Η επιδεινούμενη προσφυγική κρίση και η αναζωπύρωση της κρίσης χρέους έχουν οδηγήσει την ψυχολογία των καταναλωτών στην Ελλάδα σε πολύ χαμηλά επίπεδα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μελέτης της GfK Consumer Climate Europe (Καταναλωτικό Κλίμα στην Ευρώπη) για το πρώτο τρίμηνο του 2016.
Οι οικονομικές προσδοκίες μειώθηκαν αισθητά κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου. Μετά την πτώση του κατά 17 μονάδες από το Δεκέμβριο και κατά περίπου 65 μονάδες από το Μάρτιο του 2015, ο δείκτης βρέθηκε στις -50,6 μονάδες το φετινό Μάρτιο. Η τιμή αυτή αποτελεί και το χαμηλότερό του επίπεδο από τον Απρίλιο του 2012.
Σημαντικές απώλειες υπέστη επίσης και ο δείκτης εισοδηματικών προσδοκιών, ο οποίος παρουσίασε κατακόρυφη πτώση πάνω από 27 μονάδες, φτάνοντας στις -45,2 μονάδες από το τέλος του περασμένου έτους μέχρι το τέλος του πρώτου τριμήνου του 2016. Πρόκειται για το χαμηλότερο επίπεδο που καταγράφηκε από το Σεπτέμβριο του 2013. Τέλος, ο δείκτης έχασε 52,1 μονάδες από το Μάρτιο του περασμένου έτους.
Η πρόθεση για αγορές ήταν ο μόνος δείκτης που παρέμεινε σταθερός κατά τους πρώτους τρεις μήνες του έτους. Διαμορφώθηκε στις -37,6 μονάδες το Μάρτιο. Η τιμή αυτή είναι κατά μόλις 1,5 μονάδες χαμηλότερη από το Δεκέμβριο (-36,1 μονάδες). Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη το σημερινό κλίμα, είναι ξεκάθαρο ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων καταναλωτών δεν είναι καν σε θέση να σκεφτεί να ξοδέψει χρήματα για την αγορά ακριβών προϊόντων ή υπηρεσιών. Για τους περισσότερους, το τρέχον διαθέσιμο εισόδημα δεν είναι καν αρκετό για να καλύψουν τις καθημερινές ανάγκες.
Οι ευρωπαίοι καταναλωτές φοβούνται ότι θα υπάρξει οικονομική επιβράδυνση
Κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου του 2016, ο πόλεμος στη Συρία ως συνεχιζόμενη αιτία της προσφυγικής κρίσης, η τρομοκρατική απειλή στην Ευρώπη, η πιθανή έξοδος της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ και η συνεχιζόμενη ύφεση σε σημαντικές αναπτυσσόμενες χώρες αποδυνάμωσε το καταναλωτικό κλίμα και ειδικότερα τις οικονομικές και εισοδηματικές προσδοκίες των Ευρωπαίων καταναλωτών.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης της GfK Consumer Climate Europe, από τον Δεκέμβριο του 2015 μέχρι τον Μάρτιο του 2016, ο δείκτης καταναλωτικού κλίματος για την ΕΕ των 28 μειώθηκε κατά 3,2 μονάδες, φτάνοντας στις 9 μονάδες.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου του έτους, οι συζητήσεις στα μέσα ενημέρωσης και στο ευρύ κοινό επικεντρώθηκαν σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων. Αν και το Ισλαμικό Κράτος έχασε κάποια από τα εδάφη που είχε καταλάβει, ο πόλεμος στη Συρία δεν έχει τελειώσει, επομένως, η τεράστια εισροή προσφύγων εξακολουθεί να υφίστανται. Αρχικά, το προσφυγικό ρεύμα κατευθύνονταν ανεμπόδιστα προς την Κεντρική και Δυτική Ευρώπη, μέχρι που οι χώρες του Βίσεγκραντ αποφάσισαν να κλείσουν τα σύνορά τους και κατά συνέπεια, τη βαλκανική διαδρομή στις αρχές του Μαρτίου.
Αν και αυτό σταμάτησε τον κατακλυσμό προσφύγων που μετανάστευαν μέσω της Ευρώπης, οι άνθρωποι οι οποίοι έχουν ανάγκη βοήθειας τοποθετούνται τώρα σε κέντρα υποδοχής στην Ελλάδα. Στη Γαλλία, η κυβέρνηση διέταξε τους στρατιώτες να διαλύσουν τον παράνομο προσφυγικό καταυλισμό στο Καλαί (γνωστό ως “Η Ζούγκλα”), όπου κατασκήνωναν άτομα τα οποία ήλπιζαν να ταξιδέψουν στη Μεγάλη Βρετανία. Ταυτόχρονα, συνεχίστηκαν οι πολιτικές συζητήσεις σχετικά με το πώς μπορεί η Ευρώπη να φιλοξενήσει τους τεράστιους αριθμούς προσφύγων και να προχωρήσει στη δίκαιη κατανομή τους μεταξύ των κρατών μελών.
Όπως επισημαίνεται στη μελέτη, η τρομοκρατική απειλή εξακολούθησε να είναι εξαιρετικά υψηλή στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων μηνών του έτους. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι εκρήξεις στο Βέλγιο έλαβαν χώρα μετά την ολοκλήρωση της έρευνας καταναλωτικού κλίματος του Μαρτίου, το γεγονός δεν έχει ληφθεί υπόψη στα αποτελέσματα.
Το δημοψήφισμα του Ιουνίου στη Μεγάλη Βρετανία σχετικά με τη παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δημιουργεί αμφιβολίες για το μέλλον. Πολλοί οικονομικοί εμπειρογνώμονες, καθώς και πολλοί Βρετανοί καταναλωτές προβλέπουν ισχυρές αρνητικές οικονομικές συνέπειες σε περίπτωση που γίνει πραγματικότητα το λεγόμενο Brexit.
Επιπλέον, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2016, κατέστη σαφές ότι οι μεγάλες αναπτυσσόμενες χώρες όπως η Κίνα, η Βραζιλία και η Ρωσία εξακολουθούν να βρίσκονται σε περίοδο οικονομικής αδυναμίας. Αυτό μειώνει τις εξαγωγικές προοπτικές των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, και μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία.