του Παναγιώτη Σπυρόπουλου
Μια «άγνωστη» απόπειρα αυτοκτονίας της Ανθής Λινάρδου το 2012, τα ψυχολογικά προβλήματα της συζύγου του μετά την γέννηση των παιδιών τους και τις υποψίες του για σχέσεις με πρώην σύντροφό της με τον οποίο ανέπτυξε διαδικτυακή και τηλεφωνική συνομιλία, επικαλείται ο 40χρονος συζυγοκτόνος Τάσος Τσιουχάρας στην απολογία που έδωσε στον Ανακριτή Κοζάνης το περασμένο Σάββατο.
Με αυτόν τον τρόπο επιχειρεί να αποδώσει ελαφρυντικά στην αποτρόπαια πράξη του, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά πως η σύζυγός του επισκεπτόταν ψυχολόγο, πιθανόν εξαιτίας «επιλόχειας κατάθλιψης», και λάμβανε φαρμακευτική αγωγή, χωρίς να αποδίδει «ίχνος» ευθύνης στον εαυτό του για την ψυχολογική αστάθεια της συζύγου του, την οποία επικαλείται.
«Ήμουν δυνατότερος» αναφέρει για το μοιραίο βράδυ της δολοφονίας, υποστηρίζοντας πως η αρχική λεκτική αντιπαράθεση με βαριές εκφράσεις, εξαιτίας της επιμονής της να φύγει μαζί με τα παιδιά τους, γρήγορα μετατράπηκε σε συμπλοκή. Η πάλη τους έγινε σφοδρότερη, όπως αναφέρει στην απολογία του, όταν τις ανέφερε ότι γνώριζε τις συνομιλίες με τον πρώην σύντροφό της. «Το ερωτικό μου πάθος για την σύζυγό μου, μαζί με την υπόνοια ότι μπορούσε να ποθεί άλλον άνδρα και ότι θα έπαιρνε μαζί της τα παιδιά μας, μου θόλωσαν το μυαλό. Επειδή είμαι δυνατότερος, πάνω στην πάλη κατάφερα να την πιάσω από τον λαιμό με το ένα χέρι και με το άλλο της κρατούσα το στόμα, πιέζοντάς την δυνατά. Δυστυχώς για όλους μας δεν σταμάτησα έγκαιρα τον στραγγαλισμό με αποτέλεσμα να πέσει νεκρή» δηλώνει στην απολογία του ο «ηθοποιός»-δολοφόνος.
Απόπειρα και… άλλο πρόσωπο
Ο συζυγοκτόνος ισχυρίζεται στην απολογία του πως από το 2008 με την γέννηση του γιού τους, και πιο έντονα μετά τη γέννηση των δίδυμων κοριτσιών το 2010, άλλαξε η συμπεριφορά της συζύγου του.
«Άρχισε να γίνεται πιο απόμακρη, να κλείνεται στον εαυτό της και κάποιες φορές φαινόταν σαν να χάνεται στις σκέψεις της. Για το λόγο δε αυτό με προτροπή μου επισκεπτόταν και ειδικό γιατρό (ψυχολόγο), ο οποίος την συνέστησε και φαρμακευτική αγωγή. Η ως άνω κατάσταση συνεχιζόταν και στις συνομιλίες μας αλλά και στις συνεχείς ερωτήσεις μου τι την ενοχλούσε, στην αρχή δεν απάντησε, αλλά μετά μου ανακοίνωσε ότι δεν μπορεί την ζωή στο Βελβεντό, ότι δεν με ήθελε πλέον και ότι ήθελε να χωρίσουμε και να πάρει τα παιδιά μας μαζί της. Εγώ, παρ’ όλες τις προσπάθειές μου δεν μπορούσα να κατανοήσω την στάση της αυτή και άρχισα να αισθάνομαι ανήμπορος να την συνεφέρω και να μπορέσω να διατηρήσω την σχέση μας και την οικογένειά μας» απολογείται ο Τάσος Τσιουχάρας.
Στη συνέχεια της απολογίας τους υποστηρίζει πως «τα προβλήματα της συζύγου κορυφώθηκαν όταν έκανε απόπειρα αυτοκτονίας το έτος 2012 οπότε συνειδητοποίησα ότι η κατάστασή της έχει φθάσει στο απροχώρητο. Παράλληλα με αυτή την αλλαγή στην συμπεριφορά της και την απόπειρα αυτοκτονίας που έκανε, διαπίστωσα ότι είχε το τελευταίο χρονικό διάστημα που υπερέβαινε το έτος, με δική της πρωτοβουλία, συχνή συνομιλία διαδικτυακή και τηλεφωνική με έναν πρώην σύντροφό της. Όταν το ανακάλυψα, έχασα κυριολεκτικά τη γη κάτω από τα πόδια μου. Προσπάθησα όμως μέχρι την ύστατη στιγμή να την συνεφέρω αλλά προφανώς δεν τα κατάφερα».
«Έτσι την σκότωσα»
Για το βράδυ του στραγγαλισμού της συζύγου του και τις προσπάθειές του να καλύψει το φρικτό έγκλημά του, ο 40χρονος λέει στην απολογία του: «Το Σάββατο 9/1/2016 το βράδυ όταν επέστρεψα από μία εκδήλωση πέρασα πρώτα από το δωμάτιο των παιδιών μας και τα είδα ότι κοιμούνταν. Έπειτα πήγα στο υπνοδωμάτιό μας όπου βρισκόταν η σύζυγός μου. Μου είπε με έντονο και αποφασιστικό ύφος ότι θέλει να φύγει και να πάρει και τα παιδιά μαζί της. Της είπα ότι ακόμη είμαι ερωτευμένος μαζί της και της ζήτησα για χάρη των παιδιών να προσπαθήσουμε δίδοντας μια ευκαιρία ακόμη στην σχέση μας. Αυτή ήταν ανένδοτη και έξαλλη. Αρχίσαμε να μαλώνουμε στην αρχή λεκτικά».
Στη συνέχεια περιγράφει πως ο καυγάς τους μετατράπηκε σε συμπλοκή που κατέληξε στο έγκλημα επειδή ήταν πιο «δυνατός»:
« Όταν της ανέφερα όμως το γεγονός ότι γνώριζα τις συνομιλίες που είχε με τον πρώην της σύντροφο, εκείνη εκνευρίστηκε, φώναζε ακόμη περισσότερο και αρχίσαμε να χτυπάμε ο ένας τον άλλον.
Το ερωτικό μου πάθος για την σύζυγό μου, μαζί με την υπόνοια ότι μπορούσε να ποθεί άλλον άνδρα και ότι θα έπαιρνε μαζί της τα παιδιά μας, μου θόλωσαν το μυαλό. Επειδή είμαι δυνατότερος, πάνω στην πάλη κατάφερα να την πιάσω από τον λαιμό με το ένα χέρι και με το άλλο της κρατούσα το στόμα, πιέζοντάς την δυνατά. Δυστυχώς για όλους μας δεν σταμάτησα έγκαιρα τον στραγγαλισμό με αποτέλεσμα να πέσει νεκρή. Έμεινα σχεδόν ακίνητος για λίγα λεπτά δεν είχε συναίσθηση του τι έκανα. Ήταν πλέον αργά, είχα σκοτώσει τη σύζυγό μου».
«Έκανα ένα ακόμη… λάθος»
Ο Τάσος Τσιουχάρας, στη συνέχεια της απολογίας του, ομολογεί κυνικά τις ενέργειες στις οποίες προέβη για να καλύψει το «πρώτο λάθος του», εννοώντας τη δολοφονία της Ανθής.
«Όταν το συνειδητοποίησα έκανα ένα ακόμη λάθος. Αντί να μεταβώ κατευθείαν στην αστυνομία και να παραδοθώ σκέφτηκα ότι πρέπει να το αποκρύψω. Η μοναδική μου σκέψη ήταν ότι αφού έχασα την σύζυγό μου με την πράξη μου, θα έχανα και τα παιδιά μου. Γι αυτό αποφάσισα να μεταφέρω κρυφά τη σορό της και να την θάψω στο χωράφι μας στο οποίο ήδη υπήρχε ένας λάκκος από χωματουργικές εργασίες που είχαν ξεκινήσει προ έτους. Έτσι και έκανα. Από τότε προσποιήθηκα ότι η σύζυγός μου είχε εξαφανιστεί. Όταν όμως μετά από τις έρευνες της αστυνομίας, βρέθηκε το πτώμα της συζύγου μου επανήλθα στην πραγματικότητα και ομολόγησα το έγκλημά μου».
Ακολουθούν οι δηλώσεις «μετάνοιας», η άρνηση προμελέτης και η άγνοια ότι το «φρεζάρισμα» προσέβαλε τη μνήμη της, με τον εξής τρόπο:
«Με το παρόν δηλώνω ότι έχω μετανιώσει για την πράξη μου αυτή, γιατί αφαίρεσα την ζωή από την μόνη γυναίκα που αγάπησα. Επίσης κατέστρεψα την ζωή των παιδιών μου, τα οποία ορφάνευσαν μέσα σε μια μέρα από τους δύο τους γονείς καθώς και τις ζωές των γονιών μου και γενικότερα της οικογένειάς μου και της οικογένειας της θανούσης. Ομολογώ ότι διέπραξα το έγκλημα της ανθρωποκτονίας χωρίς καμία προμελέτη, αλλά εν βρασμώ ψυχής. Δεν θεωρούσα ότι προσβάλω την μνήμη της, όταν φρέζαρα τον λάκκο όπου την έθαψα. Τίποτε άλλο δεν επιθυμώ να προσθέσω πλην του γεγονότος ότι λυπάμαι βαθύτατα για την πράξη μου και το κακό που προκάλεσα, ζητώ συγνώμη από τα παιδιά μου τους οικείους μου και τους συγγενείς γι αυτό».