Η Ειρήνη Μαζαράκη είναι η γυναίκα που πριν από επτά χρόνια βίωσε το πιο φρικτό σενάριο της ζωής. Πρόκειται για τη μητέρα της άτυχης γυναίκας που ο σύζυγός της σκότωσε και τσιμέντωσε το πτώμα της σε πάρκο δίπλα στο σπίτι τους, στη Φιλοθέη, τον Σεπτέμβριο του 2008.
Ο χρόνος έχει σταματήσει για εκείνη από όταν έμαθε για το τέλος του κοριτσιού της, της λατρεμένης της θυγατέρας Παναγιώτας.
Η ζωή της ήταν πάντοτε ένα αγώνας καθημερινός, καθώς με τον σύζυγό της προσπαθούσαν να μεγαλώσουν με τον καλύτερο τρόπο τα τρία τους παιδιά, έναν γιο και δυο κόρες. Μία από αυτές, η Παναγιώτα που είχε πάθος με τη μουσική και έτσι βρίσκεται να σπουδάζει από νεαρή ηλικία σε ωδείο. Η αγάπη της για τη μουσική τη φέρνει αρκετά χρόνια αργότερα και μετά από σπουδές και διακρίσεις για εκείνη ως εξαιρετική σολίστ κοντά με τον νεαρό επίσης ταλαντούχο μουσικό που λίγο αργότερα θα γίνει σύζυγος και πατέρας των παιδιών της.
Εκείνος είναι ένας ευγενικός νέος με καταγωγή από πολύ καλή οικογένεια της Αθήνας.
Όνειρα, αγαπημένες στιγμές, ο γάμος της Παναγιώτας, η καριέρα της, η απόκτηση των δύο της παιδιών θα συνθέσουν το παζλ της απόλυτης ευτυχίας για εκείνη και βέβαια για τους γονείς που καμαρώνουν για την πορεία του παιδιού τους.
Ξαφνικά το σκηνικό αλλάζει.
Διαφωνίες ανάμεσα στο ζευγάρι θα αρχίσουν να δημιουργούν τα πρώτα σύννεφα στη σχέση τους που δυστυχώς θα έχει μία τραγική κατάληξη: το φρικτό τέλος της Παναγιώτας από το σύζυγό της, επίσης μουσικό.
Τα όσα θα ακουστούν στη δικαστική αίθουσα θα προκαλέσουν ανατριχίλα, σοκ, συγκίνηση, φρίκη, οργή.
Η κραυγή της μάνας σα δει τον καταδικασμένο για τη δολοφονία του παιδιού της να μπαίνει συνοδευόμενος από αστυνομικούς στα δικαστήρια θα σκίσει με μανία τον αέρα και θα βρει τη δύναμη παρά το προχωρημένο της ηλικίας της να τρέξει με δύναμη, οργή, μίσος για εκείνον που της πήρε με τόσο φρικτό τρόπο το σπλάχνο της, την κόρη της.
Θα χτυπηθεί, θα μπήξει τα νύχια στις σάρκες της για να κάνει κουράγιο, θα βρει τη δύναμη να σταθεί όρθια.
Στο πλευρό της ο γιος και η κόρη της και βέβαια ο σύζυγός της.
Οι δικοί της άνθρωποι.
Είμαι γιαγιά και μάνα για τα εγγόνια μου
Πόνος, οργή, δάκρυα μπερδεμένα με μνήμες που δε μπορούν να ξεθωριάσουν ακόμη και από το πολύ δυνατό, μερικές φορές σαρωτικό, πέρασμα του χρόνου. Τα σημάδια θα παραμείνουν ανεξίτηλα στη ψυχή της κ. Ειρήνης όπως εξομολογείται για πρώτη φορά επτά χρόνια μετά το χαμό της κόρης της μιλώντας αποκλειστικά στο protothema.gr.
«Πρέπει να κάνω κουράγιο, αυτό έλεγα στον εαυτό μου μετά το χαμό της κόρης μου. Έπρεπε να σταθώ βράχος, για την οικογένεια όλη, για τα εγγόνια μου, τα δυο παιδιά της που άφησε πίσω. Δεν είμαι η γιαγιά Ειρήνη, είμαι η μάνα των παιδιών της κόρης μου, ήταν μονόδρομος αυτός για εμένα, δεν είχα άλλη επιλογή. Για χάρη της κόρης μου, αυτό θα ήθελε να κάνω από εκεί ψηλά που είναι και μας βλέπει. Προσπαθώ να επιβιώνω, απλά μηχανικά πια νομίζω όσο περνά ο καιρός. Όχι για μένα, εγώ τελείωσα με το που έχασα την κόρη μου και την οδήγησα στον τελευταίο τόπο κατοικίας της για τα παιδιά της όμως έπρεπε να σφίξω τα δόντια μου και να προχωρήσω να σταθώ κοντά τους. Κάθε μέρα είναι ένα μαρτύριο για μένα. Πας να γελάσεις και λες, πους πως και γιατί να γελάσω… Πού είναι το παιδί μου, πού είναι η κόρη μου…», θα πει και θα ξεσπάσει σε λυγμούς.
Την κυρία Ειρήνη τη συναντήσαμε χθες στη συγκέντρωση που πραγματοποιήθηκε στο Σύνταγμα για τη μνήμη του Βαγγέλη Γιακουμάκη.
«Ήρθα για το παιδί αυτό, συγκλονίστηκα που έμαθα πως χάθηκε έτσι από τη ζωή, πρέπει να βασανίστηκε πολύ… Είμαι μάνα, θέλω με την παρουσία μου εδώ να στείλω ένα μήνυμα σε όλες τις μανάδες που χάσανε τα παιδιά τους. Κουράγιο… Πρέπει να κάνουμε κουράγιο και να προσπαθούμε να συνεχίσουμε τη ζωή για χάρη αυτών που μένουν πίσω και μας έχουν ανάγκη. Ο πόνος της μάνας δε θα σβήσει ποτέ, δε πάνε να περάσουν χρόνια…
Εμένα πια αυτό που μου μένει είναι να κλείσω τα μάτια μου και να πάω να ανταμώσω με το παιδί μου, με τη Μαργαρίτα μου, τότε μόνο θα ησυχάσω. Μέχρι τότε όμως, μέχρι να έρθει η ώρα με χρειάζονται τα άλλα μου δυο παιδιά, με χρειάζονται ακόμη περισσότερα τα εγγόνια μου. Έτσι παίρνω ή τουλάχιστον προσπαθώ να κάνω κουράγιο, να βρω δύναμη. Αυτό θα έλεγα στη μάνα του Βαγγέλη, έχει δύο παιδιά που τη χρειάζονται, πρέπει να σταθεί βράχος, να βρει κουράγιο τα παιδιά της και ο σύζυγός της, τη χρειάζονται, η μάνα είναι αυτή που θα κάνει πέτρα την καρδιά και θα προσπαθήσει να δώσει δύναμη και στην υπόλοιπη οικογένεια», καταλήγει συγκινημένη η κ. Μαζαράκη.
Το χρονικό της υπόθεσης
Η υπόθεση της δολοφονίας στη Φιλοθέη είχε συγκλονίσει το πανελλήνιο. Ο σύζυγός της άτυχης Παναγιώτας, μητέρας δύο παιδιών, θα ομολογήσει ότι τη σκότωσε και έθαψε το πτώμα της σε πάρκο δίπλα στο σπίτι τους, στη Φιλοθέη, τον Σεπτέμβριο του 2008. Στην απολογία του ο δράστης υποστήριξε πως έπειτα από έναν καβγά τους, χτύπησε με ένα σίδερο την Παναγιώτα Μαζαράκη στο κεφάλι και στη συνέχεια, αφού το θύμα σωριάστηκε στο πάτωμα, της έβγαλε τα ματωμένα ρούχα, έπλυνε το άψυχο σώμα της στην μπανιέρα και την τύλιξε με δύο σακούλες και ένα σεντόνι.
Έπειτα δοκίμασε να τη θάψει αρχικά στο φρεάτιο του ασανσέρ και μετά κάτω από το σπίτι του σκύλου. Καθώς οι προσπάθειές του έπεσαν στο κενό, ο καθηγητής μουσικής έβαλε το πτώμα της στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου και το πέταξε σε κάδο σκουπιδιών στην Παιανία.
Λίγες ώρες αργότερα επέστρεψε, πήρε ξανά τη σορό και την μετέφερε δίπλα στο σπίτι τους, στο πάρκο Πικιώνη, όπου την έθαψε. Μάλιστα σκέπασε τον αυτοσχέδιο «τάφο» με τσιμέντο και πέτρες.
Έπειτα ειδοποίησε τα πεθερικά του ότι η σύζυγός του είχε εξαφανιστεί. Στην συνέχεια απευθύνθηκαν στην αστυνομία και επί μέρες προσποιούταν τον δυστυχισμένο σύζυγο ενώ είχε απευθυνθεί ακόμη και σε ιδιωτικό ερευνητή προκειμένου να αναζητήσει τα ίχνη της εξαφανισμένης συζύγου του. Οι συγγενείς όμως της άτυχης κοπέλας κατάλαβαν ότι αυτά που τους έλεγε ήταν αντικρουόμενα.
Τελικά ομολογεί την αποτρόπαια πράξη του. Στο δικαστήριο εκείνος θα πει: «Δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου, το μισώ, δεν αντέχω που τον βλέπω στον καθρέφτη».
Θα υποστηρίξει επιπλέον ότι η σύζυγος του αμφισβήτησε την πατρότητα της κόρης τους, γεγονός που τον έκανε να θολώσει. «Με έθιξε, έθιξε τον ανδρισμό μου. Τώρα, εκ των υστέρων, καταλαβαίνω πως το είπε για να με τρελάνει», είχε πει σημειώνοντας ότι τον είχε εκείνη απειλήσει με μαχαίρι: «Πήρε από το συρτάρι της κουζίνας το μαχαίρι και μου επιτέθηκε, εγώ έφυγα, ανέβηκα πάνω και μπήκα στο υπνοδωμάτιο, εκείνη με ακολούθησε φωνάζοντας «θα σε σκοτώσω».
Τότε πήρα το σίδερο και τη χτύπησα στο κεφάλι. Αμέσως σηκώθηκε και μου είπε τι έκανες ρε μ…κα, θα σε κλείσω για πάντα στη φυλακή. Τότε τη χτύπησα με δύναμη, με γροθιά στο στήθος. Εκείνη έπεσε κι έμεινε ακίνητη. Προσπάθησα να τη συνεφέρω αλλά μάταια. Μόλις κατάλαβα τι είχε συμβεί με έπιασε πανικός. Η πρώτη σκέψη μου ήταν να αυτοκτονήσω. Μετά όμως σκέφτηκα να αποκρύψω το γεγονός, μήπως και κατορθώσω να μεγαλώσω τα παιδιά μου».
Στη συνέχεια στο δικαστήριο είχε περιγράψει τις προσπάθειες που έκανε να κρύψει το πτώμα της συζύγου του αποδίδοντας τις κινήσεις του αυτές σε πανικό. «Δεν μπορούσα να το διαχειριστώ. Αποφάσισα να κρύψω το πτώμα για να μπορέσω να μεγαλώσω τα παιδιά μου. Δεν σκεφτόμουν λογικά. Το ένα ψέμα έφερε το άλλο. Το μεγάλο μου λάθος ήταν ότι δεν έφυγα από την αρχή του καυγά. Μετά ήταν τέτοια η αλληλουχία των γεγονότων, ήταν ο βρασμός, που δεν μπόρεσα να φύγω και να μην συμβεί το μοιραίο».
Σύμφωνα με όσα είχε πει στους δικαστές η σύζυγός του, του μιλούσε άσχημα, τον μείωνε συνεχώς και έφτανε σε σημείο να χειροδικεί σε βάρος του, ακόμη και μπροστά στα παιδιά τους. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο της Αθήνας τελικά μετά το δευτεροβάθμιο δικαστήριο τον περασμένο Ιούνιο του επέβαλε ποινή κάθειρξης 20 ετών, αναγνωρίζοντας του το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου με αποτέλεσμα να «σπάσει» η ποινή των ισοβίων που του είχε επιβληθεί σε πρώτο βαθμό.