Σε μια απίστευτα καλά στημένη κομπίνα, τρία αδέρφια Ρομά, γνωστοί και στους κοσμοπολίτες για τις συχνές εμφανίσεις τους στις κοινωνικές στήλες, κατάφεραν να εξαπατήσουν έναν διακεκριμένο επιχειρηματία στον τουριστικό τομέα, απέχοντάς του το ποσό των 175.000 ευρώ.
Του Παντελή Χαριτάκη
Σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες, οι δράστες του περιστατικού προσέλκυσαν το θύμα με την υπόσχεση να του πουλήσουν 500 «χρυσές» λίρες – όμως αποδείχθηκαν ανύπαρκτες. Το δόλωμα αυτό παρουσιάστηκε ως μια μοναδική επενδυτική ευκαιρία σε μια εποχή που τα crypto καταρρέουν και οι αγορές αναζητούν ασφαλή καταφύγια, με τον χρυσό να εκτοξεύεται.
Η ιστορία ξεκινάει όταν, κατά τη διάρκεια ενός φιλικού δείπνου με γνωστούς και φίλους, εμφανίστηκαν τα τρία αδέρφια Ρομά, που σύμφωνα με μαρτυρίες, ήταν γνωστοί του θύματος μέσω σχέσεων με πασίγνωστα πρόσωπα του κόσμου της μόδας.
Σε μια ζεστή και φιλική ατμόσφαιρα, οι απατεώνες διήγησαν μια ιστορία για μια γυναίκα, γνωστή τους, που βρίσκονταν άδικα στη φυλακή και χρειάζονταν ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για την απελευθέρωσή τους. Υποστήριξαν ότι θα του πουλούσαν 500 χρυσές λίρες σε εξαιρετικά καλή τιμή, μια προσφορά που φαινόταν ακριβώς ό,τι αναζητούσε ο επιχειρηματίας για να επενδύσει στον χρυσό, σε μια εποχή οικονομικής αστάθειας.
Παραπλανημένος από την υποσχόμενη συμφέρον επένδυσης, ο επιχειρηματίας, ο οποίος διαχειρίζεται τουριστικές μονάδες σε Μύκονο και Αμοργό, συμφώνησε να καταβάλει αρχικά το ποσό των 140.000 ευρώ, με σκοπό να λάβει τις ανήθικες «λίρες» για έλεγχο αυθεντικότητας. Την επόμενη μέρα, μετακινήθηκε σε υποκατάστημα τράπεζας στο κέντρο της Αθήνας για να προβεί στην ανάληψη των χρημάτων, προκειμένου να τους παραδώσει στους απατεώνες. Μετά την ανάληψη, ο επιχειρηματίας συνάντησε τους δράστες σε ένα συμφωνημένο σημείο στο πάρκινγκ ενός γνωστού εστιατορίου, όπου, με απόλυτη προσοχή, του ζητήθηκε να μεταβεί μαζί τους σε ένα Audi με βουλγαρικές πινακίδες, ώστε να «επαληθεύσουν» ότι τα χρήματα που δίνει δεν είναι πλαστά.
Τότε, μέσα σε μία στιγμή που έμοιασε σκηνή ταινίας, ο επιχειρηματίας παρέδωσε το πλήρες ποσό των 140.000 ευρώ, με την υπόσχεση ότι μόλις γίνει ο έλεγχος, θα του παραδοθούν οι 500 χρυσές λίρες. Όμως, μόλις το ποσό βρέθηκε στα χέρια τους, οι απατεώνες εξαφανίστηκαν χωρίς ούτε ένα ενδεικτικό στοιχείο από τις λεγόμενες λίρες. Όταν ο επιχειρηματίας προσπάθησε να αντιμετωπίσει την κατάσταση και απειλήθηκε πως θα κινηθεί νομικά, του απαντήθηκε με ακραία φράση: «Έχουμε αγορασμένους όλους τους μπάτσους και τους δικαστές. Μόλις το κάνεις, θα κινδυνεύσει η ζωή σου». Η απειλητική αυτή δήλωση προκάλεσε σοβαρή ανησυχία και άμεσα κατέφυγε σε αναφορά στις αρμόδιες αρχές.
Οι Αρχές έχουν ήδη ξεκινήσει έρευνα για την υπόθεση και έχουν ζητήσει τη συνεργασία όλων όσων έχουν παρατηρήσει ύποπτη δραστηριότητα στην περιοχή. Η Διεύθυνση Ασφάλειας Αττικής έχει καταθέσει επίσημη καταγγελία και παρακολουθεί τις εξελίξεις με ιδιαίτερη προσοχή. Παράλληλα, ο επιχειρηματίας προειδοποίησε και άλλους επενδυτές για την ανάγκη επαλήθευσης κάθε οικονομικής συναλλαγής, ειδικά σε περιόδους όπου οι αγορές χαρακτηρίζονται από έντονη αστάθεια, όπως αυτή που βιώνουμε σήμερα.
Η υπόθεση αυτή αναδεικνύει πάλι τις πολυάριθμες απάτες που στοχεύουν σε ευπαθείς επιχειρηματίες, σε περιόδους οικονομικών αναταράξεων, και δείχνει πως η εξαπάτηση μπορεί να επιτευχθεί με αριστοτεχνικό «δόλωμα» και ψεύτικες υποσχέσεις. Εν τω μεταξύ, ο επιχειρηματίας ελπίζει πως οι αρμόδιες αρχές, όπως η Τράπεζα της Ελλάδος, θα βοηθήσουν στο να αποκαλυφθεί αυτή η σκοτεινή πλευρά του οικονομικού εγκλήματος και να αποτραπεί η επανάληψη παρόμοιων περιστατικών στο μέλλον.