του Στρατή Λημνιού
«Μετανιώνω για την πράξη που κατηγορούμαι, αλλά δεν θυμάμαι να την έχω κάνει. Ζητώ συγγνώμη από τους γονείς της γυναίκας μου, από τα παιδιά που έμειναν ορφανά και από μάνα και από πατέρα, αλλά και από την κοινωνία.
Την οικογένειά μου πάντα την αγαπούσα και δεν θα έκανα κάτι κακό», λέει ο Κλοντ Λέσι στην επιστολή του.
Με μία μακροσκελή επιστολή ο προφυλακισμένος συζυγοκτόνος δίνει για πρώτη φορά τη δική του εκδοχή για όλα όσα συνέβησαν από την αρχή της γνωριμίας με τη γυναίκα και μητέρα των δύο παιδιών του μέχρι τη στιγμή που έγινε το φρικτό έγκλημα για το οποίο εκείνος κατηγορείται και έχει προφυλακιστεί. Κάνει λόγο για τα βασανιστήρια που βίωνε σε καθημερινό επίπεδο από την αρχή της γνωριμίας του με τη αδικοχαμένη Λέλα, για τον «πόλεμο» που δεχόταν από την πεθερά του, ενώ επαναλαμβάνει ότι δε θυμάται τι έγινε το μοιραίο βράδυ.
Σημειώνει ότι το μόνο που τον απασχολεί είναι τα παιδιά του, ζητά συγνώμη για την πράξη που κατηγορείται την οποία όπως λέει δε θυμάται να έχει κάνει και γυρνά το χρόνο πίσω,– περιγράφοντας με λεπτομέρειες που σοκάρουν- όλα όσα εκείνος βίωσε στα χρόνια κοινής συζυγικής ζωής με τη Λέλα.
Διαβάστε την επιστολή
«Απευθύνομαι σε όλους όσους με κρίνανε και όσους με κατέκριναν για το έγκλημα που διέπραξα τον Ιανουάριο του 2016. Για την πράξη που κατηγορούμαι έχω μετανιώσει πραγματικά και δεν έχω συνειδητοποιήσει ακόμα πώς εγώ, που όλη μου η ζωή ήταν υποδειγματική, έφτασα να κάνω αυτή την πράξη, την οποία ακόμα δεν μπορώ να θυμηθώ πώς ακριβώς έγινε. Πρώτη φορά έφτασα στην Ορμήλια το 1997 για οικονομικούς λόγους. Έφυγα από την χώρα μου αφήνοντας πίσω μάνα, πατέρα και τα αδέρφια μου και ήρθα στην Ελλάδα για να αποκτήσω μία καλύτερη ζωή. Τον πρώτο καιρό ήταν δύσκολη η ζωή μου στην Ελλάδα, γιατί δεν έβρισκα δουλειά και πάνω από όλα δεν γνώριζα τη γλώσσα και δεν είχα γνωριμίες. Την περίοδο εκείνη έμενα σε σπίτια που ήταν παρατημένα, ακατάλληλα για να κατοικούνται, δηλαδή χωρίς ρεύμα και νερό. Μάζευα λεφτά για να στέλνω στην οικογένεια μου, αφού τότε δεν δούλευε κανένας στην οικογένεια μου. Την δεύτερη χρονιά εγώ και ο ξάδελφος μου νοικιάσαμε για πρώτη φορά ένα σπίτι που ήταν κατάλληλο για κατοίκηση. Για λίγο καιρό δούλεψα στην Αθήνα όταν φτιάχτηκε το μετρό. Εκτός από αυτό εργαζόμουν σε οικοδομικές εργασίες 5 μέρες την εβδομάδα και μετά από την δουλειά έβγαινα για έναν καφέ το Σαββατοκύριακο. Το 2005 επέστρεψα στην Ορμύλια. Νοίκιασα εκεί και άρχισα να εργάζομαι σε αγροτικές δουλειές. Αρχές του 2006 πήγα και εργάστηκα στην Ιεράπετρα Κρήτης. Εργάστηκα σε οικοδομή για λίγο καιρό και αγροτικές δουλειές και αποφάσισα να φύγω από εκεί και να μείνω μόνιμα πλέον στην Ορμήλια. Επειδή είχα τα χαρτιά μου στην Ορμύλια ως αρμόδιο Δήμο για την ανανέωση της άδειας παραμονής μου, έμεινα και δεν άφησα ξανά το χωριό. Νοίκιασα με τον Γιόκα Μπεσμίρ και τον αδελφό του και άρχισα να δουλεύω με έναν που έφτιαχνε κήπους. Ενδιάμεσα άρχισα να εργάζομαι και σε αγροτικές δουλειές αλλά και στους κήπους του Ι. Δ.. Μετά βρήκα δουλειά σε κέντρο διασκέδασης, αν θυμάμαι λεγόταν «Η «Οριβάνα» και τα Σαββατοκύριακα δούλευα σαν σερβιτόρος σε γάμους και βαφτίσια. Συγχρόνως άρχισα να δουλεύω στο εργοστάσιο ελιάς και εκείνα τα χρόνια πήρα ένα αυτοκίνητο για να μπορώ να πηγαίνω στη δουλειά. Το αυτοκίνητο το αγόρασα με δόσεις και πάντα ήμουν τυπικός, δεν καθυστέρησα ούτε μία δόση. Δούλευα καθημερινά από τις 7 το πρωί μέχρι τις 3 το μεσημέρι και μετά τα απογεύματα έκανα αγροτικές δουλειές.
Δε με θέλανε για γαμπρό τους
Το καλοκαίρι του 2008 στη δουλειά μου γνωρίστηκα με την μετέπειτα γυναίκα μου, την Λέλα. Ήταν διαφορετική από τις προηγούμενες σχέσεις μου, πιο ευγενική, με χαμόγελο και εμπιστοσύνη. Η σχέση μας άρχισε χωρίς διαφωνίες. Όλα πήγαιναν καλά. Αφού έμεινε έγκυος, πήγαμε στην γυναικολόγο να το βεβαιώσουμε. Με χαρά και οι δύο θέλαμε το παιδί. Μετά από δύο μήνες μετακομίσαμε μαζί εκεί που έμενε η Λέλα μόνη της. Το φθινόπωρο μου ζήτησε να πάω και να δουλέψω μαζί της στους γονείς της. Δέχτηκα και πήγα. Δούλεψα για λίγο καιρό, μέχρι που έμαθαν για την εγκυμοσύνη οι δικοί της. Οι πρώτες τους λέξεις ήταν ότι «είσαι πιο μεγάλη» και ότι «αυτός είναι ξένος, τι θα πει το χωριό». Με τον τρόπο τους μας έκαναν να φύγουμε και να παρατήσουμε την δουλειά μας.
Τα Σαββατοκύριακα άρχισα να δουλεύω στο εστιατόριο του Σιθωνία Παλάς και συγχρόνως να κάνω αγροτικές δουλειές. Από την άνοιξη και μετά άρχισα να δουλεύω στο ξενοδοχείο Γερακίνα Μπιτς σαν κηπουρός. Εκείνη τη χρονιά πήραμε και κάποια μελίσσια, για αρχή μαζί με τον θείο της Λέλας, μετά μόνοι μας. Από το Μάιο και μετά είχα και εργασία τα Σαββατοκύριακα, και τον κήπο του ξενοδοχείου. Δούλευα ασταμάτητα. Τελείωνα από τη μία δουλειά και πήγαινα στην άλλη, πολλές φορές και με μία έως τρεις ώρες ύπνο. Οι υποχρεώσεις ήταν πολλές. Έπρεπε να πληρώνω το ενοίκιο του σπιτιού, δόση για το αυτοκίνητο, δυο ασφάλειες από τα αυτοκίνητα,βενζίνες, ιδιωτική ασφάλιση για την γυναίκα μου για την εγκυμοσύνη και ΟΓΑ για εμένα. Εδώ πρέπει να σημειώσω ότι από τη στιγμή που φύγαμε από τη δουλειά του πατέρα της Λέλας, η Λέλα πλέον δεν εργαζόταν λόγω της εγκυμοσύνης, με αποτέλεσμα όλες οι υποχρεώσεις να βαρύνουν εμένα. Το πρώτο μας παιδί μας ένωσε ακόμη περισσότερο
Τον Ιούνιο του 2009 ήρθε στη ζωή μας ο Ιάσωνας. Επειδή το παιδί ήταν εκτός γάμου, το αναγνώρισα σύμφωνα με το νόμο.
Όταν γεννήθηκε ο Ιάσωνας, ο παππούς και η γιαγιά του ήθελαν να τον επισκεφθούν για να τον δουν. Επειδή η γυναίκα μου ήταν στενοχωρημένη από τη συμπεριφορά τους όλους τους μήνες της εγκυμοσύνης της και γενικά με αυτά που της είχαν κάνει στο παρελθόν, εγώ δεν είχα αντίρρηση να τα βρει μαζί τους, αλλά σε ό,τι αφορούσε τις δικές μου προσωπικές σχέσεις μαζί τους, ήθελα να είναι εντελώς τυπικές. Θεωρούσα ότι «δεν δέχονται ότι έκαναν λάθος, δεν ζήτησαν συγγνώμη για τα λάθη», «εγώ τον δρόμο μου και αυτοί τον δικό τους», «όταν τους χρειαζόταν η γυναίκα μου δίπλα της, κανόνισαν να μην είναι εκεί». Δεν αρνήθηκα ποτέ η γυναίκα μου να τα βρει μαζί τους να πάει να τους δει, αλλά και αυτή είχε την ίδια άποψη με εμένα. Το 2009 πέρασε έτσι. Με τον Ιάσωνα στο σπίτι επικρατούσε μόνο χαρά, ευτυχία. Τους αγαπούσα πάρα πολύ. Η δουλειά μου συνεχιζόταν στους ίδιους αμείωτους ρυθμούς, ίσως και πιο πολλούς, ενώ αυξήθηκαν και οι κυψέλες με τα μελίσσια. Το 2010 παντρεύτηκα με την Λέλα με πολιτικό γάμο και με τους γονείς της δεν είχαμε καμία σχέση. Ξαφνικά η Λέλα άρχισε να βάζει νερό στο κρασί της και εκεί που δεν ήθελε καμία σχέση, άλλαξε γνώμη και άρχισαν να μιλάνε τηλεφωνικά. Το 2011 ήρθε στη ζωή μας το δεύτερο παιδί μας, ο Φοίβος, και για αυτό το λόγο άρχισε να έρχεται στο σπίτι μας η μητέρα της Λέλας για να την βοηθάει με τα μωρά όσο εγώ έλειπα στη δουλειά. Εξήγησα στη γυναίκα μου ότι καλά κάνει να έχει σχέση με τους γονείς της, αρκεί να μην έχουμε τα ίδια πάλι, καθώς εγώ ήθελα την ησυχία μου. Αφού άρχισε η μητέρα της να έρχεται στο σπίτι, η Λέλα άλλαξε εντελώς συμπεριφορά. Δεν ξέρω τι έλεγαν, πάντως το φθινόπωρο μου ζήτησε να παρατήσω τις δουλειές μου και να πάω να δουλέψω ξανά στη δουλειά του πατέρα της.
Το 2011 γύρισα πίσω στην δουλειά των γονιών της. Τον ελεύθερο χρόνο μου τον κατανάλωνα προς όφελος της οικογένειάς μου. Το καλοκαίρι πήγαινα τον Ιάσωνα για μπάνιο στη θάλασσα. Όταν το επέτρεπε ο καιρός πήγαινα τον Ιάσονα βόλτα, παίρναμε μαζί και το σκύλο που είχα όλα τα χρόνια πριν γνωρίσω την Λέλα. Επίσης ασχολιόμουν με τα μελισσοκομικά και μερικές φορές πήγαινα για κυνήγι.
Η ζωή στο σπίτι των πεθερικών μου ήταν κόλαση για μένα
Μία μέρα το 2011 η Λέλα μου ανακοίνωσε ότι οι γονείς της θα φτιάξουν τον πάνω όροφο για να μετακομίσουμε στο χωριό. Εμένα μου άρεσε το περιβάλλον που ζούσαμε, όμως τα παιδιά έπρεπε να πάνε στο νηπιαγωγείο να κάνουν παρέα με άλλα παιδιά, και για αυτό το λόγο μετακομίσαμε. Από την ώρα που μετακομίσαμε στους γονείς της η συμπεριφορά της άλλαξε και συνέχεια παρεξηγιόταν χωρίς λόγο. Από τότε που μετακομίσαμε και η πεθερά μου στη δουλειά μού
μιλούσε άσχημα μπροστά στον κόσμο. Φώναζε και με έφτανε στα άκρα με το να μου φωνάζει χωρίς λόγο. Πολλές φορές είπα στη Λέλα ότι βαρέθηκα, ότι δεν μπορώ να έχω φωνές χωρίς λόγο, και καλά θα ήταν να πάω και να δουλέψω αλλού. ‘Όλο μου έλεγε ότι η μάνα της δεν είναι καλά. Το 2011 οι γονείς της Λέλας έφτιαξαν και πλήρωναν αυτοί μια ιδιωτική ασφάλιση για τη Λέλα και τα παιδιά. Η Λέλα τους ζήτησε να κάνουν και μία για μένα, επειδή μόνο εγώ δεν είχα στην οικογένεια, αλλά οι γονείς της είπαν όχι. Κατάφερα και έφτιαξα την ίδια ασφάλιση το 2014 και την πλήρωνα μόνος μου.
Τον Απρίλιο του 2014 πήγα μαζί με την Λέλα και τα παιδιά στην Αλβανία. Ήταν η πρώτη φορά και για τη Λέλα και για τα παιδιά. Όλοι χάρηκαν που γνωρίστηκαν, κυρίως τα παιδιά που γνώρισαν και άλλους παππούδες. Μείναμε περίπου μία εβδομάδα και γυρίσαμε πίσω στην Ελλάδα. Το καλοκαίρι του 2014 έκανα δρομολόγια με το φορτηγό και γυρνούσα το απόγευμα. Η Λέλα πήγαινε για μπάνιο στη παραλία με τα παιδιά, την μάνα της και τη γιαγιά. Όταν γυρνούσα στο σπίτι πιο νωρίς της έλεγα να πάμε με τα παιδιά για μπάνιο όλοι μαζί αλλά δεν ήθελε. Μέσα στο καλοκαίρι του 2014 βαφτίσαμε τα παιδιά, και από το Σεπτέμβριο ο Ιάσωνας άρχισε τα νήπια.
Είχαμε διαφωνίες σε αρκετά θέματα
Το Δεκέμβριο του 2014 η Λέλα μού ζήτησε να πάμε να μείνουμε στα Σύμαντρα στην Κοζάνη για τις γιορτές. Εμένα δε μου άρεσε αυτό, και επειδή αρνήθηκα, πήρε τα παιδιά και σηκώθηκε και πήγε εκεί που συμφώνησε με τη μάνα της. Μού είπε «άμα θες έλα». Τη ρώτησα «γιορτές είναι, παίρνεις τα παιδιά και φεύγεις;». Μου απάντησε ότι «τα παιδιά πάνε με τη μάνα». Αναγκάστηκα και πήγα για τα παιδιά, αυτά δεν έφταιγαν σε τίποτα. Το 2015 τα πράγματα ήταν τα ίδια, η Λέλα και οι γονείς της έψαχναν κάθε ευκαιρία και κάθε αφορμή για παρεξήγηση.
Το καλοκαίρι του 2015 πήγαμε οικογενειακά στην Αλβανία, κοντά στην περιοχή που μεγάλωσα, σε μέρη παραθαλάσσια. Τα παιδιά τρελάθηκαν από την χαρά τους, τους άρεσε πάρα πολύ. Είχα διάφορα παιχνίδια για να ασχολούνται, μέχρι που δεν ήθελαν να γυρίσουν πίσω.Ενώ εμείς πήγαμε διακοπές για μία εβδομάδα, την πέμπτη ημέρα πήρε τηλέφωνο η μάνα της Λέλας για να γυρίσουμε πίσω. Η Λέλα επέμενε να γυρίσουμε, εγώ την παρακαλούσα να μείνουμε, αφού ούτως ή άλλως σε 2 μέρες θα γυρίζαμε. Μού είπε «εγώ και τα παιδιά θα γυρίσουμε τώρα», και οι παρεξηγήσεις ξεκίνησαν. Της λέω «ήρθαμε όλοι μαζί και θα γυρίσουμε όλοι μαζί». Μαλώσαμε και γυρίσαμε όλοι μαζί στην Ελλάδα. Τι είπαν με την μάνα της δεν ξέρω, τί ήταν τόσο επείγον δεν ξέρω. Κάποια στιγμή μου είπε «τα μαζεύεις τα πράγματα σου από το σπίτι μου και φεύγεις». Με έδιωξε από το σπίτι και δεν είχα που να μείνω
Δεν είχα που να μείνω. Πήρα τηλέφωνο τον ξάδελφο μου τον Astrit στην Ιταλία και τον ρώτησα αν μπορεί να μου βρει κάπου να μείνω. Αυτός μου λέει «έλα από δω και θα δούμε. Αν μπορεί να μείνεις, κάτσε όσο καιρό θέλεις. Θα δούμε να βρεις και δουλειά». Πήγα και έκοψα εισιτήριο την επόμενη μέρα και ζήτησα από έναν φίλο μου να με πάει μέχρι το αεροδρόμιο. Με πήγε, όλα καλά, έφτασα στην Ιταλία. Τον Οκτώβριο του 2015 έληγε η άδεια παραμονής στην Ιταλία και συγχρόνως έληγε η άδεια για κυνηγητικό όπλο που κατείχα νόμιμα στην Ελλάδα και το είχα αφήσει στον θείο της Λέλας στην Ορμύλια. Η ζωή μακριά από τα παιδιά μου ήταν βάσανο. Στην Ιταλία κάθισα περίπου δύο μήνες και με αφορμή την άδεια του κυνηγετικού όπλου γύρισα πίσω στην Ελλάδα. Ζήτησα από έναν φίλο μου να μου βρει κάπου να νοικιάσω. Δεν βρήκα και μού είπε «έχω χώρο εγώ, έλα κάτσε όσο θέλεις μέχρι να βρεις αλλού να νοικιάσεις». Έτυχε και ήταν και κοντά στα παιδιά μου το διαμέρισμα. Η σχέση με την Λέλα ήταν καλή, έβλεπα τα παιδιά. Καθημερινά τους έπαιρνα από το σχολείο. Ο Ιάσωνας σχολούσε δύο η ώρα, τον έπαιρνα και τον πήγαινα για φαί. Πηγαίναμε σπίτι και αφήναμε την τσάντα του και στις 3:45’ έπρεπε να πάρω τον Φοίβο από το σχολείο. Μετά ή τους πήγαινα στο γυμναστήριο ή στην Λέλα. Όταν είχα δουλειά την έπαιρνα τηλέφωνο και πήγαινα για λίγο να τους δω. Μία μέρα η Λέλα μου λέει «μην μιλάς δυνατά, να μην ακούσει η μάνα μου ότι είσαι εδώ». Την ρώτησα τι σχέση είχε η μάνα της, αλλά δεν μου απάντησε. Ο Ιάσωνας ξαφνικά σταμάτησε να μου μιλάει, ενώ όλο τον προηγούμενο καιρό ερχόταν κανονικά σε μένα. Τον ρώτησα τι συμβαίνει και δεν μου μιλούσε. Είπα την Λέλα να δει τι συμβαίνει με το παιδί και μου λέει «παιδί είναι, έτσι κάνει».
Δε με άφηνε να βλέπω τα παιδιά τακτικά
Τα παιδιά τα αγάπησα και τα αγαπάω το ίδιο, δεν ξεχωρίζω κανέναν από τους δυο. Ζήτησα από τη Λέλα αν μπορούν να έρχονται τα παιδιά κάθε Σάββατο και να μένουν σε μένα. Αρνήθηκε, μου είπε ότι τα βλέπω τα παιδιά και ότι θα μένουν μόνο σε αυτήν. Ο Ιάσωνας δεν ερχόταν, ο Φοίβος ερχόταν. Πηγαίναμε στον παιδότοπο και έπαιζε και με άλλα παιδιά. Ήταν χαρούμενος. Πάντα ήθελα να είναι και ο Ιάσωνας εκεί. Μου έλειπε, αισθανόμουν άσχημα, πονούσα να μην είναι ο Ιάσωνας μαζί μας. Και επειδή ερχόταν μόνο ο Φοίβος σε μένα, ότι αγόραζα για τον έναν αγόραζα και για τον άλλο και του τα πηγαίναμε. Ένα Σάββατο ήρθε ο Φοίβος βόλτα μαζί μου. Το βράδυ ήταν να τον επιστρέψω στην Λέλα, αλλά ο Φοίβος επέμενε να μείνει σε μένα. Την πήρα τηλέφωνο και της το είπα. Νευρίασε, τσαντίστηκε, της έδωσα τον Φοίβο στο τηλέφωνο και αυτός την παρακάλεσε να μείνει σε μένα. Έκλαιγε, της έλεγε ότι θέλει να μείνει στον μπαμπά. Με τα πολλά τον άφησε και μου λέει τσαντισμένη «αύριο στις 9:00 σε μένα». Ήδη από το καλοκαίρι, ο ύπνος μου ήταν 2-3 ώρες τη βραδιά. Είχα ένταση, μου έλειπαν τα παιδιά, δεν μπορούσα να ηρεμήσω. Κοντά στα παιδιά ηρεμούσα, ήταν το φάρμακό μου. Μία εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα ρώτησα τη Λέλα αν θα είναι στο χωριό για γιορτές για να δω τα παιδιά. Μου απάντησε ότι δεν θα πήγαιναν πουθενά. Εγώ έμεινα στο χωριό και δεν πήγα να δω τους γονείς μου στην Αλβανία με σκοπό να δω τα παιδιά στις γιορτές. Παρότι μου είπε ότι δεν θα πήγαιναν πουθενά, σηκώθηκε και έφυγε με τα παιδιά στο χωριό στη Κοζάνη χωρίς να μου πει τίποτα και γύρισε πίσω μετά τα Χριστούγεννα. Όταν πήγα να δώσω τα δώρα στα παιδιά, ζήτησα από τη Λέλα να έρθουν τα παιδιά για πρωτοχρονιά σε εμένα και επέτρεψε να έρθει μόνο ο Φοίβος. Την πρωτοχρονιά του 2016 την περάσαμε μαζί με τον Φοίβο, το πρωί μιλήσαμε μαζί με την Λέλα και μου ζήτησε να τον πάω πίσω. Την 5η Ιανουαρίου το βράδυ ο Φοίβος έμεινε σε μένα. Ενώ είχαμε συμφωνήσει να μείνει δύο μέρες σε μένα, το πρωί της 6ης Ιανουαρίου η Λέλα με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε να της πάω τον Φοίβο για να πάνε στα Ψακούδια για τα Θεοφάνεια. Μου είπε ότι θα μου τον επέστρεφε το απόγευμα όπως είχαμε συμφωνήσει. Εκείνη την μέρα και αφού έδωσα τον Φοίβο πήγα με τον Δ.Κ. στα θερμοκήπια. Εκεί έψηναν, φάγαμε, ήπιαμε τσίπουρο, δεν θυμάμαι πόσο ήπιαμε. Γύρισα στο σπίτι και άρχισα και εκεί να πίνω. Μετά πήγα για καφέ στο καφενείο Blue eyes που ήταν ο Δ.Κ., ήπια καφέ. Μετά έφυγα και πήγα ξανά στο σπίτι μου και περίμενα να μου τηλεφωνήσει η Λέλα για πάρω τον Φοίβο. Περίμενα. Περίμενα για να μου στείλει τον μικρό. Άρχισα να πίνω κι άλλο τσίπουρο, όταν τηλεφωνικά μίλησα με τη Λέλα και μαλώσαμε.
Με απειλούσε ότι δε θα έβλεπα ποτέ ξανά τα παιδιά μου
Με απειλούσε πως κανόνισε με τους καλύτερους δικηγόρους για να μην ξαναδώ τα παιδιά μου. Έφυγα από το σπίτι με σκοπό να λύσουμε το πρόβλημα, όχι με σκοπό να καταστρέψω τα πάντα. Θόλωσα, δεν θυμάμαι τι έγινε και πώς έγινε. Βρέθηκα σε ένα χωματόδρομο με το μηχανάκι και τον Φοίβο μπροστά μου. Το μηχανάκι είχε βλάβη με τα φώτα. Ήταν γνωστή η βλάβη, σταμάτησα και φτιάχνοντας το φως είδα τα χέρια μου λερωμένα με αίμα. Έψαξα τον Φοίβο για κανένα χτύπημα, μετά έψαξα και τον εαυτό μου. Εγώ μόνο είχα χτύπημα, στο δεξί μου μάτι. Δεν μπορούσα να δω από αυτό για τις δύο επόμενες μέρες, δάκρυζε χωρίς να σταματάει. Άρχισα να πηγαίνω προς τα Ψακούδια τρομαγμένος. Σταμάτησα και έκανα κάποια τηλέφωνα. Ξαφνικά το τηλέφωνό μου σταμάτησε να λειτουργεί χωρίς να ξέρω για ποιον λόγο. Άρχισα να πηγαίνω προς τη Γερακινή. Στο δρόμο είδα πολλά αυτοκίνητα της αστυνομίας, φοβήθηκα από μέσα μου και αισθάνθηκα ότι κάτι κακό έχει συμβεί. Την πρώτη βραδιά πήγα στην περιοχή Γερακινής κάτω στην παραλία. Εκεί, στο κάμπινγκ βρήκα τροφές, νερό, ρούχα, κουβέρτες, μια τσάντα και ένα μαχαίρι. Το μαχαίρι το χρειαζόμουν για τροφές. Από τη Γερακινή την δεύτερη μέρα πήγα προς τις Καλύβες. Παντού είχε αστυνομία και γύρισα πίσω προς Ορμύλια (Ψακούδια) με σκοπό να αφήσω τον μικρό στην θεία της Λέλας και να πάω στην αστυνομία. Δεν την βρήκαμε και δεν ξέραμε τι γίνεται. Γυρίσαμε πίσω προς Θεσσαλονίκη, Γερακινή, Καλύβες, Μουδανιά. Στα Μουδανιά ζήτησα ταξί για Θεσσαλονίκη, ο σκοπός μου ήταν να πάω σε οποιοδήποτε αστυνομικό τμήμα στη Θεσσαλονίκη. Έτσι άρχισα τη διαδρομή Διονυσίου – Νέα Πλάγια. Στην περιοχή κοντά στο Μεσημέρι διαπίστωσα ότι είχε παντού αστυνομία. Παντού είχε αστυνομία και φοβόμουνα να μην τρομάξει το παιδί και έτσι γύρισα πίσω προς Ορμύλια. Την πρώτη ημέρα που πήρα τον Φοίβο μαζί μου αυτός είχε ήδη πυρετό, τον οποίο φρόντισα και έπεσε, παρά τις όποιες κακουχίες μπορεί να περάσαμε εγώ και το παιδί. Φρόντιζα καθημερινά να έχει νερό και φαγητό, ακόμα και σε βάρος της δικής μου διατροφής, καθώς από τα πουλιά και κουνέλια που έβρισκα και έψηνα, έδινα στο παιδί το κρέας, ενώ εγώ έγλυφα και ρουφούσα τα κόκαλα. Μάλιστα όταν το παιδί κάποια στιγμή μού ζήτησε να δει τηλεόραση, φρόντισα και βρήκα τηλεόραση για να παρακολουθήσει παιδικά.
Ήθελα να παραδοθώ μόνος μου
Την ημέρα της σύλληψης, ήρθαν δύο Αλβανοί, τους ζήτησα να μού φέρουν λίγο ψωμί, δεν δέχτηκαν. Εγώ αν ήθελα να φύγω θα έφευγα, δεν με σταματούσαν αυτοί ούτε με σφαίρα. Ο Φοίβος θα έπρεπε να επιστρέψει στην οικογένεια και εγώ στο τμήμα. Μετανιώνω για την πράξη που κατηγορούμαι, αλλά δεν θυμάμαι να την έχω κάνει. Ζητώ συγγνώμη από τους γονείς της γυναίκας μου, από τα παιδιά που έμειναν ορφανά και από μάνα και από πατέρα, αλλά και από την κοινωνία. Την οικογένειά μου πάντα την αγαπούσα και δεν θα έκανα κάτι κακό. Από την πρώτη μέρα που εγκαταστάθηκα στην Ορμύλια για μια καλύτερη ζωή προσπάθησα να είμαι εργατικός, συνεπής στις υποχρεώσεις μου, συνεπής με το Νόμο, καλός οικογενειάρχης και αξιοπρεπής. Αυτή την προσπάθεια την έκανα γιατί επιθυμούσα να ενταχθώ στην ελληνική κοινωνία και αντίστοιχα και η ελληνική κοινωνία να με αποδεχθεί πλήρως, με αποτέλεσμα μέχρι την ημέρα που έκανα το κακό δεν είχα δώσει το παραμικρό δικαίωμα σε κανέναν για να έχει την παραμικρή αρνητική άποψη για μένα. Αντίθετα, όλοι με αγαπούσαν, μού πρόσφεραν δουλειές, μου εμπιστεύθηκαν τα σπίτια τους, με αγάπησαν, και ποτέ δεν μου συμπεριφέρθηκε κανείς από το χωριό σαν έναν ξένο. Έχω υποχρέωση σε όλους τους κατοίκους της Ορμύλιας να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για την αγκαλιά που άνοιξαν και με δέχθηκαν με τόση αγάπη και εμπιστοσύνη», καταλήγει στη μακροσκελή επιστολή του ο Λέσι.
Η δήλωση του δικηγόρου
«Ο εντολέας μου μέσα από τη φυλακή θεώρησε υποχρέωσή του να επικοινωνήσει με όλους όσους πριν το συμβάν τον εμπιστεύτηκαν, τον αγκάλιασαν, τον βοήθησαν και τον περιέβαλαν με αγνή φιλία. Αυτό δεν σημαίνει ότι η πράξη δεν είναι κατακριτέα, αλλά τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Δεν μπορεί μια πράξη, όσο κατακριτέα και να είναι, να μηδενίζει την προηγούμενη
υποδειγματική του ζωή. Ως εκ τούτου θεωρεί ότι η οποιαδήποτε κρίση πρέπει να ξεχωρίζει το χρονικό διάστημα από την άφιξή του στην Ελλάδα μέχρι το συμβάν και το περιστατικό του Γενάρη», δηλώνει στο protothema.gr ο δικηγόρος του Λέσι, κ. Σωκράτης Προβατάς.