ΚΡΗΤΗ: Η αποκάλυψη της εγκληματικής οργάνωσης που δρούσε στα Χανιά και το Ρέθυμνο προκαλεί σοκ, όχι μόνο για τον όγκο των παράνομων δραστηριοτήτων, αλλά κυρίως για την αδυναμία – ή την απροθυμία – της τοπικής αστυνομίας να αντιληφθεί έγκαιρα τι συνέβαινε κάτω από τη μύτη της.
Ρεπορτάζ: Παντελής Χαριτάκης
Με τζίρο που αγγίζει τα 3 εκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων 1,1 εκατ. από ναρκωτικά, η «μαφία της Κρήτης» είχε καταφέρει να στήσει ένα ολόκληρο δίκτυο επιρροής, ακόμα και γύρω από την επιλογή του νέου Μητροπολίτη Χανίων.
Το ερώτημα που πλέον τίθεται είναι απλό: πώς είναι δυνατόν να μην υπήρχε καμία αξιόπιστη πληροφόρηση από την τοπική ΕΛ.ΑΣ., όταν όλοι οι υπόλοιποι γνώριζαν ότι κάτι δεν πάει καλά;
Η σιωπή της Αστυνομίας Χανίων
Οι αποκαλύψεις φέρνουν σε δύσκολη θέση την Αστυνομική Διεύθυνση Χανίων. Ενώ οι έρευνες της κεντρικής Ασφάλειας είχαν ξεκινήσει από τον περασμένο Φεβρουάριο, οι τοπικές δυνάμεις φέρονται να μην είχαν καμία ουσιαστική εικόνα για το μέγεθος της υπόθεσης.
Στελέχη της κοινωνίας των Χανίων, επιχειρηματίες αλλά και ιερείς μιλούν για χρόνια «παράξενης ανοχής» σε πρόσωπα που κυκλοφορούσαν με υπερπολυτελή αυτοκίνητα και διατηρούσαν πολυτελείς μονάδες φιλοξενίας με αμφίβολες πηγές χρηματοδότησης. Παρά τις καταγγελίες που έφταναν στην τοπική αστυνομία, οι έρευνες δεν προχωρούσαν και οι φάκελοι έμεναν στα συρτάρια.
Η μυστική επιχείρηση με δύο αστυνομικούς που έδρασαν ως μυστικοί πράκτορες ήταν καθοριστική, αλλά ταυτόχρονα δείχνει κάτι: μόνο όταν η έρευνα απομακρύνθηκε από τις τοπικές δομές, η υπόθεση προχώρησε.
Οι αγοραπωλησίες οικοπέδων και το εκκλησιαστικό παρασκήνιο
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον συγκεντρώνει η διάσταση που αφορά την Εκκλησία. Από τα κατασχεθέντα έγγραφα αποκαλύπτεται ότι η οργάνωση χρησιμοποιούσε πιέσεις για να αποκτήσει οικόπεδα που ανήκαν σε εκκλησιαστικά ιδρύματα. Τα ακίνητα μεταβιβάζονταν σε εξευτελιστικές τιμές και στη συνέχεια μεταπωλούνταν πολλαπλάσια ή αξιοποιούνταν ως «φιλέτα» ανάπτυξης.
Πέρα όμως από τις αγοραπωλησίες, οι τηλεφωνικές επισυνδέσεις φανερώνουν έντονο ενδιαφέρον της μαφίας για τον νέο Μητροπολίτη Χανίων. Υπήρχε συστηματική προσπάθεια να ασκηθούν πιέσεις ώστε να τοποθετηθεί πρόσωπο που θα τους ήταν φιλικό, ή τουλάχιστον ανεκτικό. Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η πολιτική διάσταση: η Εκκλησία γίνεται εργαλείο επιρροής για ομάδες που κινούνται στα όρια του νόμου.
Ο πολυτελής βίος και η επίδειξη δύναμης
Το υπερπολυτελές ξενοδοχείο έξω από τα Χανιά, με περίφραξη δύο μέτρων, εσωτερική γέφυρα και άγαλμα του Ποσειδώνα μπροστά από την πισίνα, είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της αλαζονείας των εμπλεκομένων. Εκεί, σύμφωνα με τις αρχές, κλείνονταν συμφωνίες, γίνονταν ανταλλαγές χρημάτων και φιλοξενούνταν πρόσωπα-«κλειδιά» για τις δραστηριότητες της ομάδας.
Η εικόνα αυτή, που όλοι γνώριζαν, φαίνεται πως ποτέ δεν ενόχλησε πραγματικά την τοπική αστυνομία. Αντιθέτως, οι επιχειρηματίες της περιοχής μιλούν για σχέσεις «ανοχής και εξυπηρέτησης».
Τι κρύβεται πίσω από την αδράνεια
Η βασική υποψία που καλλιεργείται είναι ότι υπήρξαν σχέσεις συγκάλυψης. Το ερώτημα δεν είναι μόνο γιατί δεν υπήρξε πληροφόρηση, αλλά και αν υπήρξε σκόπιμη σιωπή.
Στελέχη της αστυνομίας που αποσπάστηκαν εκτός Κρήτης τονίζουν κατ’ ιδίαν ότι η οργάνωση είχε χτίσει ένα δίκτυο προστασίας, το οποίο περιλάμβανε «φιλικές σχέσεις» με αστυνομικούς, τοπικούς άρχοντες και παράγοντες. Οι δηλώσεις αυτές, αν και ανεπίσημες, συνθέτουν μια εικόνα που θέτει υπό αμφισβήτηση τη θεσμική λειτουργία της αστυνομίας στο νησί.
Ποιοι θα τιμωρηθούν;
Η υπόθεση οδηγείται ήδη στον ανακριτή, με 49 συλλήψεις και με βαρύ κατηγορητήριο που περιλαμβάνει σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, εμπορία ναρκωτικών και παράνομες αγοραπωλησίες. Το ζήτημα όμως δεν είναι μόνο οι ποινικές ευθύνες των κατηγορουμένων. Είναι και οι διοικητικές και πειθαρχικές ευθύνες στην αστυνομία.
Το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη καλείται να απαντήσει: ποιος γνώριζε και δεν μίλησε; Ποιοι έκαναν τα στραβά μάτια; Θα υπάρξουν παραιτήσεις ή θα συνεχιστεί η γνωστή τακτική της μετάθεσης ευθυνών;
Ακόμα και η Εισαγγελία Χανίων φέρεται να έχει ζητήσει αναλυτική αναφορά για τις κινήσεις και τις παραλείψεις της τοπικής ΕΛ.ΑΣ. Την ίδια ώρα, βουλευτές της αντιπολίτευσης προαναγγέλλουν ερωτήσεις στη Βουλή, ζητώντας παρέμβαση του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για τις εμπλοκές με εκκλησιαστική περιουσία, αλλά και στενότερη συνεργασία με το Υπουργείο Οικονομικών για τον εντοπισμό ύποπτων συναλλαγών.
Η διάσταση κατασκοπείας
Οι δύο αστυνομικοί που έδρασαν μυστικά, παριστάνοντας τους εργαζόμενους σε εστιατόριο, έδωσαν στην υπόθεση την τελική ώθηση. Η μεθοδολογία τους, με μυστικές συναντήσεις σε ερημικές περιοχές, νυχτερινές ώρες και αποκοπή από το Αστυνομικό Μέγαρο Χανίων, θυμίζει επιχειρήσεις κατασκοπείας.
Η επιτυχία τους, όμως, αναδεικνύει την αντίφαση: χρειάστηκε η συνδρομή εξωτερικών δυνάμεων για να αποκαλυφθεί ένα δίκτυο που βρισκόταν δίπλα στις τοπικές αστυνομικές υπηρεσίες.
Η υπόθεση της μαφίας της Κρήτης δεν είναι μόνο μια ιστορία για ναρκωτικά και παράνομες συναλλαγές. Είναι ένα καμπανάκι για τη λειτουργία της τοπικής αστυνομίας, που φάνηκε να κινείται είτε με πλήρη άγνοια είτε με επικίνδυνη ανοχή.
Η κοινωνία της Κρήτης δικαιολογημένα απαιτεί απαντήσεις: πώς γίνεται οι πολίτες να γνωρίζουν για την αλαζονεία και τον πλούτο μιας ομάδας, ενώ η αστυνομία να δηλώνει «έκπληκτη»; Ποιοι θα τιμωρηθούν για τις παραλείψεις; Και, κυρίως, θα επιτρέψει το κράτος να συνεχιστεί η σκιά ατιμωρησίας;
Η σύνδεση με την Εκκλησία και η προσπάθεια παρέμβασης στην επιλογή νέου Μητροπολίτη Χανίων δείχνει το βάθος του προβλήματος: όταν οι μαφίες επιδιώκουν να ελέγξουν θεσμούς, η δημοκρατία τραυματίζεται. Το ζητούμενο πλέον είναι να υπάρξει κάθαρση σε όλα τα επίπεδα — τόσο στους κόλπους της αστυνομίας, όσο και στους θεσμούς που βρέθηκαν στο στόχαστρο.