-Πάω στο γιατρό τα ψώνια εγώ.
-Να πας στο καλό.
-Τηλεφώνησ’ η γιατρέσσα.
-Να πας στο καλό.
-Εσύ θα κάτσεις εδώ πέρα, πάω γω, πάω γω που είμαι κι αδύνατος κι ανεβαίνω και κατεβαίνω στα σκαλιά κι έχω γίνει σα σουγλί, κι εσύ σαι 800 κιλά αηδία. Συ να κάτσεις εδώ, πάω γω. Πάω στο γιατρό εγώ. Το μεγάλο μισθό που παίρνω και τρέχω όλη μέρα στους δρόμους. Μου κρατάς και το νΊΚΑ. Ποιος είν’ αυτός ο ΙΚΑς;
-Αυτό όλοι το πληρώνουνε, δεεεε…
-Δεν το πληρών’ εγώ. Πώς να το πληρώσω; Δε φτάνει που δε με πληρώνεις, θα πληρώνω και το νΊΚΑ. Και μου λες όλο υπομονή, μη σε νοιάζει, θ’ αρρωστήσεις. Πότε θ’ αρρωστήσω εγώ;…
Πολύ καλή και επίκαιρη η ερώτηση του Κώστα Χατζηχρήστου που έκανε σαν «Ζήκος» όταν έδινε ρέστα στην ταινία «Της κακομοίρας» του 1963 (Σκηνοθεσία & σενάριο: Ντίνος Κατσουρίδης), και από ότι φαίνεται αυτός ο ΙΚΑς μας ταλαιπωρούσε από εκείνη την εποχή. Κάνοντας μάλιστα μια πρόσφατη επίσκεψη σε Τοπικό Υποκατάστημα ΙΚΑ διαπίστωσα με μειδίαμα ότι δεν έχουν αλλάξει και πάρα πολλά από τότε.
Παρασκευή πρωί και σχεδόν στις 8 είμαι ήδη στην πολυκατοικία της υπομονής που λέγεται Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Καλή ώρα, σκέφτομαι, για να μαι σε κανά δίωρο στη δουλειά μου. Ανεβαίνοντας τους δύο ορόφους όμως και αντικρίζοντας τα σκυθρωπά και πολυάριθμα βλέμματα καθιστών και ορθίων κάτι φανέρωνε ότι δε θα ναι ένα εύκολο πρωινό.
Πρώτη (σοφή) κίνηση, νουμεράκι από το μηχάνημα. Αριθμός: 35 (¡).
Αναρωτιέσαι από τι ώρα έχουν πάει οι προηγούμενοι συνασφαλισμένοι σου, αλλά το ξεχνάς γρήγορα γιατί προτιμάς να δεις τι παίζει στο διαβολομηχάνημα με τα κόκκινα μάτια που σε «καρφώνει» από απέναντι και ετοιμάζεται να καθορίσει το μέλλον σου για την επόμενη ώρα, ή μάλλον, μέρα.
Περιμένεις γεμάτος θάρρος, ξεπερνώντας την πρωινή αϋπνία που δεν συνοδεύεται από πρωινό καφέ -γιατί άμα φύγεις και «τρέξουν» τα νούμερα και χάσεις τη σειρά σου άντε γεια – και καμία κουβέντα να σε ξυπνάει από το λήθαργο. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα ο χρόνος δείχνει σπάνια κολλημένος και ο μαγικός κόκκινος αριθμός πάνω από τα κεφάλια μας είναι σταματημένος στο «4». Ο περισσότερος κόσμος περιμένει στωικά, ξεφυσά ανά πεντάλεπτα, αλλά όσο περνά η ώρα η αρχική φόρα μετατρέπεται σε απογοήτευση, με τον τρόπο που γίνεται στις διάφορες μορφές ενέργειας που μαθαίναμε στη Φυσική.
Επί τη ευκαιρία παρατηρείς όλους τους τύπους ανθρώπων, σε μια προσπάθεια να ξεχαστείς από το χαμένο χρόνο. Ο cool τύπος με το φρέντο, η χτυπημένη κυρία με τον επίδεσμο στο πόδι και το (χρυσό) σανδάλι, οι γιαγιάδες με το μαλλί – κράνος που η λακ φαίνεται να κατήργησε κάθε νόμο της βαρύτητας, και το οινοπνευματί μαλλί που φαίνεται να κατήργησε κάθε νόμο λογικής -μα πως στο καλό το πετυχαίνουν αυτό το χρώμα;-, η δικηγορίνα με τον ελάχιστο χρόνο στη διάθεσή της, και φυσικά ο περίεργος νυσταγμένος τύπος που κάθεται και παρατηρεί τους άλλους.
Τα πρώτα βλέμματα ενόχλησης για την εμφανή καθυστέρηση στο τμήμα μητρώου είναι ορατά, ενώ αντίθετα, το δίδυμο «αδερφάκι» του, οι παροχές, φαίνεται να τρέχει σα διαολεμένο, μόνο και μόνο για να μεγαλώσει την ένταση. Μπιιιιπ, μπιιιιπ, μπιιιπ, τα νούμερα φεύγουν βροχή. Κλασικά, οι περισσότεροι ήρθαν, πήραν το χαρτί τους και εξαφανίστηκαν. Αντίθετα, οι «πτωχοί συγγενείς» του μητρώου είναι ακόμα εκεί, ακινητοποιημένοι. Κάτι που κάνει λίγη ζέστη, κάτι που είναι (μόλις) δύο υπάλληλοι να εξυπηρετούν, κάτι που ο χρόνος συνεχίζει να χάνεται, επικρατεί αυτή η ησυχία λίγο πριν ξεσπάσει η καταιγίδα. Μονομαχία στο Ελ Πάσο, θάμνοι να πηγαινοέρχονται από τον άνεμο, τέτοιο κλίμα. Ξαφνικά σκάει η πρώτη έκρηξη.
-«Δε μπορώ να καταλάβω πως γίνεται. Είναι μερικοί που έρχονται μετά από μας και μπαίνουν νωρίτερα. Κι αφού τους βλέπω, μα μας κοροϊδεύουνε μωρέ;», ρωτάει σχεδόν στον εαυτό της, σχεδόν απευθυνόμενη στο κοινό κυρία.
-«Α το δατε κι εσείς ε;», απαντά η «γειτόνισσα».
Να μην τα πολυλογώ, είκοσι λεπτά αργότερα όλοι έχουμε αποδεχθεί ότι «δεν υπάρχει παιδεία», ότι «δεν τα κάνουν αυτά εκεί που δεν τους παίρνει» κι ότι «εμείς φταίμε που είμαστε ανεκτικοί και δεν το κάνουμε θέμα».
Γύρω στις 10.15 κι ενώ έχει χαθεί κάθε ελπίδα επιτυχίας, ξαφνικά, τα νούμερα του μητρώου, σα να ζήλεψαν αυτά των παροχών, άρχισαν να σκαρφαλώνουν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Έναν αριθμό πριν το 35, νιώθω τους παλμούς μου να ανεβαίνουν, ένα ρίγος συγκίνησης να με διαπερνά. Με το που ακούω το χαρακτηριστικό «μπιπ» νιώθω να με διαπερνά ρεύμα. Τρέχω προς τον υπάλληλο ο οποίος γρήγορα με προσγειώνει στους ρυθμούς του. «Μη βιάζεσαι, όλα θα γίνουν», μου λέει. «Φωτοτυπία ταυτότητας, και φωτοτυπία του άλλου χαρτιού που έχεις εκεί». «Μετά, παίρνεις αυτή την αίτηση, τη συμπληρώνεις, αυτή εδώ την αίτηση, τη συμπληρώνεις κι αυτή…». «Και; Τελειώνω;», ρωτάω ο αφελής. «Μη βιάζεσαι. Πας πρωτόκολλο, παίρνεις αριθμό, φέρνεις και τα αντίγραφα, και συνεχίζουμε», μου απαντά. Αυτό το «και συνεχίζουμε» η αλήθεια είναι με θορύβησε.
Παρ’ όλα αυτά, τρέχω εκτός για φωτοτυπίες, ανεβαίνω στον 5ο για το πρωτόκολλο, παίρνω τις απαραίτητες υπογραφές – λογικά θα πρεπε να χα νηστέψει κιόλας για να είμαι έτοιμος, ίσως εκεί ήταν το λάθος μου- και πάω όλο χαρά στον ίδιο υπάλληλο, προσπερνώντας τα αγριεμένα βλέμματα των νέων συνασφαλισμένων μου που στο μεταξύ είχαν προστεθεί, και νόμιζαν πως απλά είχα το θράσος να τους παρακάμψω. «Είσαι σχεδόν έτοιμος φίλε μου», μου λέει ο υπάλληλος, και αυτό το «σχεδόν» μας κόστισε περίπου 12 λεπτά γιατί κάπου κόλλησε το σύστημα, κάπου πάτησε λάθος εντολή ο υπάλληλος, ε μέχρι να σκίσει και τις λανθασμένες εκτυπώσεις, πέρασε η ώρα. «Μ’ αυτά πας στην προϊσταμένη, υπογραφή και καθάρισες», («τυχερούλη», νιώθω να πλανάται σαν υπονοούμενο στον αέρα), και νιώθω ότι βιώνω το παρακάτω βίντεο.
Τα πόδια μου πατάνε γερά πλέον στο έδαφος. Είμαι στο τελικό στάδιο. Σχεδόν σα να παίζω ηλεκτρονικό και να μένει η τελευταία πίστα για να το τερματίσω. Να νικήσω το μεγάλο αρχηγό, την «προϊσταμένη». Μπαίνω με φόρα. Βλέπω μια κυρία. «Η κυρία προϊσταμένη έχει πεταχτεί για λίγο εδώ δίπλα, δεν θα αργήσει», μου απαντά η κατά τα φαινόμενα υπάλληλος του γραφείου της προϊσταμένης…
Δεν ξέρω, είναι κατάλληλη στιγμή να πω ότι εγώ για μια βεβαίωση πήγα στο ΙΚΑ;
-Πάω στο γιατρό εγώ…
-Βρε άει στο διάολο πήγαιν’ από δω χάμω.