Μητσοτάκης: Με φόντο τις γιορτές και μια αγορά που ήδη μετρά απώλειες από τις καθυστερήσεις στις μεταφορές, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανεβάζει τον πήχη της αντιπαράθεσης με τους αγρότες, επιχειρώντας να περάσει το μήνυμα ότι «ο διάλογος είναι ανοιχτός, αλλά όχι στο παράλογο».
Ρεπορτάζ: Γιώργος Θεοχάρης
Σε μια περίοδο που το αγροτικό εισόδημα δοκιμάζεται από κόστη παραγωγής, αβεβαιότητα στις αποζημιώσεις και «τρύπες» στις πληρωμές, το Μαξίμου επιλέγει να μετατρέψει τη συζήτηση σε ζήτημα κοινωνικής ισορροπίας: τι αντέχει η οικονομία, τι επιτρέπουν οι κανόνες της ΚΑΠ, και ποιος αναλαμβάνει την ευθύνη όταν η χώρα “φρακάρει”.
Από την πλευρά της κυβέρνησης, το αφήγημα είναι καθαρό: «16 από 27 αιτήματα έχουν ικανοποιηθεί, 4 είναι υπό επεξεργασία, 7 δεν μπορούν να γίνουν». Το πρόβλημα είναι ότι, στην πράξη, η πραγματικότητα στα χωράφια και στους στάβλους δεν μετριέται με λίστες και ποσοστά, αλλά με το αν μπήκαν χρήματα στον λογαριασμό, αν διορθώθηκαν αδικίες, αν διοικητικές αστοχίες αφήνουν κόσμο απέξω. Κι εκεί ακριβώς “σπάει” η επικοινωνιακή ισορροπία.
«Ναι στον διάλογο»… με όρους και κόκκινες γραμμές
Το κυβερνητικό επιχείρημα ακουμπά σε δύο πυλώνες: στους δημοσιονομικούς περιορισμούς και στους ευρωπαϊκούς κανόνες. Δεν είναι τυχαίο ότι η αναφορά στην «πατρίδα» και στο διεθνές εμπόριο μπαίνει ως πολιτικός πολλαπλασιαστής πίεσης: η κυβέρνηση λέει στους αγρότες πως οι κινητοποιήσεις έχουν κόστος για όλους, άρα η διεκδίκηση οφείλει να έχει «μέτρο» και να μην τιμωρεί την κοινωνία.
Ωστόσο, εδώ υπάρχει μια κρίσιμη λεπτομέρεια: όταν η κυβέρνηση ζητά «εποικοδομητική στάση», ο κόσμος της παραγωγής απαντά πως εποικοδομητική στάση σημαίνει πρώτα αξιοπιστία. Και αξιοπιστία σημαίνει να λειτουργούν σωστά οι μηχανισμοί πληρωμών, οι έλεγχοι, οι διορθώσεις, η ροή ενισχύσεων και αποζημιώσεων από τους θεσμικά αρμόδιους φορείς, όπως το ίδιο το ΥΠΑΑΤ και οι υπηρεσίες που συνδέονται με την εφαρμογή πολιτικών στην ύπαιθρο.
Τα «7 αδύνατα» και η αλήθεια της ΚΑΠ
Η κυβέρνηση επικαλείται ευθέως την ΚΑΠ και «βασικούς ευρωπαϊκούς κανόνες», υπονοώντας ότι ορισμένες διεκδικήσεις “δεν περνούν” ούτε πολιτικά ούτε τεχνικά. Πράγματι, το πλαίσιο της ΚΑΠ βάζει κανόνες επιλεξιμότητας, ελέγχων και δημοσιονομικής πειθαρχίας που δεν αλλάζουν με μια εθνική δήλωση. Όμως, άλλο οι ευρωπαϊκοί κανόνες κι άλλο οι εθνικές αστοχίες στην εφαρμογή τους.
Γιατί για τον αγρότη που «κόπηκε» από μια λεπτομέρεια στο Ε9, για τον κτηνοτρόφο που είδε αφαίρεση/συμψηφισμό πριν πιστωθεί σωστά το ποσό, για τον παραγωγό που περιμένει συμπληρωματική πληρωμή μετά από διορθώσεις, το πρόβλημα δεν είναι η θεωρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά η καθημερινότητα των διαδικασιών.
Η “μάχη” της αξιοπιστίας: πληρωμές, διορθώσεις, έλεγχοι
Εδώ είναι η ζώνη υψηλής έντασης: ο αγροτικός κόσμος δεν πείθεται με γενικές διαβεβαιώσεις, αλλά με καθαρές ημερομηνίες, καθαρούς κανόνες και καθαρές πιστώσεις. Και η εμπειρία των τελευταίων εβδομάδων έχει αφήσει ουλές.
Ο κρίσιμος κόμβος είναι ο ΟΠΕΚΕΠΕ: από εκεί περνούν οι βασικές ροές των ενισχύσεων και η τεχνική αξιοπιστία του συστήματος. Όταν υπάρχουν «τρύπες» ή εξαιρέσεις, οι κινητοποιήσεις δεν λειτουργούν απλώς ως πίεση – λειτουργούν και ως μήνυμα ότι «δεν θα φύγουμε μέχρι να κλείσει το κενό». Παράλληλα, η συζήτηση για προκαταβολές/πορίσματα και αποζημιώσεις ανοίγει έναν δεύτερο φάκελο: τον ρόλο του ΕΛΓΑ, ειδικά όταν ακραία φαινόμενα και ζωονόσοι μετατρέπουν τη ρευστότητα σε ζήτημα επιβίωσης.
Το «κόστος των μπλόκων» και το πολιτικό παιχνίδι της κοινωνικής πλειοψηφίας
Η φράση «ας ακούσουν ξενοδόχους, εστιάτορες, επιμελητήρια» δεν είναι τυχαία: είναι προσπάθεια να χτιστεί κοινωνικό μέτωπο πίεσης στους αγρότες, ειδικά σε ημέρες που πολλοί θέλουν να ταξιδέψουν. Το Μαξίμου ποντάρει στην “κόπωση” της κοινωνίας και προσπαθεί να εμφανίσει την κυβέρνηση ως δύναμη «λογικής», απέναντι σε μια διεκδίκηση που κινδυνεύει να βαφτιστεί «υπερβολική».
Το ρίσκο όμως είναι προφανές: αν οι αγρότες πείσουν ότι δεν ζητούν “παράλογα”, αλλά ζητούν να διορθωθούν αδικίες και να τηρηθούν δεσμεύσεις, τότε το «όχι στο παράλογο» γυρίζει μπούμερανγκ. Και πολιτικά, το παιχνίδι δεν κρίνεται στις λέξεις, αλλά στην τσέπη.
Παράλληλο μήνυμα: «ανάπτυξη, μισθοί, συντάξεις – από το 2026»
Μέσα στο ίδιο κείμενο/μήνυμα, η κυβέρνηση “δένει” την αγροτική κρίση με μια ευρύτερη εικόνα: παρεμβάσεις σε εισόδημα, στεγαστικό, ψηφιακό κράτος, εργασιακή αγορά. Είναι η κλασική τεχνική «μεγάλης εικόνας»: ακόμη κι αν υπάρχει κοινωνική ένταση, η χώρα “τρέχει” σχέδια.
Γι’ αυτό μπαίνει στην ατζέντα και το “ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ”, ως υπόσχεση διαφάνειας και λιγότερης γραφειοκρατίας, με το κράτος να δείχνει ότι διαθέτει εργαλεία όπως το ΕΡΓΑΝΗ για να υποστηρίξει την αγορά εργασίας και να εμφανίσει αποτελέσματα. Όμως για τον πρωτογενή τομέα, το αντίστοιχο “εργαλείο εμπιστοσύνης” είναι οι έγκαιρες και καθαρές πληρωμές.
Το κρίσιμο ερώτημα: διάλογος για τι – και με ποια εγγύηση;
Ο διάλογος, όπως τον περιγράφει το Μαξίμου, έχει προϋπόθεση: να μην τιμωρείται η κοινωνία. Ο διάλογος, όπως τον εννοούν οι αγρότες, έχει άλλη προϋπόθεση: να μην τιμωρείται η παραγωγή από αστοχίες, καθυστερήσεις και τεχνικές αδικίες.
Η σύγκρουση, λοιπόν, δεν είναι μόνο πολιτική. Είναι σύγκρουση “εμπιστοσύνης”. Και αν κάτι θα κρίνει το επόμενο βήμα δεν είναι οι ατάκες για το «παράλογο», αλλά το αν μέσα στις επόμενες ημέρες υπάρξουν συγκεκριμένες, τεκμηριωμένες λύσεις: για τους «κομμένους», για τις διορθώσεις, για τις συμπληρωματικές πληρωμές, για τις αποζημιώσεις, για τη ρευστότητα στην ύπαιθρο.
Γιατί στο τέλος, όποιος κι αν κερδίσει την επικοινωνία, εκείνος που χάνει πρώτος όταν η χώρα “σπάει” στα δύο, είναι πάντα ο ίδιος: η πραγματική οικονομία.






