Σαν να μην έφτανε η ανεργία που έχει φτάσει στο 47% στον κλάδο του Τύπου και των ΜΜΕ, η κυβέρνηση πέταξε εν μία νυκτί το αγγελιόσημο στον ποταμό της λήθης, οδηγώντας στον «Καιάδα» τα ταμεία Τύπου και τον ΕΔΟΕΑΠ, τα μόνα που εξακολουθούσαν να αποτελούν νησίδες προστασίας για τους εργαζόμενους, τους άνεργους και τους συνταξιούχους.
Στην παράγραφο 9 του άρθρου 38 του νομοσχεδίου, καταργούνται δεκάδες διατάξεις αρχής γενομένης από νόμο του 1941. Το βαρύτερο όμως πλήγμα είναι η κατάργηση του αγγελιόσημου που θεσπίσθηκε στην διάρκεια της δικτατορίας σε αντικάτασταση του λεγόμενου λαχείου συντακτών.
.
Μέχρι σήμερα το αγγελιόσημο λειτουργούσε ως οιονεί εργοδοτική εισφορά, επιτρέποντας στα ταμεία τύπου να διατηρήσουν την οικονομική τους αυτοτέλεια καθώς δεν έχουν λάβει ούτε ένα ευρώ από τον κρατικό προϋπολογισμό .
Το υπουργείο Εργασίας πάντως που έδωσε ψεύτικες ελπίδες στους συνδικαλιστές του κλάδου , ζητώντας τους προτάσεις με ποιο τρόπο θα «κάψουν πιο θεαματικά το σπίτι τους» είχε αποδεχθεί τη γνωμοδότηση του καθηγητή Ακρίτα Καϊδατζή ( ανατέθηκε από την πρόεδρο του ΕΤΑΠ-ΜΜΕ) ότι «το αγγελιόσημο επί των διαφημίσεων στον Τύπο και τα ΜΜΕ συνιστά ιδιάζοντα κοινωνικό πόρο, ο οποίος υποκαθιστά τις εργοδοτικές εισφορές (οιονεί εργοδοτική εισφορά με ανταποδοτικό χαρακτήρα)».
Το ύψος των εσόδων από το αγγελιόσημο τα χρόνια της κρίσης δεν ξεπερνά τα 12 εκατ. ευρώ ετησίως καθώς η διαφημιστική δαπάνη είχε συρρικνωθεί στα 60 εκατ. ευρώ από 140 εκατ. την εποχή της ευμάρειας.
Μέχρι τώρα ,παρότι οι δανειστές ζητούσαν την κατάργησή του από το 2010 (καθώς τον θεωρούσαν φόρο υπέρ τρίτων) το αγγελιόσημο είχε διασωθεί. Ωστόσο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν έδειξε καμία διάθεση να το υπερασπιστεί, προτιμώντας να δώσει βορά στους δανειστές τους ανθρώπους του Τύπου στο όνομα της ισονομίας και της προστασίας των μη προνομιούχων.
Κατά ποία έννοια είναι προνομιούχοι οι δημοσιογράφοι με το μπλοκάκι που θα αναγκαστούν, όπως προβλέπει το ασφαλιστικό νομοσχέδιο, να πληρώνουν διπλές εισφορές με μισθούς που συνεχώς συρρικνώνονται;
Τα νέα δυσοίωνα δεδομένα που δημιουργούνται στο χώρο του τύπου και των ΜΜΕ με το νομοσχέδιο Κατρούγκαλου είναι τα εξής:
– Όλοι οι κλάδοι του ΕΤΑΠ-ΜΜΕ (δημοσιογράφοι , τεχνικοί τύπου , διοικητικοί υπάλληλοι, εφημεριδοπώλες ) θα ενταχθούν στον ενιαίο φορέα ( ΕΦΚΑ) χωρίς αυτονομία , μεταφέροντας μαζί και την περιουσία τους την οποία εποφθαλμιά η κυβέρνηση. Χωρίς αγγελιόσημο άλλωστε τα ταμεία δε θα μπορούσαν να στηρίξουν την αυτόνομη πορεία τους.
– Με την κατάργηση του αγγελιοσήμου , οι ασφαλιστικές εισφορές αναπροσαρμόζονται ετησίως ισόποσα και σταδιακά από 1.1.2017 και εφεξής, ούτως ώστε από 1.1.2020 να διαμορφωθούν σε συνολικό ποσοστό εισφοράς κύριας σύνταξης 20% (6,67% σε βάρος των ασφαλισμένων και κατά 13,33% σε βάρος των εργοδοτών).
-Η διάταξη θα ισχύσει χωρίς καμιά αναλογιστική μελέτη η οποία να αποδεικνύει τη βιωσιμότητα του συστήματος. Το μόνο πλάνο που έχει η κυβέρνηση είναι να ρίξει στη χοάνη του νέου ενιαίου φορέα (ΕΦΚΑ) τα αποθεματικά του ΕΤΑΠ- ΜΜΕ και του ΤΣΜΕΔΕ που είναι τα μόνα ταμεία που έχουν ακόμα αξιόλογη περιουσία. Στόχος είναι να καλυφθεί η δαπάνη για τις συντάξεις όλων των συνταξιούχων μερικούς μήνες ακόμη και μετά… βλέπουμε.
Ο κίνδυνος να οδηγηθούν και άλλες επιχειρήσεις του κλάδου σε λουκέτο λόγω της επιβάρυνσης είναι υπαρκτός.
Επιπλέον, οι εργοδότες άλλοι λίγο, άλλοι περισσότερο θα μετακυλήσουν την επιβάρυνση από την εισφορά στους εργαζόμενους. Αυτό σημαίνει απολύσεις ή μειώσεις μισθών. Σημαίνει λουκέτο και σε άλλες επιχειρήσεις του κλάδου,
-Τα «μπλοκάκια » θα κατακλύσουν την αγορά , επιβαρύνοντας τους εργαζόμενους παρά τις δηλώσεις του κ. Κατρούγκαλου ότι θέλει να τα προστατέψει, εφαρμόζοντας ισονομία από τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου μέχρι το τελευταίο μπλοκάκι.
Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι όσοι αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών και απασχολούνται σε ένα ή και δύο εργοδότες θα ασφαλίζονται πλέον με τις διατάξεις των μισθωτών.
Αυτό σημαίνει ότι θα κληθούν και οι εργοδότες να καταβάλλουν εργοδοτικές εισφορές για τα «μπλοκάκια της τάξης του 13,33% . Στην σκληρή πραγματικότητα της αγοράς εργασίας ( σε όλους τους κλάδους όχι μόνο στο δημοσιογραφικό) αυτό δε θα συμβεί , με αποτέλεσμα και πάλι οι εργαζόμενοι να επωμιστούν το κόστος.
Επίσης, οι ασφαλισμένοι μετά το 1993 με «μπλοκάκι» που ελάμβαναν απαλλαγή, θα υποχρεώνονται να ασφαλίζονται σε δύο ή περισσότερους φορείς ή τομείς ασφάλισης και να καταβάλλουν για κάθε αναληφθείσα επαγγελματική δραστηριότητα τις προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές. Δηλαδή , μέσα στο πλαίσιο του ενιαίου φορέα
– Χωρίς αγγελιόσημο , ο ΕΔΟΕΑΠ (υγεία , πρόνοια, επικούρηση) θα πέσει στα τάρταρα. Τα αποθεματικά του ύψους 29 εκατ. ευρώ σήμερα αρκούν να παρατείνουν τη ζωή του για 6-7 μήνες.
Βεβαίως μπορεί κανείς να στηλιτεύσει τη διαχείριση του πάλαι ποτέ ανθηρού φορέα . Δομημένα ομόλογα, γενναιόδωρες προκαταβολές εφάπαξ και υψηλές επικουρικές. Τα στελέχη του Τύπου με υψηλούς μισθούς πριν από το 2012 έπαιρναν επικουρικές 800 ευρώ, με αποτέλεσμα να μην μείνει ούτε ευρώ για τους νεώτερους.
Ωστόσο παραμένει το «καμάρι» των συναδέλφων οι οποίοι «πονούν» περισσότερο που χάνουν τον ΕΔΟΕΑΠ παρά για τις χαμηλές συντάξεις του μέλλοντος και τις περικοπές στους ήδη συνταξιούχους που ξεπέρασαν το 35% στα χρόνια της κρίσης.
Οι δημοσιογράφοι αποχαιρετούν το ειδικό τρόπο υπολογισμού των συντάξεών τους και υπόκεινται στις ενιαίους κανονισμούς του ΕΦΚΑ. Δηλαδή η σύνταξή τους θα υπολογίζεται με βάση το σύνολο του εργασιακού βίου (σε πρώτη φάση από το 2002 και μετά) με αποτέλεσμα να υποστεί μείωση κατά 30%. Και αυτό γιατί τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας τους οι δημοσιογράφοι δουλεύουν με ψιχία και ανασφάλιστοι ενώ τα τελευταία χρόνια οι μισθοί συρρικνώθηκαν δραματικά.
Οσον αφορά στην αύξηση των ορίων ηλικίας που επιβλήθηκε με το νόμο του Αυγούστου , τρεις κατηγορίες ασφαλισμένων επιβαρύνθηκαν υπέρμετρα από τις αλλαγές.
Οι μητέρες ανηλίκων που θα δουλέψουν από 7 έως και 12 χρόνια περισσότερο, για να συνταξιοδοτηθούν στα 62. Πχ από τα 50 στα 62
Οι γυναίκες χωρίς ανήλικα πχ από τα 55 στα 64
Οι άντρες που έχασαν το δικαίωμα για συνταξιοδότηση με 35ετία χωρίς όριο ηλικίας και αναγκαστικά θα βγουν στη σύνταξη από τα 58 εως τα 62 , δουλεύοντας σε κάποιες περιπτώσεις πάνω από 40 έτη.