ΟΠΕΚΕΠΕ: Η νέα ΚΑΠ αλλάζει τα πάντα …
Μόνο οι επαγγελματίες αγρότες θα λαμβάνουν επιδοτήσεις μετά το 2020. Είναι ριζική η αλλαγή στο νέο καθεστώς της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής( ΚΑΠ).
Όπως διαβάζουμε στο «Έθνος», το δίπτυχο της προτεινόμενης από πολλές πλευρές πολιτικής για την ευρωπαϊκή γεωργία βασίζεται στην έμφαση στην αγροτική ανάπτυξη και όχι στις άμεσες ενισχύσεις και την κατάργηση των αποσυνδεδεμένων ενισχύσεων.
Αβέβαιο μάλιστα είναι και το μέλλον των σημερινών δικαιωμάτων ενίσχυσης που προτείνεται μεταξύ άλλων να αντικατασταθεί από ένα συμβολαιακό πλαίσιο μεταξύ γεωργών και Δημοσίου. Για την Κοινή Αγροτική Πολιτική, κρίσιμο θέμα αναφορικά με το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο μετά το 2020 είναι η κατανομή των πόρων μεταξύ των πολιτικών της ΕΕ. Η συμμετοχή της ΚΑΠ στο συνολικό προϋπολογισμό της ΕΕ μειώνεται, από 44,3% το 2007 σε 36,1% το 2020, παραμένοντας όμως το 2ο κατά σειρά κεφάλαιο υψηλών δαπανών, μετά την πολιτική συνοχής.
[irp posts=”83361″ name=”ΟΠΕΚΕΠΕ: Δείτε τις πιο πρόσφατες πληρωμές στους αγρότες”]
Στις ιδέες που διατυπώνονται περιλαμβάνονται σκέψεις για στήριξη των τιμών με «αντι-κυκλικές ενισχύσεις», όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ, με ένα καθεστώς παρέμβασης (δημόσια αποθεματοποίηση) όταν οι τιμές πέφτουν κάτω από ένα όριο και μέτρα διαχείρισης κρίσεων, για τη χρηματοδότηση των οποίων, πέραν του προϋπολογισμού της ΕΕ, θα πρέπει να καθιερωθεί μια μεταβλητή «εισφορά αλληλεγγύης», στο εμπόριο γεωργικών προϊόντων. Ακούγονται σκέψεις για ενοποίηση των δύο πυλώνων της ΚΑΠ, ότι οι ενισχύσεις θα πρέπει να χορηγούνται από έναν πυλώνα, με πολυετή προγραμματισμό και με εθνική συγχρηματοδότηση για όλες τις δαπάνες της ΚΑΠ. Οτι οι αποσυνδεδεμένες ενισχύσεις πρέπει να καταργηθούν σταδιακά και οι εξοικονομήσεις να κατευθυνθούν σε μέτρα διαχείρισης κρίσεων και ότι η κατανομή των πόρων του προϋπολογισμού της ΕΕ στα κράτη-μέλη να βασίζεται σε κίνητρα, στις επιδόσεις και στις ανάγκες τους. Διαφαίνονται προβληματισμοί για την αποτελεσματικότητα των αποσυνδεδεμένων στρεμματικών ενισχύσεων στην πραγματική οικονομία, που μόνη προϋπόθεση είσπραξης έχουν κάποιες αμφισβητούμενου αποτελέσματος περιβαλλοντικές υποχρεώσεις. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται πως το μέλλον των αποσυνδεδεμένων ενισχύσεων δεν είναι μακροπρόθεσμα εξασφαλισμένο και ότι η μελλοντική ΚΑΠ θα είναι πιο απαιτητική για τους ίδιους τους γεωργούς και για τα κράτη-μέλη.
Θα απαιτεί παραγωγική προσπάθεια από τους γεωργούς, κάτι που σημαίνει πως η λίστα των δικαιούχων επιδοτήσεων θα αλλάξει δίνοντας έμφαση στους ενεργούς και πραγματικούς επαγγελματίες αγρότες που παράγουν. 1η τάση: Η νέα ΚΑΠ θα αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης, με πιέσεις αφενός από τα νέα κράτη-μέλη για εξισορρόπηση των ενισχύσεων και άλλες ελάσσονες αλλαγές. Δεν φαίνεται να υπάρχουν ισχυρές τάσεις για μια πιο στοχευμένη ΚΑΠ, που επικεντρώνεται στην παραγωγή δημόσιων αγαθών. 2η τάση: Αποτυπώνει την ανάγκη για αλλαγές στον τρόπο χρηματοδότησης της ΚΑΠ, κυρίως για συγχρηματοδότηση και των δύο πυλώνων της. Ο πρόεδρος της δεξαμενής σκέψης «Groupe de Bruges», που πάντα υποστήριζε μικρότερο προστατευτισμό μέσω της ΚΑΠ, δηλώνει ότι για να είναι η ΚΑΠ συμβατή με το στόχο να πρωτοστατήσει η ΕΕ παγκόσμια στην έρευνα, την καινοτομία και την περιβαλλοντική αειφορία, ο μόνος τρόπος είναι να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην αγροτική ανάπτυξη (2ος πυλώνας ΚΑΠ), η οποία είναι περισσότερο προσανατολισμένη στην αποτελεσματικότητα, αντίθετα με τις άμεσες ενισχύσεις που η αποτελεσματικότητά τους δεν έχει μετρηθεί. 3η τάση: Η πρωτοβουλία «Momagri» προωθεί ιδέες για μια άλλη ΚΑΠ, που θα εξακολουθεί να βασίζεται σε δύο πυλώνες, αλλά που το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού του πρώτου πυλώνα αφορά καθεστώτα βασικών πληρωμών ενώ η πράσινη ενίσχυση πρέπει να μετατραπεί σε εργαλεία ρύθμισης των γεωργικών αγορών και ενίσχυσης του αγροτικού εισοδήματος στη βάση ενός συστήματος «αντι-κυκλικών ενισχύσεων». Ενα μικρό «ευρωπαϊκό ποιοτικό πριμ», ενιαίο για όλα τα βασικά προϊόντα, θα πρέπει να καταβάλλεται σε όλους τους γεωργούς.
Θα πρέπει λοιπόν να ορίζονται θεσμικές τιμές των προϊόντων, βάσει του κόστους στην ΕΕ, με ένα εύρος διακύμανσης, για τις διαφοροποιήσεις μεταξύ των κρατών-μελών. Οι διαφορές προς τα κάτω από τις πραγματικές τιμές στην αγορά θα πρέπει να επιδοτούνται («αντι-κυκλικές ενισχύσεις»), σύμφωνα με κανόνες που θα έχει ορίσει το Συμβούλιο της ΕΕ.