Τάσου Σκλάβου
Όπως καθετί άλλο, έτσι και το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα έχει δύο όψεις ανάγνωσης. Για πολλούς αποτελεί ένα κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας του κράτους, για άλλους αποτελεί έναν μανδύα περικοπών άλλων επιδομάτων και ταυτόχρονα σηματοδοτεί τον εξευτελισμό μιας μεγάλης μερίδας της κοινωνίας -που μέσα στην κρίση συνεχώς αυξάνεται-, αφού στην ουσία κατηγοριοποιείται ως επαίτης και καλείται να ζει με μόλις 100 ευρώ τον μήνα.
Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος, όσο η κρίση δεν αναχαιτίζεται και η ανεργία παραμένει σε θεόρατα επίπεδα, να δούμε μια μεγάλη μερίδα της κοινωνίας να τίθεται εντελώς στο περιθώριο και να γίνουμε θεατές μιας ταχείας γκετοποίησης στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Παράλληλα με τους διαφαινόμενους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας, οι οποίοι αναμένονται να ξεκινήσουν αργά ή γρήγορα είναι πιθανό να ζήσουμε και στην Ελλάδα εικόνες με πολλούς αστέγους και ραγδαία αύξηση της εγκληματικότητας. Θα ήταν, λοιπόν χρήσιμο να κρίνουμε το ΕΕΕ με μεγάλη καχυποψία (όπως και οι υπουργοί της κυβέρνησης τον πρώτο καιρό πριν υπογραφεί το νέο Μνημόνιο), αφού έρχεται να αντικαταστήσει μια σειρά άλλων σημαντικών προνοιακών πολιτικών, συμπιέζοντας τα προς τα κάτω, ενώ παράλληλα μετατοπίζεται το ενδιαφέρον από την αντιμετώπιση του προβλήματος, δηλαδή της ανισότητας, στη διαχείριση του αποτελέσματος, δηλαδή της φτώχειας.
Έτσι οδηγούμαστε σε κατάργηση μεγάλου αριθμού προνοιακών και κοινωνικών επιδομάτων που καταβάλλονται σήμερα σε εκατομμύρια πολίτες. Ακόμα είναι άγνωστο ποια επιδόματα θα καταργηθούν αλλά είναι γνωστό πως στο «στόχαστρο» είναι τα επιδόματα στήριξης τέκνων, τα ειδικά τριτεκνικά, τα πολυτεκνικά επιδόματα, τα φοιτητικά επιδόματα, τα προνοιακά επιδόματα του ΟΓΑ, το ΕΚΑΣ και σε μεταγενέστερο στάδιο ίσως ακόμα και το επίδομα ανεργίας. Σίγουρα δεν πρέπει να εθελοτυφλούμε, είναι δεδομένο πως υπάρχει μεγάλη σπατάλη στον τομέα των επιδομάτων, η οποία πρέπει να καταπολεμηθεί στην ρίζα της, όμως το θέμα είναι παράλληλα και ιδιαίτερα ευαίσθητο.
Κάθε επίδομα έχει την δικιά του λογική και φύση, φτιαγμένο ειδικά για τις κατηγορίες δικαιούχων, στις οποίες απευθύνεται. Έτσι και το ΕΕΕ θα πρέπει να υπάρξει ως αυτό που είναι -ένα εργαλείο στήριξης των απόρων- και όχι ως ένα επίδομα που θα καταπιεί όλα τα άλλα στην λογική των περικοπών των Μνημονίων. Παράλληλα η κεντρική διοίκηση θα πρέπει να αναπτύξει τους εποπτικούς μηχανισμούς και να μειώσει την γραφειοκρατία, προκειμένου να καταπολεμηθεί η σπατάλη και η κακοδιαχείριση και να καταστεί ευκολότερη η παροχή στους δικαιούχους ολόκληρης τη γκάμας των επιδομάτων. Και όλα αυτά από την στιγμή που το κράτος δείχνει παντελώς αδύνατο να διασφαλίσει την ομαλή εφαρμογή του ΕΕΕ, όπως μαρτύρησε και το πιλοτικό πρόγραμμα.
Η λύση για τις 200.000 και πλέον οικογένειες που ενώ εργάζονται, ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, αλλά και για τις περισσότερες από 350.000 οικογένειες που ζουν χωρίς να έχουν κανέναν εργαζόμενο, δεν είναι η καταβολή ενός ποσού ως ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Η λύση είναι είτε η διασφάλιση ενός εισοδήματος ικανού να τους εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή διαβίωση και κατά συνέπεια η λύση έρχεται μέσα από την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα προ κρίσης επίπεδα και την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων είτε η εξασφάλιση απασχόλησης, με τη λύση να ακουμπά σε προγράμματα εγγύησης της εργασίας.
Το κρίσιμο στην εφαρμογή του ΕΕΕ είναι η διασύνδεση με την αγορά εργασίας, αφού στόχος δεν πρέπει να είναι η παροχή ενός ελάχιστου επιδόματος, αλλά η επαναφορά του ατόμου στην εργασία. Πρέπει το κράτος να μεριμνήσει, ώστε αυτή η κατηγορία πολιτών να έχει προτεραιότητα στα προγράμματα εργασίας, ώστε να απεμπλακεί άμεσα από τις συνθήκες ακραίας φτώχειας, δράση που απουσίασε παντελώς από την πιλοτική εφαρμογή.
Ιδιαίτερα σε μια χώρα με τεράστια ανεργία, όπως η Ελλάδα, με μεγάλη φοροαποφυγή και εισφοροδιαφυγή και ανεξέλεγκτη μαύρη εργασία, η εφαρμογή του ΕΕΕ θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μηχανισμός διαιώνισης της κατάστασης και εγκλωβισμού της κοινωνίας στη φτώχεια. Μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις, σε σχέση με την εφαρμογή του προγράμματος είναι ο ακριβής υπολογισμός του εισοδήματος των νοικοκυριών και αυτό γιατί περίπου το ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού απασχολείται σε αδήλωτη εργασία.