις 29 Μαρτίου 1872 στην Κέρκυρα, κατά τη διάρκεια μαθήματος, και άφησε την τελευταία του πνοή στις 12 Απριλίου του ίδιου έτους…