Χωρίς μίζα δουλειά δεν γίνεται. Αυτό φαίνεται ότι ήταν το… μότο των γερμανικών εταιρειών για τουλάχιστον δύο δεκαετίες στην Ελλάδα, οι οποίες χρησιμοποίησαν τις «ωφέλιμες», όπως τις χαρακτήριζαν πληρωμές, όχι μόνο στην περίπτωση των εξοπλιστικών προγραμμάτων αλλά και στα φάρμακα.
Τρανταχτό παράδειγμα η Bayer, η οποία, όπως προκύπτει από το κατηγορητήριο πρώην συνεργάτη της -που έγινε το βαθύ λαρύγγι των αρχών- μοίρασε επί 4 χρόνια τουλάχιστον 1,5 εκατ. ευρώ σε γιατρούς στην Ελλάδα, για να προωθούν τα φάρμακά της.
Από το ΣΔΟΕ στο Βερολίνο
Ο Μ.Δ. (τα πλήρη στοιχεία του υπάρχουν στη διάθεση της εφημερίδας) υπήρξε επί μακρόν συνεργάτης της Bayer Ελλάς, παράγοντας έντυπο υλικό διαφήμισης για την προώθηση των προϊόντων της εταιρείας. Οπως ο ίδιος λέει, ο κύκλος εργασιών της εταιρείας του με τον γερμανικό κολοσσό έφτασε το 2004 τις 700.000 ευρώ, με την Bayer να αποτελεί τον βασικό του πελάτη. Αυτό εκμεταλλεύθηκε, όπως φαίνεται η εταιρεία, για να προχωρήσει στο επόμενο βήμα.
Στα μέσα του 2005, οι υπεύθυνοι της Bayer Ελλάς τού ζήτησαν μέσω της έκδοσης επιπλέον τιμολογίων της εταιρείας του (σ.σ.: εικονικών) να καταβάλλει χρήματα σε γιατρούς που η ίδια θα του γνωστοποιούσε, προκειμένου να προωθήσουν τα προϊόντα της.
Τον Σεπτέμβριο του 2010 ο Μ.Δ. στέλνει μία ανώνυμη επιστολή στο ΣΔΟΕ για να αρχίσει η έρευνα. Αυτή όμως δεν άνοιξε ποτέ και έτσι το «βαθύ λαρύγγι» κατέφυγε στο Βερολίνο, όπου τον Μάρτιο του 2011 κατέθ
Τον Σεπτέμβριο του 2010 ο Μ.Δ. στέλνει μία ανώνυμη επιστολή στο ΣΔΟΕ για να αρχίσει η έρευνα. Αυτή όμως δεν άνοιξε ποτέ και έτσι το «βαθύ λαρύγγι» κατέφυγε στο Βερολίνο, όπου τον Μάρτιο του 2011 κατέθεσε μήνυση, καταγγέλλοντας τι συνέβαινε επί 4 χρόνια.
«Ο τρόπος που λειτουργούσε το σύστημα αυτό είχε ως εξής», λέει ο Μ.Δ., ο οποίος είναι ήδη κατηγορούμενος για το αδίκημα της άμεσης συνδρομής σε ενεργητική δωροδοκία. «Μαζί με τα κανονικά τιμολόγιά μου, προσέθετα επιπλέον εργασίες ή προϊόντα, αυξάνοντας έτσι το τελικό ποσό τιμολόγησης. Το ποσό που ήταν επιπλέον αυτού που αντιστοιχούσε στις πραγματικές παρασχεθείσες υπηρεσίες της εταιρείας μου, όφειλα να το καταθέτω εγώ σε λογαριασμούς τρίτων γιατρών, σύμφωνα με τις οδηγίες της Bayer, ή να το παραδίδω σε υπάλληλο της εταιρείας, προκειμένου να προβαίνει ο ίδιος στις αντίστοιχες καταθέσεις».
Οπως ισχυρίζεται όμως, από αυτό το… βιολί κέρδος είχε μόνο η Bayer, αφού τα δικά του έσοδα φαίνονταν να αυξάνονται ψευδώς, με αποτέλεσμα να πληρώνει μεγαλύτερο φόρο, ενώ εκείνος αναγκαζόταν να καταφεύγει σε τραπεζικό δανεισμό για να καταβάλει τα χρήματα στους γιατρούς, καθώς η Bayer τού εξοφλούσε τα τιμολόγια που εξέδιδε ύστερα από 120 ημέρες.
1. Η εμφάνιση ενώπιον των ανακριτών, το κατηγορητήριο και η απολογία του κατηγορουμένου. 2, 3, 4. Οι μίζες σύμφωνα με το κατηγορητήριο ανήλθαν σε 1,5 εκατ. ευρώ. Τα ονόματα γιατρών, η τράπεζα και το
1. Η εμφάνιση ενώπιον των ανακριτών, το κατηγορητήριο και η απολογία του κατηγορουμένου.
2, 3, 4. Οι μίζες σύμφωνα με το κατηγορητήριο ανήλθαν σε 1,5 εκατ. ευρώ.
Τα ονόματα γιατρών, η τράπεζα και το IBAN με το ποσό και την ημερομηνία κατάθεσης.5. Η κατάθεση του Μ.Δ. στην αστυνομία του Βερολίνου (η μετάφραση είναι από τα γερμανικά) για το πώς πλήρωνε η Bayer.
6. Εγγραφο από το Γραφείο Ειδικού Γραμματέα ΣΔΟΕ. Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «τα τελευταία 2,5 χρόνια (επί ΝΔ) η καταβολή των “δώρων” στους γιατρούς γινόταν απευθείας με καταθέσεις σε λογαριασμούς τους, σε αντίθεση με το παρελθόν που γινόταν με παραστατικά για δήθεν παροχή υπηρεσιών».
Μην αντέχοντας άλλο αυτήν την κατάσταση, άρχισε να πιέζει στις αρχές του 2009 την εταιρεία για αλλαγή πορείας, γνωρίζοντας με βεβαιότητα ότι θα έχανε έναν μεγάλο πελάτη. Η διακοπή της συνεργασίας έγινε το 2010, όταν η Bayer κατάλαβε ότι ο κατηγορούμενος ήταν έτοιμος να μιλήσει. Οπως και έγινε. Τον Σεπτέμβριο του 2010, το «βαθύ λαρύγγι» στέλνει μία ανώνυμη επιστολή στο ΣΔΟΕ για να αρχίσει η έρευνα. «Ζητώ φορολογική ασυλία» έλεγε, «για το παρελθόν και θα παραδώσω όλα τα παραστατικά, καταθέσεις για όλους τους γιατρούς, και ό,τι άλλο ζητηθεί, καθώς και παραστατικά για “ενισχύσεις” συλλόγων». Η έρευνα όμως δεν άνοιξε, και έτσι ο Μ.Δ. έφυγε για το Βερολίνο, όπου στις 11 Μαρτίου του 2011 κατέθεσε μήνυση, καταγγέλλοντας τι συνέβαινε επί 4 ολόκληρα χρόνια.
«Περίμεναν με… λαχτάρα»
«Τα λεφτά», λέει στη μήνυσή του στη γερμανική δικαιοσύνη, «τα μοίραζα σε αμέτρητους γιατρούς, σε νοσοκομεία, σε διάφορους καθηγητές πανεπιστημίου. Οι τελευταίοι είχαν επιρροές σε άλλους γιατρούς. Από τη Γερμανία μού έδωσαν τη λίστα με τους γιατρούς και τις υπηρεσίες. Εκεί επάνω καταγραφόταν το πώς θα μοιραζόταν το χρηματικό ποσό αναλυτικά. Τις λίστες που είναι στα ελληνικά, τις κατέθεσα εδώ… Ακόμη οι λίστες περιέχουν τον τραπεζικό σύνδεσμο, το νούμερο του λογαριασμού και τα ποσά κάθε φορά ξεχωριστά. Τα ποσά ανά γιατρό κυμαίνονταν μεταξύ 1.000 και 5.000 ευρώ. Υπήρχαν και μεγαλύτερα ποσά έως και 15.000 ευρώ, τα οποία εν μέρει μοιράζονταν σε συγγενείς (!) των γιατρών. Σκοπός της εταιρείας ήταν η αύξηση των πωλήσεων από τα φάρμακα στην Ελλάδα. Μπορώ να πω ότι κανένας γιατρός από εκεί και έπειτα δεν απέρριπτε τέτοιες πληρωμές δωροδοκίας. Αντίθετα, τις περίμεναν με λαχτάρα…».
Στην ίδια μήνυση, ο Μ.Δ. υποστηρίζει ότι ήταν βέβαιη η εμπλοκή των κεντρικών της Bayer και ότι από εκεί είχε δοθεί η εντολή για τις πληρωμές. «Είμαι βέβαιος για την εμπλοκή των γερμανικών κεντρικών γραφείων της Λεβερκούζεν σε αυτήν τη δωροδοκία. Αυτοί είναι σίγουρα ενημερωμένοι», αποκαλύπτει. Οσο για τη δική του εμπλοκή, υποστηρίζει ότι αναγκάστηκε να παίξει αυτόν τον ρόλο γιατί ήταν οικονομικά εξαρτημένος από την Bayer, όταν όμως τα έξοδά του μεγάλωσαν και κινδύνευσε να ελεγχθεί και φορολογικά, αποφάσισε να «σπάσει». Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι και ο ίδιος είχε… χασούρα από αυτήν τη δραστηριότητα και μάλιστα μεγάλη, που άγγιξε το 1,3 εκατ. ευρώ.
«Δεν έβλαψα το Δημόσιο»
Στην απολογία του, ενώπιον των ειδικών ανακριτών διαφθοράς Τσιρώνη και Μάρκου, πριν από λίγες εβδομάδες, ο επιχειρηματίας προσπάθησε να ελαφρύνει τη θέση του, υποστηρίζοντας ότι δεν προκάλεσε ζημιά στο ελληνικό Δημόσιο από την προώθηση των τριών συγκεκριμένων φαρμάκων της γερμανικής εταιρείας, σημειώνοντας ότι το ένα από αυτά, που χορηγείται σε ασθενείς με σκλήρυνση, είναι το πιο φθηνό φάρμακο που κυκλοφορεί στην αγορά, με διαφορά ακόμη και 170 ευρώ από τα ανταγωνιστικά του. Οσο για το σκεύασμα που δίνεται για την αντιμετώπιση… στυτικής δυσλειτουργίας, ανέφερε ότι αυτό δεν συνταγογραφείται, «κατά συνέπεια η όποια προτίμησή του από τους γιατρούς δεν μεταφράζεται σε δαπάνη του ελληνικού Δημοσίου, αφού το φάρμακο δεν “γράφεται” από τα Ταμεία».
Αναφερόμενος στην… καρδιά της υπόθεσης, υποστήριξε ότι όταν του έγινε η «πρόταση» αρχικά δεν συμφώνησε, όμως του έγινε σαφές ότι αν δεν συμφωνούσε τελικά, η εταιρεία θα έβρισκε άλλους που θα το έκαναν και «η άρνησή μου θα συνεπαγόταν τη διακοπή της συνεργασίας μου με την Bayer», που ήταν άλλωστε και ο βασικός του πελάτης. Ερωτηθείς από τις Αρχές γιατί επέλεξε την ανώνυμη καταγγελία στο ΣΔΟΕ, υποστήριξε ότι φοβόταν την αντίδραση της εταιρείας, αφού «πρόκειται για έναν κολοσσό σε παγκόσμιο επίπεδο». Οταν όμως είδε και… απόειδε και δεν έγινε καμία έρευνα από τις Αρχές, αποφάσισε να πάει στη Γερμανία και να καταθέσει μήνυση.
«Θεώρησα υποχρέωσή μου να προβώ στις ανωτέρω ενέργειες, μην αντέχοντας άλλο την εκμετάλλευσή μου από την εταιρεία, τη στιγμή που αναγκαζόμουν να προβαίνω σε ενέργειες αντίθετες με τον χαρακτήρα μου για να διατηρήσω την εμπορική μου συνεργασία. Οι γερμανικές Αρχές απέστειλαν στη συνέχεια τη δικογραφία στην Ελλάδα, από τις Αρχές της οποίας καλούμαι σήμερα να απολογηθώ». Ο κατηγορούμενος επιχειρηματίας αφέθηκε ελεύθερος με μόνο περιοριστικό όρο την εμφάνιση στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής του μία φορά τον μήνα.
Το κατώφλι του ανακριτικού γραφείου αναμένεται να περάσουν στη συνέχεια Γερμανοί και Ελληνες από την Bayer, καθώς και γιατροί στους οποίους καταβλήθηκαν μεγάλα χρηματικά ποσά.
Σχολιάζοντας την ευνοϊκή ποινική μεταχείριση του καταγγέλλοντος, ο δικηγόρος του Χρήστος Στάθης σημειώνει ότι «ο Ελληνας νομοθέτης, θέλοντας πραγματικά να δώσει κίνητρα στους πολίτες να συνδράμουν στην καταπολέμηση της διαφθοράς, αντιμετωπίζει με επιείκεια αυτούς που συνεργάζονται με τις Αρχές, λόγος για τον οποίο και ο εντολέας μου αφέθηκε ελεύθερος».
Τονίζει ωστόσο ότι «είναι τουλάχιστον υποκριτικό, μεγάλες χώρες της Ευρωζώνης, στις οποίες εδρεύουν πολλές τέτοιου είδους διεθνούς εμβέλειας εταιρείες, να επικρίνουν τη χώρα μας για αδιαφάνεια και διαφθορά, συμπεριφορές τις οποίες οι ίδιες υποκινούν».