Δίπλα από το καμποχώρι των Λογγάδων, απέναντι από τα τζαμιά της πόλης των Ιωαννίνων, στη βορειοανατολική πλευρά της λίμνης Παμβώτιδας, είναι χτισμένο το ξακουστό μοναστήρι της Παναγίας της Ντουραχάνης ή όπως το λένε οι ντόπιοι της Παναγιάς της Ντουραχανιώτισσας.
Χτίστηκε από τον Ντουραχάν πασά της Θεσσαλίας γιατί το 1434 πέρασε νύχτα με το στρατό του την παγωμένη λίμνη χωρίς να το καταλάβει και το θεώρησε θαύμα της Παναγίας (υπήρχε ένα εικόνισμα της Παναγίας εκεί).
Είναι άγνωστο πότε πήρε τη σημερινή του μορφή το μοναστήρι μιά και το 1611 έγιναν από τους Τούρκους καταστροφές στα θρησκευτικά μνημεία. Ένα πανέμορφο μοναστήρι που η γεωγραφική του θέση του προσφέρει ξεχωριστή γοητεία. Μόλις το αντικρίσει κανείς από μακριά, αισθάνεται την ανάγκη να το επισκεφτεί, όταν το πλησιάσει, αντιλαμβάνεται την χάρη της Παναγίας να τον ακουμπάει και την ψυχή του να ξαλαφρώνει. Παλιό πέτρινο μοναστήρι, με άσπρη πελεκημένη πέτρα αρμονικά δεμένη με το τοπίο που το φιλοξενεί. Η αυλή του πλακοστρωμένη με τα παλιά πεζούλια έτοιμα για να ξεκουράσουν τον επισκέπτη. Οι γέρικες κληματαριές κρέμονται από τα ξύλινα χαγιάτια των μισογκρεμισμένων κελιών. Το γερασμένο κυπαρίσσι γερμένο πάνω στη στέγη, φιλοξενεί στα καταπράσινα φυλλώματα τα πλήθη των σπίνων, που ψέλνουν μαζί με τους ψαλτάδες και αυτά ύμνους προς την Παναγία.
Στην στέγη του μονοκάμαρου καμπαναριού μια φωλιά φιλοξενεί ένα ζευγάρι πελαργών. Κάτω από το μεγάλο χαγιάτι, σε μια παλιά οριζόντια πατωματίσια γρεντιά, αμέσως μετά την αυλόπορτα, ο επισκέπτης εύκολα διαβάζει μια επιγραφή γραμμένη με μαύρα ευανάγνωστα γράμματα: «Πίστευε, αγάπα, συγχώρα και προχώρα στη ζωή σου». Στη δεξιά πλευρά της αυλής, εκεί στην γωνία πάνω από την στέρνα, ένα μικρό δύσβατο μονοπάτι, ανάμεσα από βράχους, οδηγεί στους θάμνους της βάγιας. Τα μικρά παιδιά του κάμπου άλλοτε, ο δάσκαλος του χωριού τα έστελνε να πάρουν δάφνη να πλέξουν στεφάνια για τις εθνικές γιορτές. Μια κοντούλα καλόψυχη καλόγρια τα περίμενε για να τους ανοίξει τη βαριά, σαπισμένη από την πολυκαιρία αυλόπορτα του μοναστηριού. Στην αριστερή πλευρά της αυλής κάτω από τους πανύψηλους και απότομους κοφτερούς βράχους δεσπόζει ο ναός, αφιερωμένος στη γέννηση της Θεοτόκου.
Κτισμένος με άσπρη, αραδιαστή, αρμολογημένη πέτρα, με γυριστά πελεκημένα πρέκια στις μπροστινές πόρτες του, με μαύρη πλάκα σκεπασμένος, αντιστέκεται, ανάμεσα από τις πουρναριές, εκατοντάδες χρόνια τώρα, σε πείσμα της φύσης που όλα θέλει να τα αλλάζει. Ευλογημένο καταφύγιο, προσφέρει βάλσαμο στον πονεμένο και ξεκούραση στον περαστικό διαβάτη Το καθολικό – απλός τρίκλιτος ναός με κεντρικό αβαθύ τρούλο και υπερυψωμένο κλειστό νάρθηκα – με αγιογραφημένους τοίχους και σκαλιστό ξύλινο τέμπλο, με την εικόνα της Παναγίας γεμάτη τάματα, με τα ασημένια καντήλια πάντα αναμμένα, προκαλεί δέος και θαυμασμό στον προσκυνητή, που έρχεται να ασπαστεί την αγία και θαυματουργό εικόνα της Παναγίας. Στην υποδοχή του κάθε επισκέπτη, πρώτοι και καλύτεροι οι πιστότεροι φύλακες του μοναστηριού, οι αχώριστοι φίλοι του παπα-Θανάση, τα μεγαλόσωμα σκυλιά, με το διερευνητικό βλέμμα τους ψάχνουν τις προθέσεις του κάθε επισκέπτη. Δεν ορμάνε, δεν γαβγίζουν, τον πλησιάζουν, του δείχνουν εμπιστοσύνη και τον συνοδεύουν μέχρι την εξωτερική πύλη του μοναστηριού.
Εκεί στα στρογγυλευμένα σκαλοπάτια της αυλόπορτας τον παραδίδουν στην χάρη της Παναγίας, στους συνεργάτες και συνεχιστές του έργου της. Εικόνες, καντήλια, κεριά, εσωτερικοί και αύλειοι χώροι, ακούραστοι εθελοντές και συνεργάτες, όλα μαζί συνθέτουν την κιβωτό της αγάπης του Θεού. Ο Νώε όμως εδώ δεν είναι το ιστορικό πρόσωπο της Βίβλου. Είναι ένας απλός άνθρωπος του Θεού που με ήρεμη ανοχή και γλυκιά υπομονή μοιράζει αγάπη στον κάθε πιστό. Είναι ο καλόγερος του μοναστηριού, ο παπα-Θανάσης, ο παπάς του λαού. Η ελπίδα του απλού και ταπεινού ανθρώπου, του φτωχού μεροκαματιάρη αλλά και κάθε χριστιανού. Τα γκρίζα μακριά μαλλιά, η γκριζόλευκη αργεμένη από τα χρόνια γενειάδα, το διεισδυτικό βλέμμα και το κοφτερό μυαλό εμπνέουν εμπιστοσύνη, εγκράτεια, ταπείνωση, ανιδιοτέλεια, αγωνιστικότητα, αρετές ξεχασμένες στο διάβα του χρόνου. Διάκονος της αγάπης, εργάτης της προσευχής, εργολάβος ενός ατέλειωτου κοινωνικού έργου, με προσφορά στο ορφανό, στο φτωχό και το δυστυχισμένο παιδί, ο σεμνός αυτός καλόγερος με το κόκκινο κεντημένο σταυρό στο σκούφο του αγωνίζεται μαζί με το λαό για το λαό. Ο λόγος του απλός, άμεσος, παρμένος από την πείρα της ζωής και την καθημερινότητα, καταργεί τις αποστάσεις και με την πρώτη ματιά σε φέρνει δίπλα του. Διδάσκει με το έργο του, σου ανοίγει την πόρτα της ψυχής του για να ξεκλειδώσεις και συ με την σειρά σου τη δικιά σου ψυχή. Να πεις και να μολογήσεις τα πάθη, το σαράκι και τον πόνο που σε βασανίζει.
Τα παλιά πνευματικοπαίδια του αναθρεμμένα με αρχές, ήθος, ευγένεια και σεβασμό, σκόρπησαν παντού. Βρήκαν δουλειά, έφτιαξαν οικογένειες και με την πρώτη ευκαιρία γυρίζουν εκεί στο μοναστήρι. Ανάβουν κερί στην Παναγία την Ντουραχανιώτισσα, προσκυνάνε την αγάπη της, εκπληρώνουν το τάμα τους και πάνε να δούνε τον παππούλη τους, να ακούσουν την φωνή του, να πάρουν την ευχή του, να αλλάξουν μια γλυκιά, ανθρώπινη κουβέντα με τους ακούραστους συνεργάτες του, τους θαυμάσιους αυτούς ανθρώπους που αφιέρωσαν τη ζωή τους στην προσφορά και την αγάπη για το συνάνθρωπο. Με εγκαρδιότητα και καλοσύνη υποδέχονται τους προσκυνητές. Ανθρώπινες ψυχές, με αληθινή ζωή και μυστικό βίωμα, καθημερινά καταθέτουν και κάτι από την ψυχή τους και τον εαυτό τους στον ταπεινό και ευλαβικό επισκέπτη. Έξω από το χώρο του μοναστηριού σε μια σειρά από πολυάριθμα κτίρια στεγάζεται και λειτουργεί το ίδρυμα: δημοτικό σχολείο, γυμνάσιο, οικοτροφείο, γηροκομείο, βιβλιοθήκες, αναγνωστήρια, αίθουσες ψυχαγωγίας. Εκατοντάδες ανθρώπινες υπάρξεις βρίσκουν εκεί ψωμί, ύπνο, εκπαίδευση, στοργή και αγάπη.
Το εργαστήρι της αγιογραφίας, ο ραδιοφωνικός σταθμός και το λαογραφικό μουσείο, δίνουν μια άλλη διάσταση στο ατέλειωτο έργο των ανθρώπων του μοναστηριού. Εκεί σμίγουν όλοι μαζί στις μεγάλες γιορτές: Τα Χριστούγεννα να γιορτάσουν τη γέννηση του Θεανθρώπου. Το Πάσχα να πουν το «Χριστός Ανέστη» και να τσουγκρίσουν τα κόκκινα αυγά. Στις 8 Σεπτεμβρίου να πανηγυρίσουν το χαρμόσυνο γεγονός της γέννησης της Θεοτόκου. Στη γιορτή του παππούλη να πουν τα «χρόνια πολλά» και να πάρουν την ευχή του και την ευλογία του. Στις λύπες, στις χαρές, είναι εκεί, κοντά στην Παναγία και στους ανθρώπους της, που με τόση πίστη και δύναμη την υπηρετούν.
Εκεί κάτω από το εύσπλαχνο βλέμμα της Μάνας Παναγίας, γίνεται η μοιρασιά της αγάπης στους πονεμένους ανθρώπους. Μπροστάρης ο καλόγερος, ο άγιος αυτός άνθρωπος και παραπίσω οι εθελοντές του – καθηγητές, δάσκαλοι, μάγειροι, οδηγοί, εργάτες, μαθητές – απλοί άνθρωποι της προσφοράς που θυσιάζουν καθημερινά τη ζωή και την ψυχή τους για τη ζωή και την ψυχή των άλλων. Απίστευτο για μας τους κοσμικούς, όμως αληθινό για κείνους. Το έργο τους φανερό, γνωστό στην πόλη και την οικουμένη ολάκερη. Η προσφορά και η βοήθεια τους φτάνει από το απλό σπίτι του φτωχού Έλληνα μέχρι την προσφυγιά της Σερβίας. Από το παρατημένο παιδί της χωρισμένης οικογένειας μέχρι την πληγωμένη Αλβανία. Από τον ελεύθερο πολίτη μέχρι και το φυλακισμένο εγκληματία. Έργο κοινωνικό, έργο αγάπης, παραδεκτό και αναγνωρισμένο από όλους. Με τέτοιους ρασοφόρους η κοινωνία μας δένει αρμονικά με το Θεό, παλεύει τα προβλήματα και κερδίζει τον αγώνα για την βελτίωση και την ποιότητα της ζωής. Ο καθένας μας θέλει κάποιον για παράδειγμα. Σ’ αυτό το μοναστήρι ο Γέροντας και οι συνεργάτες του μπορούν να καθοδηγήσουν κάθε ψυχή να βρει τον δρόμο της και να προσφέρει αγάπη στο συνάνθρωπο.