Ένα από τα πολυάριθμα μικρά Μοναστήρια της Πελοποννησιακής γης, των οποίων η ιστορική παρουσία μαρτυρείται ήδη στα χρόνια της Α΄ Τουρκοκρατίας, είναι η Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Αίγιο, κοντά στο χωριό Βερίνο.
Κτισμένη στο ομώνυμο βουνό Αγιάννης, μια από τις παραφυάδες του Παναχαïκού, σε υψόμετρο 900 μέτρα, αντικρύζει τον Κορινθιακό και τη Ρούμελη και εφορά τα γύρω χωριά και το Σαλμενικιώτικο ποτάμι. Το Μοναστήρι είναι γνωστό και σήμερα ως Άγιος Ιωάννης των Τσετσεβών, από τον Τσετσεβό ή Τζετζεβό[1], παρακείμενο εγκαταλελειμμένο οικισμό, και υπάγεται στην Ιερά Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν Μονή ενοριακή και περιλαμβανόταν στα όρια της Μητροπόλεως Παλαιών Πατρών, τα οποία ήταν ευρύτερα από τα σημερινά[2].
Η χρονολογία ιδρύσεως παραμένει άγνωστη, γεγονός που οφείλεται και στο ότι δεν διασώθηκαν αρχειακές ή επιγραφικές μαρτυρίες στο χώρο της Μονής. Το πρωιμότερο κείμενο που αναφέρεται στο ανδρικό τότε Μοναστήρι είναι σιγίλιο του Πατριάρχου Διονυσίου Γ΄ (1662-1665) με χρονολογία 1665, στο οποίο ο Άγιος Ιωάννης αναφέρεται ως “ερημωμένο μονύδριο”[3]. Από τα επόμενα σιγίλια των ετών 1749[4], 1775[5] και 1798[6] πληροφορούμαστε ότι το Μοναστήρι έχει πλέον συγκαταλεχθεί στα Μετόχια της Μονής Ταξιαρχών Αιγιαλείας. Πότε ακριβώς έγινε Μετόχι δεν γνωρίζουμε û πάντως μετά το 1700, όπως προκύπτει από ενετικό έγγραφο[7]. Να σημειωθεί εδώ ότι η τοπική παράδοση θέλει το Μετόχι ιδρυμένο πριν από τη μητρώα Μονή, παράδοση που μπορεί να στηριχθεί ιστορικά, αν λάβουμε υπόψη μας ότι η σημερινή Μονή Ταξιαρχών, η Κάτω Μονή, κτίσθηκε στο α΄ ήμισυ του ιζ΄ αιώνα[8].
Πληροφορίες για την οικονομική κατάσταση κατά τη Β΄ Ενετοκρατία και τους προ και μετά την Επανάσταση χρόνους αντλούμε καταρχάς από έγγραφο του αρχείου Grimani της Βενετίας[9], και από Πατριαρχικό επιτίμιο[10] του έτους 1778 û ακόμη από αδημοσίευτα[11], όσο γνωρίζουμε, έγγραφα, τα οποία φυλάσσονται στο αρχείο της Μονής Ταξιαρχών και στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Αγροί, αμπέλια και ελαιόδενδρα σε θέσεις της γύρω περιοχής αποτελούσαν σύμφωνα με τις παραπάνω πηγές την περιουσία του Μοναστηριού, η οποία σήμερα δεν του ανήκει. Πάντως στα 1933 η Μονή κατέχει 107 στρέμματα “αμπέλων και χωραφίων ”[12], τα οποία καρπώνονταν οι γύρω κάτοικοι καταβάλλοντας χρηματικό ποσό[13].
Αν για την οικονομική πλευρά του βίου της Μονής οι πηγές παρέχουν κάποιες ειδήσεις, δεν συμβαίνει το ίδιο ως προς τον πνευματικό τομέα. Δεν διασώθηκαν κειμήλια, χειρόγραφα, έντυπα ή κάποιο στοιχείο το οποίο να επιβεβαιώνει την τοπική παράδοση περί Κρυφού Σχολειού π.χ. στο Μοναστήρι. Στον θρησκευτικό και κοινωνικό τομέα όμως η Μονή, όπως κάθε Μονή της Τουρκοκρατίας, αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την περιοχή της, χάρις στην Ορθόδοξη λατρευτική ζωή και στην προστασία που μπορούσε να προσφέρει σε ώρες κινδύνου.
Η μάχη του Αγιάννη των Τσετσεβών[14], η οποία έλαβε χώρα έξω από το Μοναστήρι την 17η Ιουλίου 1827, το αποδεικνύει. Για τη μάχη μας δίνουν πληροφορίες οι επιστολές των οπλαρχηγών[15] που έλαβαν μέρος σε αυτή, οι οποίες απευθύνονται στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, αρχηγό των πελοποννησιακών στρατευμάτων. Μέσα στη Μονή είχαν συγκεντρωθεί για ασφάλεια οι απροσκύνητοι[16] κάτοικοι της γύρω περιοχής, δηλαδή όσοι δεν είχαν δηλώσει υποταγή στον Ιμπραήμ και εξακολουθούσαν να στηρίζουν την Επανάσταση. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, μετά τη σύγκρουση των ελληνικών στρατιωτικών σωμάτων με τα τουρκικά και το τέλος της μάχης, ο Ταξιαρχίτης μετοχιάρης Μοναχός της Μονής του Αγίου Ιωάννου π. Ανανίας Αντωνιάδης ζήτησε χάρη για τα γυναικόπαιδα που έμεναν κλεισμένα στο Μοναστήρι, η οποία και δόθηκε[17]. Τα οστά των ογδόντα Ελλήνων που έπεσαν εκείνη την ημέρα έχουν ταφεί στα θεμέλια του Ηρώου που ανεγέρθηκε νότια της Μονής εις μνημόσυνόν τους το 1927[18].
Μετά τη σύσταση του Νέου Ελληνικού Κράτους και την έκδοση των διαταγμάτων περί Μοναστηρίων από τους Βαυαρούς, η μικρή Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου δεν διαλύθηκε, όπως συνέβη με άλλα μικρά Μοναστήρια της χώρας, αλλά χαρακτηρίσθηκε ως îδιατηρουμένηï[19]. Η Μονή Ταξιαρχών έστελνε ένα από τα μέλη της, κατά κανόνα Ιερομόναχο, ο οποίος ανελάμβανε τη φροντίδα του Μετοχίου για τέσσερα συνήθως χρόνια. Ο τελευταίος μετοχιάρης, ο ηλικιωμένος Μοναχός π. Βενιαμίν Μάργαρης, παρέμεινε στο Μοναστήρι δεκαεπτά χρόνια, διατηρώντας άσβηστο το καντήλι του Αγίου και περιμένοντας να στείλει ο Θεός ανθρώπους που θα έδιναν ζωή στο Μοναστήρι.
Το έτος 1987 μια νέα περίοδος αρχίζει για το ιερό Μονύδριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Η πρόνοια του Θεού οδήγησε στην Ιερά Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας τον αείμνηστο Γέροντα Αρχιμανδρίτη π. Ευσέβιο Γιαννακάκη (1910-1995) – άγιο Λειτουργό και χαρισματούχο Πνευματικό επί τριανταπέντε χρόνια στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Αθηνών και Κτίτορα της Ιεράς Μονής Εισοδίων Θεοτόκου Μαρκοπούλου Ωρωπού – με μια ομάδα ευλαβών νεανίδων, πνευματικών του τέκνων, που επιθυμούσαν να μονάσουν.
Ο ιερός λόφος του Μαθητή της Αγάπης, με το υγιεινό κλίμα, το άριστο νερό των πηγών και το πανέμορφο φυσικό τοπίο με τον ανοικτό ορίζοντα, ενέπνευσε το Γέροντα, ο οποίος αποφασίζει να ανακαινισθεί το ερειπωμένο Μετόχι για να εγκατασταθεί εκεί η Αδελφότητα.
Το Νοέμβριο του 1987 με την ευλογία και την αμέριστη συμπαράσταση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κ.κ. Αμβροσίου το έως τότε Μετόχι της Ιεράς Μονής Ταξιαρχών μετατράπηκε με προεδρικό διάταγμα [ (438/87), ΦΕΚ 209/ τ. Α΄/ 20-11-87 ] σε Ιερά Γυναικεία Κοινοβιακή Μονή. Το ερειπωμένο μικρό κτίριο ανακαινίσθηκε και οι πρώτες δεκατέσσερις Αδελφές εγκαταστάθηκαν στα τέσσερα κελλιά του, την περίοδο του Πάσχα του 1988.
Η επαναλειτουργία της Μονής έγινε δεκτή με πάνδημη χαρά από τους κατοίκους της περιοχής, που ευλαβούνται τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Ιωάννη και το Μοναστήρι Του. Τον θεωρούν προστάτη των οικογενειών και των αμπελιών τους και διηγούνται θαυμαστά γεγονότα της ζωντανής παρουσίας Του.
Χάρις στην πίστη, την ανύστακτη φροντίδα και την ακάματη προσπάθεια του μακαριστού Γέροντος, τον ένθεο ζήλο των Μοναζουσών και την ενίσχυση ευλαβών δωρητών ανακαινίσθηκε αρχικά το Καθολικό της Μονής, στο Ιερό βήμα του οποίου σώζεται μεταβυζαντινή τοιχογραφία. Ο στάβλος της ΒΔ. πλευράς του ισογείου μετατράπηκε σε κατανυκτικό παρεκκλήσιο του Αγίου Αλεξίου του Ανθρώπου του Θεού. Στη συνέχεια θεμελιώθηκε και ολοκληρώθηκε μέσα σε τέσσερα χρόνια ένα λιτό και επιβλητικό Μοναστηριακό συγκρότημα για τις ανάγκες και τις δραστηριότητες της Αδελφότητας. Η ανέγερση της νέας Μονής αποτελεί ένα “παρατεινόμενο θαύμα” κατά το Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη κ.κ. Αμβρόσιο, αφού το Μοναστήρι στερείται οικονομικών πόρων και δεν έχει κινητή ή ακίνητη περιουσία.
Οι τρεις νέες πτέρυγες αποτέλεσαν μαζί με την παλαιά ένα παραδοσιακό τετράπλευρο Μοναστήρι με το Καθολικό του Αγίου Ιωάννου στο κέντρο. Δύο παρεκκλήσια, η Υπαπαντή του Κυρίου και το Γενέσιο της Θεοτόκου, επιστέφουν τις δύο γωνίες της προσόψεως, ενώ στο κέντρο υψώνεται μεγαλόπρεπο κωδωνοστάσιο.
Στις νέες πτέρυγες στεγάζονται τα κελλιά των Αδελφών, η βιβλιοθήκη της Μονής, το συνοδικό, η τράπεζα των προσκυνητών, το αρχονταρίκι, η τράπεζα των Μοναχών, τα εργαστήρια ( αγιογραφίας, εκκλησιαστικού κεντήματος, ιεροραπτικής, ξυλογλυπτικής κ. ά. ) και τα ιατρεία.
Με προσωπική εργασία του Γέροντος και των Αδελφών έγινε διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου με κήπους, πέτρινα πεζούλια και περιβόλια. Φυτεύτηκαν τρεις χιλιάδες και πλέον καλλωπιστικά και οπωροφόρα δένδρα στη γύρω περιοχή της Μονής καθώς και μεγάλος αμπελώνας.
Πρώτη Ηγουμένη της Ιεράς Μονής εκλέχθηκε ομόφωνα από την Αδελφότητα η Μοναχή Επιστήμη Κιλλικίδου. Η Αδελφότητα – εικοσιπέντε Μοναχές και δόκιμες σήμερα, πτυχιούχοι ανωτάτων σχολών οι περισσότερες — πιστή στις ιερές επιταγές του μακαριστού πνευματικού πατρός και ιδρυτή της καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια να δίνει τη μαρτυρία του Ορθοδόξου Μοναχισμού με την πλούσια λατρευτική ζωή, την αδιάλειπτη προσευχή, την προσωπική άσκηση, το εργόχειρο, την εγκάρδια φιλοξενία προς τους προσκυνητές και την πνευματική τους οικοδομή. Αδελφές ιατροί της Μονής προσφέρουν δωρεάν ιατρικές υπηρεσίες στους κατοίκους της περιοχής.
Όπως έχει προαναφερθεί, ιστορικά κειμήλια δεν βρέθηκαν στο Μοναστήρι. Βρίσκονται όμως τεθησαυρισμένα Τίμια Λείψανα πολλών Αγίων. Επίσης τα “Άχραντα Πάθη” του Κυρίου μας Ιησού Χριστού (τεμάχια από το Τίμιο Ξύλο του Ζωοδόχου Σταυρού, τον Σπόγγο, τον Ακάνθινο Στέφανο και το Λίθο του Παναγίου Τάφου του Κυρίου), τα οποία είχαν δωρηθεί στη Μονή Ταξιαρχών από τους δεσπότες της Πελοποννήσου Θωμά και Δημήτριο τους Παλαιολόγους τον ιε΄ αιώνα[20]. Η μητρώα Μονή προφανώς είχε δωρίσει στο Μετόχι της ένα τμήμα των Αχράντων Παθών.
Ο τάφος του αειμνήστου Κτίτορος, π. Ευσεβίου, αποτελεί το σέμνωμα της Ιεράς Μονής, πηγή ευλογίας και παρακλήσεως τόσο για τα πνευματικά του τέκνα, όσο και για τους προσκυνητές της Ιεράς Μονής που προσέρχονται εκεί να ζητήσουν τη μεσιτεία του.
Η Ιερά Μονή πανηγυρίζει :
1. Την 8η Μαΐου : Του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου ( « η Σύναξις της αγίας κόνεως της εκπορευομένης εκ του τάφου Αυτού, ήγουν του μάννα » ).
2. Την 26η Σεπτεμβρίου : Η Μετάσταση του Αγίου ενδόξου και πανευφήμου Αποστόλου και Θεολόγου Ιωάννου του Ευαγγελιστού.
3. Την 17η Ιουλίου : Ιστορική επέτειος της μάχης του Τσετσεβού ( 17 Ιουλίου 1827 ). Τελείται επιμνημόσυνη δέηση στο Ηρώο παρουσία Αρχών και πλήθους λαού.
Στην Ιερά Μονή ανήκει και το Μετόχι των Αγίων Αποστόλων στην κοινότητα Βαλιμίτικων Αιγίου, δωρεά ευλαβούς κληρικού [ ιδιόχειρη διαθήκη, 15 Αυγούστου 1988 ].
Η Ιερά Μονή ανήκει στην Ιερά Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας. Απέχει από το Αίγιο 14 χιλιόμετρα.
Η διεύθυνση της Μονής είναι :
Ι. Μ. ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Τ. Κ. 251 00, ΑΙΓΙΟ
ΤΗΛ. : (0691) 94248
Σημειώσεις
[1] Για την ετυμολογία της λέξεως και την ιστορία του οικισμού, βλ. Λέκκας – Παπαβασιλόπουλος Δημ., Ρύπες, Ερινεός, Σαλμενίκον, Αθήναι 19712 , σελ. 164-166.
[2] Γριτσόπουλος Τάσος, Η Εκκλησία της Πελοποννήσου μετά την άλωσιν, Πελοποννησιακά 17 (1987-88), Αθήναι 1989, Παράρτημα σελ.14-15.
[3] Θωμόπουλος Στέφανος, Ιστορία της πόλεως Πατρών, Πάτραι 19502 , σελ.439-442.
[4] Παπαδόπουλος Αβέρκιος, αρχιμανδρίτης, Ο Άγιος Λεόντιος Παλαιολόγος Μαμωνάς (1377-1452). Η Μονή Ταξιαρχών Αιγιαλείας (1620-1940), Θεσσαλονίκη 1940, σελ. 60-64 και 68.
[5] Λάμπρος Σπυρίδων, Σιγίλλιον του Πατριάρχου Σωφρονίου περί της Μονής Ταξιαρχών παρά το Αίγιον, και το χωρίον Δημητροπούλου, Νέος Ελληνομνήμων ΣΤ΄ (1909), σελ. 289-298.
[6] Θεοχάρη Μαρία, Εν νέον σιγίλλιον της μονής Ταξιαρχών Αιγιαλείας, Πελοποννησιακά 5 (1962), σελ. 180-189.
[7] Τσιουράκη Βαρβάρα, Ανέκδοτα έγγραφα περί της Μονής Ταξιαρχών Αιγίου, Μνήμων 1 (1971), σελ. 170-172.
[8] Πολίτης Λίνος, Η Μονή Ταξιαρχών Αιγίου, Ελληνικά 11 (1939), σελ. 76.
[9] Ντόκος Κωνσταντίνος, Η εν Πελοποννήσω εκκλησιαστική περιουσία κατά την περίοδο της Β΄ Ενετοκρατίας, Byzantinisch – Neugriechische Jarbücher 31 (1971-1974), Αθήνα 1976, σελ. 93.
[10] Γριτσόπουλος Τάσος, Συνοδικόν επιτίμιον υπέρ μονυδριου Ιωάννου Θεολόγου Πατρών το έτος 1778, Πελοποννησιακά 17 (1987-88), Αθήναι 1989, σελ.427-430.
[11] Εξαίρεση αποτελεί έγγραφο δημοσιευμένο από τη Βαρβάρα Τσιουράκη, ό. π. σελ. 172-174.
[12] Παπαγεωργίου Θεόδ., ιερεύς, Ιστορία της Ιεράς Μονής Ταξιαρχών της Αιγιαλείας, Αθήναι 1977, σελ. 82.
[13] Λέκκας Νικ. – Παπαβασιλόπουλος Δημ. ό.π. σελ. 180.
[14] Για την μάχη βλέπε : Λέκκας Νικ. – Παπαβασιλόπουλος Δημ. ό. π. σελ. 120-124, Παπαγεωργίου Θεόδ., ό. π. σελ. 46-47, Κόκκινος Διον., Η Ελληνική Επανάστασις τ. 6ος , Αθήναι 19746 σελ. 128 και 129-130, και Σταυρόπουλος Αριστ., Ιστορία της πόλεως Αιγίου, Πάτραι 1954, σελ. 406 κ.ε.
[15] Κολοκοτρώνης Ιω. Θ., Ελληνικά Υπομνήματα, ήτοι Επιστολαί και διάφορα έγγραφα αφορώντα την Ελληνικήν Επανάστασιν, Αθήναι 1956, σελ. 511-516, και Λέκκας Νικ. – Παπαβασιλόπουλος Δημ. ό. π. σελ. 124-129.
[16] Για το îπροσκύνημαï στην Πελοπόννησο βλέπε : Κόκκινος Διον., ό. π. σελ.120 κ.ε., και Λέκκας Νικ. – Παπαβασιλόπουλος Δημ. ό. π. σελ. 108 κ.ε.
[17] Λέκκας Νικ. – Παπαβασιλόπουλος Δημ. ό. π. σελ. 124.
[18] ό. π. σελ. 131-132.
[19] Υπουργείο Εσωτερικών, Συλλογή περιέχουσα το Σύνταγμα, τους κανονισμούς των νομοθετικών σωμάτων, τα καθήκοντα των Νομαρχών και των Επάρχων και την διαίρεσιν του Κράτους κατά νομούς, επαρχίας και δήμους, Αθήναι 1851, σελ. 211.
[20] Πανίτσας Παν. – Παπαθεοδώρου Παν., Ο Όσιος Λεόντιος και η Μονή Ταξιαρχών Αιγιαλείας. Πάτρα 19932, σελ.65 και 94.