Πριν καν κλείσουμε επτά χρόνια από τη δολοφονία της κόρης μου από αυτό το κτήνος αφέθηκε ελεύθερος.
Τα συμπεράσματα δικά σας. Μιλάτε σε μία μάνα, τι περιμένετε να πω…
Εγώ απλά κάθομαι και κλαίω και οδύρομαι μόνη μου κρυφά από όλους να μη με βλέπουν. Νιώθω μεγάλη ντροπή για αυτούς που τον άφησαν ελεύθερο. Πώς είναι δυνατόν να είναι αυτός ο άνθρωπος ελεύθερος; Πώς; Πώς αυτό το κτήνος που μου σκότωσε την κόρη μου κυκλοφορεί ελεύθερος»;
Είναι τα λόγια της κ. Ειρήνης Μαζαράκη της γυναίκα που πριν από επτά χρόνια βίωσε το πιο φρικτό σενάριο της ζωής. Πρόκειται για τη μητέρα της άτυχης γυναίκας που ο σύζυγός της σκότωσε και τσιμέντωσε το πτώμα της σε πάρκο δίπλα στο σπίτι τους, στη Φιλοθέη, τον Σεπτέμβριο του 2008, σε μια υπόθεση που καθήλωσε το πανελλήνιο.
Ο χρόνος έχει σταματήσει για εκείνη από όταν έμαθε για το τέλος του κοριτσιού της, της λατρεμένης της κόρης Παναγιώτας. Η ζωή της ήταν πάντοτε ένα αγώνας καθημερινός, καθώς με τον σύζυγό της προσπαθούσαν να μεγαλώσουν με τον καλύτερο τρόπο τα τρία τους παιδιά, έναν γιο και δυο κόρες.
Μία από αυτές, η Παναγιώτα είχε πάθος με τη μουσική και από μικρή σπούδαζε σε ωδείο. Η αγάπη της για τη μουσική τη φέρνει αρκετά χρόνια αργότερα, μετά από σπουδές και διακρίσεις για εκείνη ως εξαιρετική σολίστ, κοντά στον νεαρό, επίσης ταλαντούχο μουσικό, που λίγο αργότερα θα γίνει σύζυγος και πατέρας των παιδιών της.
Εκείνος είναι ένας ευγενικός νέος με καταγωγή από πολύ καλή οικογένεια της Αθήνας. Όνειρα, αγαπημένες στιγμές, ο γάμος της Παναγιώτας, η καριέρα της, η απόκτηση των δύο της παιδιών θα συνθέσουν το παζλ της απόλυτης ευτυχίας για εκείνη και βέβαια για τους γονείς που καμαρώνουν για την πορεία του παιδιού τους.
Ξαφνικά το σκηνικό αλλάζει. Διαφωνίες ανάμεσα στο ζευγάρι δημιουργούν σύννεφα στη σχέση τους που δυστυχώς θα έχει τραγική κατάληξη: Το φρικτό τέλος της Παναγιώτας από το χέρι του ίδιου της του συζύγου. Επτά χρόνια μετά, ο πόνος, η οργή, δάκρυα μπερδεμένα με μνήμες που δε μπορούν να ξεθωριάσουν ακόμη και από το πολύ δυνατό, μερικές φορές σαρωτικό, πέρασμα του χρόνου. Τα σημάδια παραμένουν ανεξίτηλα στην ψυχή της κ. Ειρήνης. «Πρέπει να κάνω κουράγιο, αυτό έλεγα στον εαυτό μου μετά το χαμό της κόρης μου.
Έπρεπε να σταθώ βράχος, για την οικογένεια όλη, για τα εγγόνια μου, τα δυο παιδιά της που άφησε πίσω. Δεν είμαι η γιαγιά Ειρήνη, είμαι η μάνα των παιδιών της κόρης μου, ήταν μονόδρομος αυτός για εμένα, δεν είχα άλλη επιλογή. Για χάρη της κόρης μου, αυτό θα ήθελε να κάνω από εκεί ψηλά που είναι και μας βλέπει. Προσπαθώ να επιβιώνω, απλά μηχανικά πια νομίζω όσο περνά ο καιρός.
Όχι για μένα, εγώ τελείωσα με το που έχασα την κόρη μου και την οδήγησα στον τελευταίο τόπο κατοικίας της για τα παιδιά της όμως έπρεπε να σφίξω τα δόντια μου και να προχωρήσω να σταθώ κοντά τους. Κάθε μέρα είναι ένα μαρτύριο για μένα. Πας να γελάσεις και λες, πους πως και γιατί να γελάσω… Πού είναι το παιδί μου, πού είναι η κόρη μου…
Είμαι εξοργισμένη πληγωμένη από τη Δικαιοσύνη, πώς άφησαν ελεύθερο έναν εγκληματία, ένα κτήνος που σκότωσε την κόρη μου. Πήραμε τα μέτρα μας βέβαια, ευτυχώς σε όλα αυτά συμπαραστάτης μας είναι ο Γιώργος Τσούκαλης ο ιδιωτικός ερευνητής που μας βοήθησε όλα αυτά τα χρόνια, αυτός είναι στο πλευρό μας και τον ευχαριστώ για όλα όσα έκανε και συνεχίζει να κάνει για εμένα και την οικογένειά μου», λέει ξεσπώντας σε λυγμούς. Το χρονικό της υπόθεσης Η υπόθεση της δολοφονίας είχε συγκλονίσει το πανελλήνιο, όταν αποκαλύφθηκε, τον Σεπτέμβριο του .
Ο σύζυγος της άτυχης Παναγιώτας, μητέρας δύο παιδιών, μετά από πολυήμερες έρευνες ομολόγησε ότι την σκότωσε και έθαψε το πτώμα της σε πάρκο δίπλα στο σπίτι τους, στη Φιλοθέη.
Το σημείο όπου βρέθηκε θαμμένη η άτυχη Παναγιώτα
Στην απολογία του ο δράστης περιέγραψε αναλυτικά πώς έγιναν όλα. Υποστήριξε πως έπειτα από έναν καβγά τους, χτύπησε με ένα σίδερο την Παναγιώτα Μαζαράκη στο κεφάλι και στη συνέχεια, αφού το θύμα σωριάστηκε στο πάτωμα, της έβγαλε τα ματωμένα ρούχα, έπλυνε το άψυχο σώμα της στην μπανιέρα και την τύλιξε με δύο σακούλες και ένα σεντόνι.
Έπειτα δοκίμασε να τη θάψει, αρχικά στο φρεάτιο του ασανσέρ και μετά κάτω από το σπίτι του σκύλου, στο σπίτι τους.
Καθώς οι προσπάθειές του έπεσαν στο κενό, ο καθηγητής μουσικής έβαλε το πτώμα της στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου και το πέταξε σε κάδο σκουπιδιών στην Παιανία. Λίγες ώρες αργότερα επέστρεψε, πήρε ξανά τη σορό και την μετέφερε δίπλα στο σπίτι τους, στο πάρκο Πικιώνη, όπου την έθαψε. Μάλιστα σκέπασε τον αυτοσχέδιο «τάφο» με τσιμέντο και πέτρες.
Έπειτα ειδοποίησε τα πεθερικά του ότι η σύζυγός του είχε εξαφανιστεί. Στην συνέχεια απευθύνθηκαν στην αστυνομία και επί μέρες προσποιούταν τον δυστυχισμένο σύζυγο ενώ είχε απευθυνθεί ακόμη και σε ιδιωτικό ερευνητή προκειμένου να αναζητήσει τα ίχνη της εξαφανισμένης συζύγου του. Τελικά ομολογεί την αποτρόπαια πράξη του.
Στο δικαστήριο είχε πει: «Δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου, τον μισώ, δεν αντέχω που τον βλέπω στον καθρέφτη». Υποστήριξε επιπλέον ότι η σύζυγος του αμφισβήτησε την πατρότητα της κόρης τους, γεγονός που τον έκανε να θολώσει. «Με έθιξε, έθιξε τον ανδρισμό μου. Τώρα, εκ των υστέρων, καταλαβαίνω πως το είπε για να με τρελάνει», είχε πει σημειώνοντας ότι εκείνη τον είχε απειλήσει με μαχαίρι: «Πήρε από το συρτάρι της κουζίνας το μαχαίρι και μου επιτέθηκε, εγώ έφυγα, ανέβηκα πάνω και μπήκα στο υπνοδωμάτιο, εκείνη με ακολούθησε φωνάζοντας “θα σε σκοτώσω”.
Τότε πήρα το σίδερο και τη χτύπησα στο κεφάλι. Αμέσως σηκώθηκε και μου είπε τι έκανες ρε μ…κα, θα σε κλείσω για πάντα στη φυλακή. Τότε τη χτύπησα με δύναμη, με γροθιά στο στήθος.
Εκείνη έπεσε κι έμεινε ακίνητη. Προσπάθησα να τη συνεφέρω αλλά μάταια. Μόλις κατάλαβα τι είχε συμβεί με έπιασε πανικός. Η πρώτη σκέψη μου ήταν να αυτοκτονήσω. Μετά όμως σκέφτηκα να αποκρύψω το γεγονός, μήπως και κατορθώσω να μεγαλώσω τα παιδιά μου». Στη συνέχεια στο δικαστήριο είχε περιγράψει τις προσπάθειες που έκανε να κρύψει το πτώμα της συζύγου του αποδίδοντας τις κινήσεις του αυτές σε πανικό. «Δεν μπορούσα να το διαχειριστώ. Αποφάσισα να κρύψω το πτώμα για να μπορέσω να μεγαλώσω τα παιδιά μου. Δεν σκεφτόμουν λογικά.
Το ένα ψέμα έφερε το άλλο. Το μεγάλο μου λάθος ήταν ότι δεν έφυγα από την αρχή του καυγά. Μετά ήταν τέτοια η αλληλουχία των γεγονότων, ήταν ο βρασμός, που δεν μπόρεσα να φύγω και να μην συμβεί το μοιραίο». Σύμφωνα με όσα είχε πει στους δικαστές, η σύζυγός του του μιλούσε άσχημα, τον μείωνε συνεχώς και έφτανε σε σημείο να χειροδικεί σε βάρος του, ακόμη και μπροστά στα παιδιά τους. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο της Αθήνας τελικά μετά το δευτεροβάθμιο δικαστήριο τον περασμένο Ιούνιο του επέβαλε ποινή κάθειρξης 20 ετών, αναγνωρίζοντας του το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου με αποτέλεσμα να «σπάσει» η ποινή των ισοβίων που του είχε επιβληθεί σε πρώτο βαθμό.
Τελικά αφέθηκε ελεύθερος στις αρχές του Σεπτέμβρη.