Ελλάδα – Τουρκία: Η ερώτηση «ποιος είναι απομονωμένος;» επανέρχεται κάθε τόσο στο ελληνοτουρκικό αφήγημα. Σήμερα, η απάντηση είναι πιο σύνθετη από ποτέ: οι στρατιωτικές ισορροπίες μετακινούνται, οι ενεργειακές διεκδικήσεις πυκνώνουν και, σαν να μην έφταναν αυτά, επιστημονικοί φορείς προειδοποιούν για ενδεχόμενους ισχυρούς σεισμούς στην ευρύτερη περιοχή.
Ρεπορτάζ: Παντελής Χαριτάκης
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, Αθήνα και Άγκυρα κινούνται σε παράλληλες τροχιές, με στοχευμένες κινήσεις ισχύος και εικόνας.
Η ελληνική «αρχιτεκτονική» σταθερότητας
Η στρατηγική της Ελλάδας βασίζεται σε δύο πυλώνες: την ευρωπαϊκή «ομπρέλα» και τις διμερείς αμυντικές συμφωνίες. Σε επίπεδο Ένωσης, η Αθήνα επιδιώκει να «κλειδώσει» το ρόλο της ως πυλώνα σταθερότητας, σε συντονισμό με την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκή Ένωση). Παράλληλα, η αναβάθμιση του στόλου με φρεγάτες και τα συνεχή προγράμματα διαλειτουργικότητας καταγράφονται ως επένδυση αποτρεπτικής ισχύος από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας (Υπουργείο Εθνικής Άμυνας).
Στο διπλωματικό μέτωπο, η Αθήνα ανοίγει εκ νέου δύσκολες φακέλους, όπως αυτός της οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών με γειτονικές χώρες. Η γραμμή «Διεθνές Δίκαιο και διάλογος» παραμένει κεντρική, όπως αποτυπώνεται στις θέσεις του Υπουργείου Εξωτερικών (Υπουργείο Εξωτερικών) για την Ανατολική Μεσόγειο. Το μήνυμα είναι σαφές: συμφωνίες με διαφάνεια και διεθνή νομιμότητα, όχι «γκρίζες» μονομερείς κινήσεις, τονίζει απόστρατος Αντιστράτηγος στο vimaorthodoxias.gr
Η τουρκική αντεπίθεση εικόνας και βιομηχανίας
Απέναντι, η Τουρκία καλλιεργεί τη διεθνή της εικόνα ως παίκτης που μιλά με όλους: από τη Μόσχα και το Κίεβο μέχρι την Ουάσιγκτον και το Κάιρο. Η ενίσχυση της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας (ιδίως στα UAV) και οι συνεργασίες με ευρωπαϊκούς ομίλους της Ιταλίας και της Ισπανίας δίνουν στην Άγκυρα πόντους αυτονομίας. Επιπλέον, η ευελιξία της στις τριμερείς και τετραμερείς συνθέσεις, αλλά και το βάθος των υπηρεσιακών διαύλων με ΝΑΤΟϊκούς εταίρους, αποτυπώνει μια πολιτική «πολλαπλών ανοιγμάτων».
Σε αυτό το σκηνικό, το ΝΑΤΟ παραμένει το μεγάλο θεσμικό πεδίο όπου οι ισορροπίες δοκιμάζονται αλλά και προστατεύονται: η Ελλάδα ποντάρει σε συμμαχικά αντανακλαστικά και πλαίσια κανόνων, ενώ η Τουρκία αξιοποιεί τον ρόλο της στη νοτιοανατολική πτέρυγα. Γι’ αυτό και οι αναφορές σε συλλογική άμυνα και διαχείριση κρίσεων της Συμμαχίας (NATO) έχουν πρακτική σημασία: η αποτροπή δεν είναι μόνο εξοπλισμοί, είναι και προβλεψιμότητα.
Ενέργεια, ΑΟΖ και «σιωπηρές» διασταυρώσεις
Η Ανατολική Μεσόγειος παραμένει ενεργειακή σκακιέρα. Η Ελλάδα επιδιώκει να κεφαλαιοποιήσει τον ρόλο της ως διαδρόμου και κόμβου, ενώ η Τουρκία, με επιθετική θαλάσσια ατζέντα, επιχειρεί να κρατήσει «κλειδιά» επιρροής. Κάθε τεχνική επιτροπή για ΑΟΖ, κάθε κίνηση στα υπεράκτια οικόπεδα, κάθε συζήτηση για ηλεκτρικές ή τηλεπικοινωνιακές διασυνδέσεις, αποτελούν ψηφίδες ενός ίδιου παζλ: ποιος θα ορίσει τους όρους του παιχνιδιού την επόμενη δεκαετία.
Η ελληνική πλευρά, πάντως, προσπαθεί να συνδυάσει ρεαλισμό με θεσμική γραμμή: να διαπραγματευθεί όπου υπάρχουν συγκλίσεις, να καταγγείλει όπου υπάρχουν παραβιάσεις, να μην παγιδευτεί σε επικοινωνιακές «ναυμαχίες». Είναι μια δύσκολη ισορροπία, αλλά μονόδρομος για μια χώρα που θέλει να προβάλλει αξιοπιστία.
Σεισμικός κίνδυνος: μια κοινή πραγματικότητα
Στο φόντο όλων αυτών, οι προειδοποιήσεις για ισχυρή σεισμική δραστηριότητα στην ευρύτερη περιοχή υπενθυμίζουν ότι ο κίνδυνος δεν είναι μόνο πολιτικός. Η τουρκική υπηρεσία πολιτικής προστασίας AFAD έχει δημοσιεύσει επανειλημμένα οδηγίες ετοιμότητας (AFAD), ενώ στην Ελλάδα ο Οργανισμός Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας παρέχει αναλυτικά πρωτόκολλα πρόληψης και αντίδρασης (ΟΑΣΠ). Για τις άμεσες δονήσεις και τους χάρτες επιφανειακών ρηγμάτων, οι ενημερώσεις του EMSC παραμένουν πολύτιμες για πολίτες και επαγγελματίες (EMSC).
Ο σεισμικός παράγοντας είναι, παραδόξως, πεδίο όπου Αθήνα και Άγκυρα μπορούν να κερδίσουν από τη συνεργασία. Κοινές ασκήσεις πολιτικής προστασίας, ανταλλαγή τεχνογνωσίας, γρήγορες διευκολύνσεις σε διασυνοριακές αποστολές διάσωσης: όλα αυτά δεν αναιρούν τις διαφορές· μειώνουν όμως το ανθρώπινο κόστος μιας βέβαιης φυσικής απειλής.
Είναι κάποιος «απομονωμένος»;
Αν ο όρος σημαίνει «χωρίς συμμάχους και διεθνείς διαύλους», καμία από τις δύο χώρες δεν είναι απομονωμένη. Η Ελλάδα διαθέτει σταθερή αγκύρωση στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, διπλωματικές γέφυρες στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο, και αυξημένη αμυντική αποτροπή. Η Τουρκία έχει ευρύτερο εύρος ελιγμών, μια δυναμική αμυντική βιομηχανία και προνομιακούς δίαυλους με κρίσιμους παίκτες, τόσο στη Δύση όσο και στην ευρύτερη γειτονιά.
Η πραγματική διαφορά βρίσκεται αλλού: στο πώς αξιοποιεί κάθε πλευρά τα πλεονεκτήματά της. Η Αθήνα κερδίζει όταν επιμένει σε θεσμικά μονοπάτια (δίκαιο της θάλασσας, πολυμερείς διαδικασίες, ευρωπαϊκά εργαλεία). Η Άγκυρα κερδίζει όταν «διαβάζει» σωστά τα κενά ισχύος και κινείται γρήγορα στην πράξη (βιομηχανία, ενέργεια, μεσολάβηση). Σε αυτό το σφιχτό πλαίσιο, η ψύχραιμη διαχείριση κρίσεων, ο ρεαλισμός στους στόχους και η σταθερή αποτροπή είναι ό,τι πιο «αντι-απομονωτικό» μπορεί να παρουσιάσει η Ελλάδα προς τους συμμάχους της.
Τι κρατάμε για την επόμενη μέρα
1. Η ασφάλεια δεν είναι μόνο εξοπλισμοί αλλά και συμμαχίες με κανόνες· εκεί η χώρα έχει πλεονέκτημα αν το καλλιεργήσει συστηματικά με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς (Ευρωπαϊκή Ένωση).
2. Ο διάλογος δεν ισοδυναμεί με υποχώρηση· χρειάζεται σαφή κόκκινη γραμμή και τεχνική προετοιμασία από το ΥΠΕΞ (Υπουργείο Εξωτερικών).
3. Η αποτροπή θέλει διαθεσιμότητα μέσων και προσωπικού· εδώ η δουλειά του ΥΠΕΘΑείναι κρίσιμη (Υπουργείο Εθνικής Άμυνας).
4. Ο σεισμικός κίνδυνος επιβάλλει ψυχραιμία, ενημέρωση και ασκήσεις ετοιμότητας, με οδηγίες από ΟΑΣΠ και AFAD (ΟΑΣΠ · AFAD).
5. Η Συμμαχία παραμένει πλαίσιο εγγυήσεων—όχι αυτόματος πιλότος. Η ουσία είναι στην καθημερινή δουλειά εντός ΝΑΤΟ (NATO).