Με εξαιρετικό προβληματισμό και δυσφορία αντιμετωπίζει ο ΣΥΡΙΖΑ τον ανασχηματισμό Τσίπρα με την προσθήκη των Μωραΐτη-Τόλκα από το ΚΙΝΑΛ.
Τα δύο «παπανδρεϊκά» στελέχη που επέλεξε να βάλει ο Αλέξης Τσίπρας στην κυβέρνηση, στον ανασχηματισμό, είναι η «πέτρα του σκανδάλου» στην Κουμουνδούρου. Λόγος και το γεγονός ότι στο παρελθόν αμφότεροι είχαν κάνει δημόσιες τοποθετήσεις κατά της κυβέρνησης.
Οπως όταν ο κ. Τόλκας επέκρινε σφοδρά την κυβέρνηση, τόσο για τη Συμφωνία των Πρεσπών, όσο και για την επιλογή της να «ανοίξει» το Σκοπιανό. Σε συνέντευξή του τον περασμένο Ιούνιο, ο κ. Τόλκας τόνιζε ότι ξεπεράστηκαν όλες οι «κόκκινες» γραμμές, αλλά και για «κομματικά μορφώματα» που μόνο στόχο έχουν την κατάληψη της εξουσίας.
Μετά το αρχικό «μούδιασμα» βουλευτών και στελεχών του κυβερνώντος κόμματος, καθώς εκτιμούν ότι θα έπρεπε να μπουν στην κυβέρνηση εκλεγμένοι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τι2ς δημόσιες αντιδράσεις – όπως του Π. Κουρουμπλή που παραδέχθηκε ότι «υπάρχουν αντιδράσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ» και πως ο ίδιος «δεν θα πήγαινα στον ΣΥΡΙΖΑ αν είχα πει αυτά που έχει πει ο κ. Μωραΐτης» – τώρα έρχεται η δημόσια κριτική από «τα αριστερά».
Η ιστοσελίδα Commonality, η οποία απηχεί τις απόψεις των «53+» αναδημοσιεύτηκε ένα άρθρο του Παύλου Κλαυδιανού στην εφημερίδα «Εποχή» στην οποία διατυπώνονται ενστάσεις και επιφυλάξεις για την συγκεκριμένη επιλογή του πρωθυπουργού. Διατυπώνονται μάλιστα και ευρύτεροι προβληματισμοί που εντάσσονται στο πλαίσιο της συζήτησης που έχει ανοίξει στον ΣΥΡΙΖΑ για τις συμμαχίες που πρέπει να αναπτύξει εφεξής.
«Η υπουργοποίηση δύο κεντρικών στελεχών τού ΠΑΣΟΚ δημιουργεί σειρά ερωτημάτων, καθώς έως λίγους μήνες πριν είχαν υπεύθυνες θέσεις στο ΚΙΝΑΛ και δεν μοιάζει με όλες τις προηγούμενες, κατ΄ αρχάς ως προς αυτό» τονίζει ο αρθρογράφος και εξηγεί: «Ως ενεργά στελέχη με τοποθετήσεις τους εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ, δίνουν τώρα μοναδική τροφή στον αντικυβερνητικό Τύπο για το αγαπημένο του έργο φθοράς της κυβέρνησης. Σε μια στιγμή που δημιουργείται θετικό ρεύμα προσέγγισης του ΣΥΡΙΖΑ στον ανένταχτο κόσμο της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς, το οποίο η αντιπολίτευση προσπαθεί να ανακόψει δια της διαβολής ότι «το δέλεαρ είναι οι υπουργικές θέσεις», είναι το λιγότερο λάθος να επιλέγονται δύο στελέχη εκ του ΚΙΝΑΛ και να δίνουν έδαφος στην υπονόμευση».
Παράλληλα, αναδεικνύει τις διαφορετικές απόψεις για το πώς θα συνεχισθεί η προσέγγιση με την κόσμο της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς: «Θα συνεχιστεί το μοντέλο του Μεγάρου Μουσικής, δηλαδή του διαλόγου με ευρεία συμμετοχή για συγκεκριμένα θέματα ή θα επιδιωχθεί προσέγγιση μέσω αξιοποίησης στελεχών σε υπουργικές και άλλες θέσεις; Είναι ένας τρόπος που δεν προσιδιάζει σε μια συγκεκριμένη αντίληψη και πρακτική για τις συμμαχίες στη βάση προγραμματικών συμφωνιών, ακόμα και με πρόσωπα. Ο οποίος επιπλέον, ενδεχομένως, απογοητεύει, δεν ενθαρρύνει» τονίζεται στο άρθρο.
«Οχι στις προσεγγίσεις ευκαιριακά και αποσπασματικά»
Σημειώνεται δε ότι η διαδικασία πραγματοποίησης συμμαχιών και προσέγγισης της Κεντροαριστεράς, « χρειάζεται λεπτούς χειρισμούς, θα ήταν σωστό να σχεδιάζεται και παρακολουθείται από υπεύθυνη ομάδα στον ΣΥΡΙΖΑ και όχι να γίνεται ευκαιριακά και αποσπασματικά. Και, κυρίως, ότι αυτό είναι δουλειά του κόμματος και όχι της κυβέρνησης, ακόμα και όταν αξιοποιείται η εμπειρία και η γνώση της».
Ο αρθρογράφος αφήνει να διαφανεί η δυσφορία ως προς τον αιφνιδιασμό που υπέστην ο ΣΥΡΙΖΑ. «Η αίσθηση που είχε διαμορφωθεί έως την Παρασκευή το πρωί σχετικά με τον επικείμενο μικρό ανασχηματισμό, ήταν ότι, ως συμπληρωματικός, θα είναι ρουτίνας, με εύλογες κινήσεις-τοποθετήσεις. Γι΄ αυτό και πέρασε αρκετός χρόνος απ΄ όταν προέκυψε η ανάγκη να συμπληρωθούν – ή και να μην πληρωθούν, λίγη φειδώ σε υπουργικές θέσεις δεν θα έβλαπτε– οι κενές θέσεις. Όμως, τελικά, δεν ήταν καθόλου έτσι. Ο ανασχηματισμός έχει πίσω του ολόκληρο σκεπτικό και στόχους, που εμπλέκονται με μια συζήτηση που έχει ανοίξει στον ΣΥΡΙΖΑ για τις συμμαχίες του και τον τρόπο υλοποίησής τους» αναφέρει.
Και καταλήγει το άρθρο: «Ο ανασχηματισμός σε μια κυβέρνηση είναι ευθύνη του πρωθυπουργού. Είναι αλήθεια αυτό, όπως είναι και το ότι ένας ανασχηματισμός γίνεται μέσα σ΄ ένα πλαίσιο και εξυπηρετεί στόχους, οι οποίοι είναι συλλογικά ορισμένοι. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό ίσχυε ακόμα περισσότερο, διότι τα πρόσωπα που επιλέχτηκαν σηματοδοτούσαν σειρά πραγμάτων που χρειάζονταν συζήτηση. Στη συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας, την παραμονή του ανασχηματισμού, ήταν δυνατόν να γίνει αυτό».