Ομιλία Γιώργου Β. Κουντούρη στη σύναξη των Κατωκοπιτών, κατά τον εορτασμό της Σύναξης της Υπεραγίας Θεοτόκου, στις 26 Δεκεμβρίου 2014, στο προσφυγικό οίκημα του Σωματείου Θ.Ο.Ι. ΔΟΞΑ ΚΑΤΩΚΟΠΙΑΣ στην Περιστερώνα.
Η Κατωκοπιά είναι το μοναδικό χωριό της περιοχής Μόρφου που η εκκλησία του είναι αφιερωμένη στην Παναγία τη Χρυσελεούσα. Τα γειτονικά μας χωριά Αργάκι, Μόρφου, Ζώδιες, Αστρομερίτης, Περιστερώνα, Αυλώνα, Μάσαρι, Φιλιά και Κυρά, οι εκκλησίες τους είναι αφιερωμένες σε Αγίους.
Η Παναγία είναι εκείνη από την οποία ζητούμε βοήθεια όταν βρεθούμε σε δύσκολες καταστάσεις. Η φράση: «Αχ Παναγία μου», έρχεται αυθόρμητα στα χείλη μας μπροστά σε κάθε κίνδυνο. Πολλές φορές, ζητώντας μια χάρη από την Παναγία, της κάνουμε κάποιο τάμα. Επειδή στην περιοχή μας η Κατωκοπιά ήταν το μόνο χωριό που είχε εκκλησία της Παναγίας, οι κάτοικοι των γειτονικών χωριών έρχονταν πεζοί ή με γαϊδούρια και αργότερα με αυτοκίνητα, για να προσκυνήσουν την εικόνα της Παναγίας ή για να της φέρουν το τάμα τους.
Το πότε κτίστηκε εκκλησία δεν το γνωρίζουμε. Προσωπικά πιστεύω ότι εκκλησία θα πρέπει να υπήρχε στο χωριό μας από το 1318. Πού στηρίζομαι; Στο βιβλίο που έγραψε ο Γιώργος Μιχαηλίδης «Η Κατωκοπιά μας περιμένει» αναφέρεται σε δυο μεσαιωνικά χειρόγραφα των μοναχών της Ασίνουi. Το πρώτο χειρόγραφο αναφέρεται στο θάνατο του θεοφιλεστάτου Παπαλέοντος, νομικού της Ζωτοκατωκοπιάς, που συνέβη την 31ην Αυγούστου 1318. Το δεύτερο χειρόγραφο αναφέρεται σε πολλές βροχές που έπεσαν στις 16 Ιουλίου του 1319 και κατέστρεψαν στα αλώνια τα ανέμιστα σιτάρια και κριθάρια, και «κατέβη ο βρώχος του λιναριού στα Φιλιά και πήρε τα μισάδια του λιναριού»ii.
Η σχέση της Πάνω Ζώδιας με την Κατωκοπιά συνεχίζεται, στον 20ό αιώνα, στα οικοδομικά στοιχεία των δυο ναών, αφού τα καμπαναριά τους είναι πανομοιότυπα. Απ’ αυτά τα χειρόγραφα βγάζω το συμπέρασμα ότι υπήρχε οικισμός στην Κατωκοπιά, πιθανόν, με εκκλησία της Παναγίας και οικισμός στην Πάνω Ζώδια, πιθανόν, με εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Αφού ο παπά-Λέων αποκαλείται θεοφιλέστατος, που είναι προσφώνηση Επισκόπου και νομικός Ζώδιας και Κατωκοπιάς, είναι λογικό να συμπεράνομε ότι στη Ζώδια και στην Κατωκοπιά υπήρχαν οικισμοί που συνδέονταν με το μοναστήρι της Ασίνου.
Οι οικισμοί της Πάνω Ζώδιας και της Κατωκοπιάς φαίνεται ότι εδημιουργήθησαν αρχικά για να βοηθούν οι κάτοικοί τους τούς μοναχούς, ως εργατικό δυναμικό, στην ανάπτυξη των γεωργικών τους δραστηριοτήτων. Είναι πολύ πιθανόν, λοιπόν, να υπήρχαν εκκλησίες στην περιοχή, από αυτή την εποχή, τόσο για τις ανάγκες των οικισμών, όσο και για τους μοναχούς που επισκέπτονταν τις περιουσίες της Μονής.
Εδώ ν’ αναφέρω ότι λίγο έξω από την Κατωκοπιά υπάρχει ένα μονοπάτι, «το μονοπάτι τους Καλοήρους», που ξεκινά από το δρόμο της Κατωκοπιάς –Αστρομερίτη και τελειώνει περίπου στα μέσα του χωματόδρομου Κατωκοπιάς –Πάνω Ζώδιας. Πάνω σ’ αυτό το μονοπάτι εμείς είχαμε ένα χωράφι που το λέγαμε «Γουμένο» ενώ το τοπωνύμιο της περιοχής είναι «Πεζούνια». Λογικά, θα έπρεπε να λέγαμε ότι θα πάμε στα «Πεζούνια», ωστόσο η επιβίωση της ονομασίας «Γουμένο», δηλαδή, του Ηγουμένου, πιθανόν να υποδηλώνει ότι το χωράφι το αγόρασαν από κάποιο Ηγούμενο. Έτσι και τα τοπωνύμια υποστηρίζουν τις πιο πάνω υποθέσεις. Πάντως, η εκκλησία μας είχε πολλή περιουσία, που ένα μεγάλο μέρος της επωλήθη πριν από το 1974 και μ’ αυτά τα χρήματα κτίστηκε η καινούρια μας εκκλησία, χωρίς να γίνουν έρανοι. Όσον αφορά το «βρώχο» στη Φιλιά, εμείς τον λέγαμε «βροχό», υπήρχε μέχρι τη δεκαετία του 1940 και ήταν περιουσία της εκκλησίας μας.
Στο κέντρο της εκκλησίας μας, στην αψίδα του νότιου τοίχου, υπάρχει η χρονολογία 1818. Πιστεύω ότι το 1818 έγινε ανακαίνιση, πιθανόν να επιδιόρθωσαν τη στέγη και να έγινε προέκταση της εκκλησίας. Αν συγκρίνουμε τη στέγη στο ανατολικό μέρος της εκκλησίας μας με τη στέγη στο δυτικό μέρος θα δούμε ότι είναι διαφορετικές.
Στο ανατολικό μέρος της εκκλησίας, στο νότιο τοίχο και στο ιερό, υπήρχαν τοιχογραφίες του 16ου αιώνος, ενώ στο δυτικό μέρος καθόλουiii. Στον κυρίως ναό, οι δυο τοιχογραφίες που βρίσκονται μεταξύ της νότιας δίφυλλης πόρτας και του Δεσποτικού θρόνου είναι αρκετά ψηλά στον τοίχο, σε ύψος περίπου δύο μέτρα και δεν τις φθάνει ανθρώπινο χέρι.
Ένας άλλος λόγος που συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι η εκκλησία μας δεν ξανακτίστηκε το 1818 είναι ότι κατά την εποχή εκείνη, σε ολόκληρη την Οθωμανική αυτοκρατορία δεν επιτρεπόταν εύκολα η ανέγερση ναών, χωρίς προηγούμενη άδεια από τον Σουλτάνοiv. Η δυνατότητα ανέγερσης εκ βάθρου νέων ναών δόθηκε μόλις στις 2 Νοεμβρίου 1839 με το Χαττ-ι Σερίφ (Ηatt-i Serif) του Γκιουλχανέv, το σουλτανικό φιρμάνι με το οποίο γίνονταν χαλαρώσεις για τους Χριστιανικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας. Ενισχύεται, έτσι, η άποψη ότι το ανατολικό μέρος του ναού και η τοιχοποιία στην οποία διασώζονται οι τοιχογραφίες του 16ου αιώνα προϋπήρχαν του 1571, που επήραν την Κύπρο οι Οθωμανοί Τούρκοι.
Στο δυτικό μέρος της εκκλησίας μας υπήρχε γυναικωνίτης που εκάλυπτε και τον ηλιακό που ήταν μπροστά από την εκκλησία. Οι Κατωκοπίτες δεν χρησιμοποιούσαν τη λέξη γυναικωνίτης αλλά «κατοικούμενα»vi. Χωρίς να είμαι γλωσσολόγος πιστεύω ότι η λέξη «κατοικούμενα» προέρχεται από τη λέξη κατηχούμενα, που σ’ αυτά τα παλιά χρόνια εκκλησιαζόντουσαν κατηχούμενοι που έπρεπε μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου να βγουν έξω από την εκκλησία
Μπαίνοντας στην εκκλησία από τη δυτική κύρια είσοδο, με δίφυλλη πόρτα, έβλεπες μπροστά σου, στη μέση του ναού το σκαλιστό προσκυνητάρι, με δεξιά και αριστερά, δυο μπρούντζινα μανουάλια στα οποία άναβαν τα κεριά τους οι γυναίκες. Στο προσκυνητάρι είχαν μικρή εικόνα της Παναγίας και έβαζαν και την εικόνα του αγίου που γιόρταζε για να τις προσκυνά ο κόσμος.
Μπαίνοντας στην εκκλησία, στ’ αριστερά μας, υπήρχε πέτρινη σκάλα για ν’ ανεβαίνουν οι γυναίκες στα «κατοικούμενα». Στη βάση της σκάλας υπήρχε μονόφυλλη πόρτα για να βγαίνεις στην αυλή.
Στη μέση του ναού απέναντι από τη νότια δίφυλλη πόρτα, στo βόρειο τοίχο ήταν το παγκάρι, από το οποίο έπαιρναν τα κεριά τους άντρες και γυναίκες. Δεν ξέρω αν θυμούμαι καλά, δίπλα στο παγκάρι είχε ένα σιδερένιο χρηματοκιβώτιοvii.
Ο χώρος μπροστά από το παγκάρι και τη νότια είσοδο της εκκλησίας ήταν χώρος για τους άντρες. Οι άντρες άναβαν τα κεριά τους στα δυο μπρούντζινα μανουάλια που ήταν κάτω από το σκαλί του Σολέα, μπροστά στον Χριστό και την Παναγία. Σκάμνοι υπήρχαν κατά μήκος του βορείου και νοτίου τοίχου και ακουμπούσαν στους τοίχους. Στο νότιο τοίχο, λίγο πιο πάνω από τη νότια είσοδο, ήταν ο σκαλιστός δεσποτικός θρόνος, που στη βάση του είχε δυο σκαλιστά λιοντάρια. Παλαιότερα, υπήρχε σκαλιστός δεσποτικός θρόνος, επιχρυσωμένος ,όπως το εικονοστάσι, που για άγνωστους σήμερα λόγους αφαιρέθηκε και αντικαταστάθηκε από το νεώτεροviii. Μετά το Δεσποτικό θρόνο ήταν ο σκάμνος του δασκάλου και του δεξιού ψάλτη.
Απέναντι, ήταν ο σκάμνος του αριστερού ψάλτη. Οι σκάμνοι αυτοί ήταν υπερυψωμένοι, αν τους συγκρίνουμε με τους άλλους σκάμνους. Μπροστά από τους ψάλτες υπήρχαν αναλόγια. Μετά, ήταν το εικονοστάσι, κατασκευασμένο το 1911, από κάποιο Σταυρίδηix από το Δάλι, σύμφωνα με τον Νίκο Οικονομίδη. Το εικονοστάσι ήταν επιχρυσωμένο. Στο μέσο του εικονοστασίου ήταν η Αγία Πόρτα, με δυο βημόθυρα και στο αριστερό άκρο του εικονοστασίου μικρή είσοδος με την εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, να αποτελεί την ανοιγόμενη βόρεια είσοδο στο Ιερό. Εδώ, ακριβώς πάνω από την εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, υπήρχε μια άσπρη τσίγγινη επιγραφή που έγραφε: «Απαγορεύεται η είσοδος τοις λαϊκοίς». Στη γωνία που σχημάτιζε το εικονοστάσι με το βόρειο τοίχο της εκκλησίας, πάνω από τους σκάμνους, υπήρχε μια γυάλινη προθήκη μέσα στην οποία φυλασσόταν ο χρυσοΰφαντος «Επιτάφιος».
Στο εικονοστάσι υπήρχαν τρεις σειρές εικόνων. Στην πρώτη σειρά υπήρχαν οι μεγάλες εικόνες του Χριστού και της Παναγίας, του Ιωάννη Προδρόμου, του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και μερικές άλλες που δεν τις θυμάμαι. Στη δεύτερη σειρά ήταν μικρές εικόνες των γιορτών της Παναγίας και από τη ζωή του Χριστούx. Στην τρίτη σειρά ήταν οι εικόνες των δώδεκα αποστόλων. Αυτές τις εικόνες τις κατέβαζαν από το εικονοστάσι και τις έβαζαν στο προσκυνητάρι για να τις προσκυνά ο κόσμος, όταν εόρταζαν. Πάνω από τις εικόνες υπήρχαν σκαλιστά και εξείχαν πάνω από το εικονοστάσι: Σταυρός με τη Σταύρωση του Χριστού, λυπηρά (Παναγία και Ιωάννης Ευαγγελιστής), μια λόγχη και ένα σφογγάρι.
Το εικόνισμα της Παναγίας ήταν σκεπασμένο με χρυσό κάλυμμα, η μάνα μου το έλεγε «πλατάνα». Σύμφωνα με όσα έλεγε η μάνα μου, ο θείος της ο Χατζή Χαραλαμπής, που δεν είχε παιδιά, επήρε την εικόνα σε χρυσοχόxiστη Χώρα και έδωσε λίρες χρυσές για να τις λιώσουν και να κάνουν την «πλατάνα». Η «πλατάνα» πρέπει να έγινε αρχές του εικοστού αιώνα. Εδώ να αναφέρω ότι ο Χατζή-Χαραλαμπής είναι αυτός που έκαμε τα έξοδα για ν’ ανακαινισθεί ο ναός στις 5 Σεπτεμβρίου του 1904, από τον Μητροπολίτη Κυρηνείας Κύριλλο το Β. Σχετική επιγραφή υπάρχει στο βόρειο τοίχο της εκκλησίας.
Πώς ήταν το εικόνισμα της Παναγίας, δηλαδή η αγιογραφία, ποιος την αγιογράφησε, ποια χρονολογία, με ποιο χέρι βαστούσε το Χριστό δεν το γνωρίζουμε, αφού η όλη εικόνα ήταν σκεπασμένη με τη χρυσή «πλατάνα». Ακόμα και το πρόσωπο της Παναγίας, που δεν ήταν καλυμμένο, όπως μου είπε ο πάτερ Χριστοφόρος, εμείς δεν το εβλέπαμε, γιατί, εκτός από την «ποδιά» που σκέπαζε το εικόνισμα, υπήρχε κεντητό ύφασμα (μέσα από την «ποδιά») που εκάλυπτε το μισό πάνω μέρος της εικόνας. Πάνω σ’ αυτό το κεντητό ύφασμα υπήρχαν αμέτρητα χρυσά και ασημένια αφιερώματα, χρυσές λίρες, σταυροί, σκουλαρίκια, ομοιώματα μελών του σώματος, καρφίτσες κ.ά. Κάτω από την εικόνα εκρέμμονταν κέρινα ομοιώματα μελών του σώματος. Όλα τα αφιερώματα ήταν τάματα των πιστών. Ο κόσμος επροσκυνούσε την εικόνα στο κέντρο, στην περιοχή του ομφαλού, που υπήρχε μια μικρή πορτούλα που ανοιγόκλεινε για να προσκυνά ο κόσμος το εικόνισμα και όχι την «πλατάνα».
Όταν επισκέπτομαι το μοναστήρι του Κύκκου και πάω να προσκυνήσω την εικόνα της Παναγίας του Κύκκου η εμφάνιση της μου θυμίζει την εικόνα της Παναγίας της Χρυσελεούσας της Κατωκοπιάς. Η μόνη διαφορά ήταν ότι στην Παναγία του Κύκκου τα αφιερώματα ήταν πολύ περισσότερα από τα αφιερώματα της Παναγίας της Κατωκοπιάς. Υπάρχει η λαϊκή πίστη και παράδοση ότι η Παναγία Χρυσελεούσα της Κατωκοπιάς ήταν έργο του Αποστόλου και Ευαγγελιστή Λουκά, όπως πιστεύεται και για την εικόνα της Παναγίας του Κύκκου.
Μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας, κάτω από το σκαλί του Σολέα, υπήρχε ένα τραπέζι με στρογγυλές τρύπες που μέσα σε αυτές τοποθετούσαν και άναβαν τις μεγάλες λαμπάδες, τάματα των προσκυνητών. Εγώ θα ονόμαζα αυτό το τραπέζι λαμπαδοστάτη. Δίπλα σ’ αυτό το τραπέζι, προς το Σολέα, υπήρχε μια τεράστια, χοντρή λαμπάδα, που η βάση της ήταν τοποθετημένη σε ειδική ξύλινη θήκη για να στηρίζεται όρθια. Το ύψος της ήταν πάνω από ενάμιση μέτρο και η διάμετρος, στη βάση, 20-25 πόντοι. Στη δεξιά πλευρά του Σολέα υπήρχε τραπέζι πάνω στο οποίο έβαζαν τα πανέρια (τσέστους) για τα κόλλυβα των μνημοσύνων και των γιορτάρηδων.
Σε όλες τις θεομητορικές εορτές, μετά τη λειτουργία και πριν την απόλυση, γινόταν λιτανεία της εικόνας της Παναγίας Χρυσελεούσας γύρω από την εκκλησία. Κατά τη διάρκεια της λιτανείας οι πιστοί σταυροκοπούμενοι επερνούσαν κάτω από το εικόνισμα της Παναγίας. Το εικόνισμα ετοποθετείτο έξω από την εκκλησία, κάτω από τον ηλιακό, σε ειδική θέση πάνω στο δυτικό τοίχο, στα αριστερά της πόρτας της εισόδου στην εκκλησία. Γινόταν παράκληση προς την Παναγία και ακολουθούσε η απόλυση. Προσκυνούσαν οι παπάδες, μετά οι άντρες και μετά οι γυναίκες. Οι γιορτάρηδες εστέκονταν δίπλα στην εικόνα, εράντιζαν με μερρέχες τον κόσμο και ο κόσμος τους ευχόταν «Χρόνια Πολλά».
Μερικές γυναίκες, κυρίως ξένες προσκυνήτριες, μετά που επροσκυνούσαν, έβαζαν «χολλά» στα μάτια. Το έκαναν αυτό ως θεραπεία, ως ευλογία από την Παναγία, για να τις προστατεύει από ασθένειες των ματιών. Από πληροφορίες που εμάζεψα η «χολλά» γινόταν ως εξής: Υπήρχε ένα τσίγγινο λυχνάρι, που το σχήμα του ήταν κώλουρος κώνος, και στο κέντρο του πώματός του υπήρχε μια μικρή τσίγγινη σωλήνα, ύψους ένα-δυο πόντους, μέσα από την οποία επερνούσαν το χοντρό φυτίλι. Εγέμιζαν με λάδι το λυχνάρι, άναβαν το χοντρό φυτίλι και έβαζαν από πάνω ένα υνί ανάποδα και στο κοίλωμά του εμάζευαν τη «μούζη». Την αιθάλη αυτή την έβαζαν στη «Χολιάστρα». Η «χολιάστρα» ήταν ένα κομμάτι καλάμι που έμοιαζε με φλογέρα («πικκιάυλιν») αλλά σε μικρότερο μέγεθος (περίπου το μισό) είχε μόνο μια τρύπα στο στόμιο, από την οποία επερνούσαν σπάγκο για να κρεμμάζεται, Μέσα στη «χολιάστρα» υπήρχε ένα κομμάτι ξερό «σκληνίτζι» με το οποίο έβαζαν τη «χολλά» στα μάτια.
Στο ιερό υπήρχε η σκαλιστή Αγία Τράπεζα με κουβούκλιο, που στηριζόταν σε τέσσερα πόδια. Πίσω από την Αγία Τράπεζα, στην κόγχη του τοίχου υπήρχαν δύο τοιχογραφίες. Πάνω ψηλά ήταν η τοιχογραφία της Παναγίας και από κάτω η Θεία Κοινωνία των μαθητών του Χριστού. Ο πάτερ Χριστόφορος λέει ότι στα αριστερά της τοιχογραφίας ήταν η δόσις του άρτου και στα δεξιά η δόσις του οίνου. Στη βάση της τοιχογραφίας είναι γραμμένα τα ιδρυτικά λόγια του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας: «Λάβετε, φάγετε, τοῦτό μού ἐστὶ τὸ Σῶμα, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ Αἷμά μου, το τῆς Καινῆς Διαθήκης, τὸ ὑπὲρ ἡμῶν καὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.». Στο νότιο τοίχο του ιερού υπήρχε μικρή μονόφυλλη πόρταxii.
Έχω ακούσει ότι πριν το 1930, όταν Μητροπολίτης Κυρηνείας ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ο Β΄ η εικόνα της Παναγίας στο εικονοστάσι ήταν στη θέση του Χριστού και ο Χριστός στη θέση της Παναγίας. Ο Μητροπολίτης Κυρηνείας Μακάριος ήρθε να λειτουργήσει στο χωριό και επρόσεξε ότι οι εικόνες του Χριστού και της Παναγίας δεν ήταν στην κατάλληλη θέση. Για αυτό εζήτησε από τον παπά ν’ αλλάξει τις θέσεις των εικόνων. Ο παπάς εφοβόταν την Παναγία περισσότερο απ΄ ότι εφοβόταν τον Δεσπότη και δεν ήθελε να το κάμει. Προσπαθούσε να πείσει το Δεσπότη να μην αλλάξει η θέση της Παναγίας. Ο Δεσπότης τότε του είπε: «Εγώ διατάζω και όταν θα ξανάρθω θέλω η εικόνα της Παναγίας ν’ αλλάξει θέση». Η εικόνα της Παναγίας έμεινε στη θέση της. Σε ένα-δυο χρόνια έμαθαν ότι θα έρθει ο Δεσπότης. Ο μακαρίτης ο ψάλτης ο Φυτής, με τη βοήθεια ένα-δυο επιτρόπων, την ώρα της υποδοχής του Δεσπότη, που γινόταν στην είσοδο του χωριού, προς το Αργάκιxv, εμετατόπισαν την εικόνα, για να μην έχει κυρώσεις ο παπάς.
Το 1910 κτίστηκε το κωδωνοστάσι της εκκλησίας μας, που το πάνω μέρος του χάλασε γύρω στο 1940. Μαυρόασπρη φωτογραφία της εκκλησίας μας είχε στο γραφείο του ο μακαρίτης ο Πέτρος ο Ζεβλίδηςxvii, υπάλληλος της Αρχιεπισκοπής, στην οποία φαίνονταν όλες οι στάσεις του κωδωνοστασίου, μαζί με το κουβούκλιο, που κατεδαφίστηκε το ’40 για να μην γκρεμιστεί. Ο Πέτρος Ζεβλίδης ήθελε να βρούμε δωρητή για να γίνει το κωδωνοστάσιο όπως ήταν προηγουμένως.
Η βουβή για 40 χρόνια καμπάνα της Παναγίας Χρυσελεούσας της Κατωκοπιάς περιμένει καρτερικά να πανηγυρίσει ξανά τη γιορτή της Παναγίας μας. Τώρα, που συμπληρώνονται σαράντα χρόνια στην προσφυγιά, η εκκλησία της Παναγίας της Χρυσελεούσας Κατωκοπιάς παραμένει βουβή και άδεια. Μαζί της αδειάζουν και χάνονται και οι μνήμες, καθώς η παλαιότερη γενιά αναχωρεί και η νεότερη μεγαλώνει αλλού, χωρίς τις γνώσεις και τις εμπειρίες από το χωριό μας, που ζήσαμε εμείς. Θα χρειαστεί πολλή αγάπη και πολλή δουλειά για να αποκατασταθεί η εκκλησία της Παναγίας της Χρυσελεούσας στην παλιά της δόξα. Θα χρειαστεί πολύ περισσότερη δουλειά για να αποκατασταθεί η μνήμη και η αγάπη των ανθρώπων.
Δεν ήθελα να σας κουράσω με περισσότερες λεπτομέρειες γι αυτό, τελειώνοντας, εύχομαι ολόψυχα να μας αξιώσει ο Θεός, με τη βοήθεια της Παναγίας Χρυσελεούσας της Κατωκοπιάς, να ξαναγυρίσουμε και να πανηγυρίζουμε στις γιορτές της Παναγίας μας.
Σημειώσεις
i.«Η πρώτη γνωστή αναφορά που έχουμε για την Κατωκοπιά έγινε στις 31 Αυγούστου 1318 σε κυπριακό μεσαιωνικό χειρόγραφο των μοναχών της Ασίνου:
«Εσχάτη του Αυγούστου μηνός της εχρονίας (σ)ωκς’ τέλος του βίου εχρήσατο ο θεοφιλέστατος κυρ παπά(ς) Λέων του Κου(φά;) και νομικού Ζωτοκατοκοπιάς ο Θεός τάξη το πνεύμα αυτού μετά του Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ».
Σε άλλη αναφορά μνημονεύεται περιστατικό της 16ης Ιουλίου 1319:
«Κατά την ις’ του Ιουλίου μηνός της εχρονίας (ς)ωκζ’ εγένετο εν τη νήσω Κύπρω χειμών μέγας και ήβραι τα αλώνια όλα τελειομένα και σιτάρι και κριθάρι και ήσαν ανέμιστα και εγίνετο ζημία μεγαλητέρα εις την γην μας ήγουν εις την Ζωτοκατοκοπιάν[…]»
Υποστηρίζεται από τον γλωσσολόγο ερευνητή Μενέλαο Χριστοδούλου ότι η αναφορά σε Ζωτοκατοκοπιά γίνεται λόγω του κοινού ιδιοκτήτη και της κοινής γεωργικής ενότητας της περιοχής Ζώδιας και Κατωκοπιάς και του γεγονότος ότι η περιοχή Μόρφου ήταν η κατεξοχήν περιοχή παραγωγής λιναριού, κάτι που συνεχιζόταν μέχρι τη δεκαετία του 1940.
ii.Τα λινάρια χρειάζονταν εργατικά χέρια για να τα φυτέψουν, να τα μαζέψουν και να τα επεξεργαστούν για να παραχθεί το λινάρι. Περισσότερα χέρια, βέβαια, χρειάζονταν στην επεξεργασία του λιναριού.
iii.Σύμφωνα με το R. Gunnis, η εκκλησία του χωριού αφιερωμένη στην Παναγία Χρυσελεούσα περιέχει εικονογραφίες του 16ου αιώνα. Ο RupertForbesGunnis(11 Μαρτίου 1899 – 31 Ιουλίου 1965) ήταν ένας Άγγλος, συλλέκτης και ιστορικός της Βρετανικής γλυπτικής, που υπηρέτησε ως προσωπικός γραμματέας του Κυβερνήτη της Κύπρου (1926–1932). Από το 1932 μέχρι το 1935 εργάστηκε ως επιθεωρητής αρχαιοτήτων στο Κυπριακό Μουσείο. Εξέδωσε το βιβλίο του «HistoricCyprus» το 1936. Αναφέρει ότι η εκκλησία του χωριού ήταν αφιερωμένη στην Παναγία Χρυσελεούσα, είχε ανακαινιστεί στα 1818, αλλά σώζονταν στο εσωτερικό της μερικές τοιχογραφίες του τέλους του 16ου αιώνα.
iv.Βλ. Τσακακές, Γεώργιος Ι. (1956, αναστατική έκδοση 2007) «ΙΣΤΟΡΙΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ ΠΕΡΙ ΑΠΟΙΚΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΜΕΣΑΧΩΡΙΟΥ (ΟΡΤΑΚΙΟΪ) ΕΝ ΤΩ ΒΟΣΠΟΡΩ ΚΑΙ ΑΝΕΓΕΡΣΕΩΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΦΩΚΑ και ὀλίγα περί τῶν συγκατοίκων ἡμών Τούρκων, Ἑβραίων, Ἀρμενίων καί Ἀρμενοκαθολικῶν», σ. 57 «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία οὐδέποτε ἐπέτρεπε νά κρημνισθῇ ναός καί ἐγερθῇ ἐπί τόπου ἑτέρας χρήσεως οἰκοδόμημα (Ἴδε λεξικόν Ἱστοριογεωγραφικόν Σ.Ι. Βουτυρᾶ Τομ. 3ος Σελ. 1049) Καὶ ἀκόμη μετά τήν Ἅλωσιν ὁ λαός ἐθεώρει ἁμάρτημα ἂν ὄχι βεβήλωσιν νά κρημνισθῇ ναός καὶ νά ἀνεγερθῇ μεγαλείτερος μέχρις ὅτου κατά τό ἔτος 1693 ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Καλλίνικος ὁ Β΄ ὁ Ἀκαρνάν ἐξέδωκε γράμμα συνοδικόν, ἐν τῷ ὁποίῳ λέγει: «ἀπροκριμάτιστον ἐστὶν οἰκοδομείν τὴν μικρὰν Ἐκκλησίαν εἰς μεγάλην καὶ εὐρυχωροτέραν». (Λεξικόν Βουτυρᾶ Τομ. 3ος Σελ. 1050). Ἐξ ᾄλλου καὶ οἱ Σουλτάνοι δὲν ἔδιδον ποτέ ἄδειαν νὰ ἀνεγερθῇ Ἐκκλησία ἐάν δὲν ἀπεδεικνύετο τρανώτατα ὅτι ὑπήρχε καὶ πρίν ἐπί τοῦ τόπου τούτου Ἐκκλησία.»
v.Το σουλτανικό διάταγμα Χαττ-ι Σερίφ (Ηatt-iSerif) του Γκιουλχανέ , (=Οργανικός νόμος, διάταγμα της Αίθουσας των Ρόδων) ή γνωστό αλλιώς ως Τανζιμάτ (=αναδιοργάνωση), ήταν η πρώτη μεγάλη μεταρρύθμιση, την οποία υποχρεώθηκε να κάνει η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ως συνέπεια των πολλών επαναστάσεων των υπόδουλων λαών, κυρίως χριστιανικών, που ακολούθησαν την ελληνική επανάσταση του 1821. Με το Τανζιμάτ εγκαταλειπόταν ο νόμος της Σαρίας για τους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς και δίνονταν χαλαρώσεις αναφορικά με τις θρησκευτικές ελευθερίες. Ακολούθησε λίγα χρόνια αργότερα, το 1856, το διάταγμα Ισλαχάτ, ή Χαττ-ι Χουμαγιούν, δηλαδή, ο οργανικός νόμος για την εμπέδωση της μεταρρύθμισης, με τον οποίο δίνονταν πολύ περισσότερες χαλαρώσεις που επεκτείνονταν και στην ελεύθερη παροχή κοινοτικής παιδείας.
vi.Τα «κατηχούμενα» που προβάλλονταν και πάνω από τον «ηλιακό» χαλάστηκαν από τους κατακτητές.
vii.Η λεγόμενη «κάσhια».
viii.Το θρόνο αυτό τον θυμούμαι γιατί τον είχα δει στην αποθήκη της εκκλησίας, που υπήρχε απέναντι από τη νότια πόρτα, στο παρακείμενο οικόπεδο, εκεί που είχε κτιστεί το πρώτο δημοτικό σχολείο της Κατωκοπιάς και λειτουργούσε μέχρι το 1925 που κτίστηκε το νεώτερο.
ix.Το όνομα Σταυρίδης και τη χρονολογία τα διασώζει ο Νίκος Οικονομίδης στο βιβλίο του «Η Κατωκοπιά οι κάτοικοι, οι ρίζες, τα έθιμα» στη σελίδα 7. Ο γιος μου διακ. Κυπριανός Κουντούρης υποστηρίζει ότι ο ταλιαδώρος που σκάλισε το εικονοστάσι δεν ονομαζόταν Σταυρίδης αλλά Θεοδόσης Σταυρινού. Στο Δάλι, σώζεται, στο Ναό Αγίων Ανδρονίκου και Αθανασίας, προσκυνητάρι, που το σκάλισε το 1896 και φέρει επιγραφή: «ΕΡΓΟΝ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ ΣΤ. ΕΞ ΙΔΑΛΙΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΤΡΟΠΙΣ ΛΟΗΖ ΘΕΟ Κ ΚΥΡ ΘΕΟΔΟ 1896, =4». Παρόμοια επιγραφή υπάρχει στο ανώφλι της δυτικής πόρτας του ναού του Αγίου Μάμαντος στο Δάλι «ΕΡΓ ΘΣ Κ ΣΜ Κ ΧΜ 1887 Χ# ΠΑΣΧΑΛ ΣΙΝΔΡΟ ΠΟΡΤ». Υποδηλώνεται δηλαδή ότι η πόρτα που πληρώθηκε με συνδρομή του Χ# Πασχάλη κατασκευάστηκε από τον Θεοδόση Σταυρινού και άλλους δυο. Ο Θεοδόσης Σταυρινού σκάλισε και το «ανοιχτάρι» του Αγίου Μάμα στο Δάλι, το οποίο ενέπνευσε τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη να γράψει το ποίημά του: «Λεπτομέρειες στην Κύπρο».
Το όνομά του παρουσιάζεται συχνά στα κατάστιχα της εκκλησίας των Αγίων Ανδρονίκου και Αθανασίας στο Δάλι, για εργασίες που είχαν σχέση με την εκκλησία, όπως στη φωτογραφία πιο πάνω, από καταγραφή του 1904 ως Θεοδόσης Χ#Σταυρινού . Πρόκειται για τον ίδιο Θεοδόση Σταυρινού που σκάλισε τα εικονοστάσια στις εκκλησίες της Αγίας Μαρίνας του Καλοπαναγιώτη και των Αγίων Αναργύρων στους Αγιούς Τριμιθιάς. Μια μελλοντική προσπάθεια αποκατάστασης του χαμένου εικονοστασίου της Παναγίας Χρυσελεούσας Κατωκοπιάς θα μπορεί να αξιοποιήσει τα παραδείγματα από αυτά και άλλα έργα του Θεοδόση Σταυρινού.
x.Το Δωδεκάορτο: σύνολο δώδεκα σημαντικών εορτών του εκκλησιαστικού λειτουργικού έτους (Ευαγγελισμός, Γέννηση, Υπαπαντή, Βάπτιση, Μεταμόρφωση, Βαϊοφόρος, Έγερση του Λαζάρου, Σταύρωση, Ανάσταση, Ανάληψη, Κοίμηση της Θεοτόκου και Πεντηκοστή).
xi.Ο καλύτερος χρυσοχός στη Λευκωσία, την εποχή εκείνη, ήταν ο Πολύβιος Κόλοκος, έργα του οποίου συναντώνται σε πολλούς ναούς, ιδιαίτερα στην Παναγία Φανερωμένη της Λευκωσίας. Είναι πολύ πιθανό η χαμένη σήμερα «πλατάνα» της Παναγίας Χρυσελεούσας Κατωκοπιάς να είναι έργο του χρυσοχού Πολύβιου Κόλοκου. Μια έρευνα σε αρχεία, που μπορεί να φυλάγονται στη Λευκωσία από απογόνους του Π. Κόλοκου, θα μπορεί ίσως να δώσει στοιχεία για τη χαμένη σήμερα εικόνα της Παναγίας Χρυσελεούσας Κατωκοπιάς.
xii.Η πόρτα αυτή κτίστηκε από τους Τούρκους με τούβλα μετά την εισβολή του 1974 και την προσφυγιά.
xiii.Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Β΄ γεννήθηκε στο χωριό Πρόδρομος, στη Μαραθάσα το 1870. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή στη Κωνσταντινούπολη και κατόπιν στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Το 1912 κατετάγη ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό, με την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων, υπηρέτησε ως στρατιωτικός ιεροκήρυκας και διακρίθηκε. Τιμήθηκε με τον Αργυρούν Σταυρό του Σωτήρος και με μετάλλιο. Επέστρεψε στην Κύπρο το 1915 και διορίστηκε αρχιμανδρίτης της Αρχιεπισκοπής και γραμματέας της Ιεράς Συνόδου. Στο θρόνο της Κερύνειας, εξελέγη ο Μακάριος στις 20/03/1917 και υπηρέτησε για 30 ολόκληρα χρόνια, από το 1917 μέχρι το 1947. Κατά την περίοδο, όμως, από το 1931 μέχρι το 1946 (15 χρόνια) βρισκόταν στη εξορία. Στις 24 Δεκεμβρίου 1947 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, χωρίς ανθυποψήφιο. Ήταν γνωστός για τις σκληρές του θέσεις απέναντι στους Άγγλους και για την επιμονή του στην άμεση ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Πέθανε στις 28 Ιουνίου 1950 και τον διαδέχθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄.
xiv.Παρόμοια τιμή στο εικόνισμα της Παναγίας γίνεται μέχρι σήμερα στο Ναό της Παναγίας Χρυσαλινιώτισσας, στην εντός των τειχών Λευκωσία. Εκεί η εφέστια εικόνα της Παναγίας της Χρυσαλινιώτισσας βρίσκεται στη δεξιά πλευρά της Ωραίας Πύλης, όπου συνήθως βρίσκεται η εικόνα του Χριστού, ενώ στην αριστερή πλευρά βρίσκεται ο Χριστός, όπως ήταν και στην Παναγία Χρυσελεούσα της Κατωκοπιάς, μέχρι τη δεκαετία του 1930.
xv.Όταν ο Δεσπότης επισκεπτόταν την Κατωκοπιά ερχόταν από του Μόρφου. Ο Δεσπότης ερχόταν από το Σάββατο το βράδυ, έκανε τον εσπερινό και εφιλοξενείτο το βράδυ στο σπίτι κάποιου επιτρόπου. Μετά τη λειτουργία την επόμενη μέρα εγινόταν τραπέζι στο σπίτι του επιτρόπου για όλους τους χωριανούς. Μέρος των εξόδων εκάλυπτε η εκκλησία.
xviΠανομοιότυπο με το κωδωνοστάσιο της Παναγίας Χρυσελεούσας Κατωκοπιάς είναι το κωδωνοστάσιο του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Πάνω Ζώδια. Μάλλον θα κτίστηκε από τους ίδιους μαστόρους το 1911, ένα χρόνο μετά από το κτίσιμο του κωδωνοστασίου της εκκλησίας μας. Υποδηλώνουν και τα δυο βαθιά πίστη και ψηλή αισθητική
xvii.Ο Πέτρος Ζεβλίδης ήταν ο κηδεμόνας μου όταν ήμουν μαθητής του Παγκυπρίου Γυμνασίου (1946 – 1952) και τότε ήταν που μου έδειξε τη φωτογραφία αυτή. Το κωδωνοστάσιο σήμερα βρίσκεται σε πολύ κακή κατάσταση συντήρησης. Όταν θα συντηρηθεί και θα αποκατασταθεί θα μπορεί να προστεθεί και η τελευταία στάση, με το κουβούκλιο, όπως ακριβώς στο κωδωνοστάσιο της εκκλησίας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Πάνω Ζώδια.