Αναστολή με όρους στην εκτέλεση των ποινών για όλους τους καταδικασθέντες, εκτός του Γιώργου Ρουπακιά, πρότεινε η εισαγγελέας στη δίκη της Χρυσής Αυγής.
«Αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι είχαν γνωστή διαμονή και τήρησαν όλους τους όρους που τους επιβλήθηκαν, ενώ εξακολουθούν να τους τηρούν. Παρουσιάζονται στο ακροατήριο και δεν είναι ύποπτοι φυγής. Δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο», ανέφερε η εισαγγελέας Αδαμαντία Οικονόμου στην πρότασή της, συμπληρώνοντας ότι το ποινικό μητρώο των περισσότερων βουλευτών είναι καθαρό.
Ο μόνος από την ηγετική ομάδα της εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής, που δεν ζήτησε αναστολή, ήταν ο Γιάννης Λαγός, ο οποίος δήλωσε ότι δεν αναγνωρίζει το δικαστήριο.
Έπειτα τον λόγο θα λάβουν εκ νέου οι συνήγοροι υπεράσπισης, για να δευτερολογήσουν επί της εισαγγελικής πρότασης.
Αφού ολοκληρωθούν και οι δευτερολογίες των συνηγόρων, τότε η πρόεδρος του δικαστηρίου, Μαρία Λεπενιώτη, θα ανακοινώσει ότι το δικαστήριο αποσύρεται σε διάσκεψη προκειμένου να αποφασίσει για τις αναστολές.
Το δικαστήριο αναμένεται να ανακοινώσει την απόφασή του αύριο, Τρίτη ή μεθαύριο, Τετάρτη.
Για όσους κριθεί ότι δεν πρέπει να τους χορηγηθεί αναστολή μέχρι την έφεση και δεν είναι παρόντες στο ακροατήριο η διαδικασία που προβλέπεται είναι η εξής: Απόσπασμα της σχετικής απόφασης των τριών δικαστών θα σταλεί στο τμήμα εκτελέσεων και ακολούθως στην αρμόδια αστυνομική αρχή, η οποία και θα αναλάβει να αναζητήσει όσους θα πρέπει να οδηγηθούν στη φυλακή, εκτός φυσικά και αν κάποιοι επιλέξουν να εμφανιστούν μόνοι τους στις αρμόδιες αρχές.
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων έχει κρίνει ενόχους 57 από τους 68 κατηγορούμενους στην υπόθεση της Χρυσής Αυγής και έχει επιβάλλει στο διευθυντήριο της οργάνωσης ποινές πουν ξεκινούν από 10 έτη και φτάνουν έως τα 13 και κάτι έτη κάθειρξης.
Ακόμα, το δικαστήριο έχει επιβάλει ποινές από 5 έως 12 έτη κάθειρξη για τους υπόλοιπους καταδικασθέντες, εκτός του Γιώργου Ρουπακιά, οι οποίοι κατά περίπτωση καταδικάστηκαν για ένταξη και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και άλλες αξιόποινες πράξεις.
Μετά την επιβολή των παραπάνω ποινών οι δικαστές αποφασίζουν για το εάν θα δώσουν αναστέλλουσα δύναμη στην έφεση ή όχι. Αν δώσουν, τότε δεν θα οδηγήσουν στη φυλακή όσους καταδίκασαν και θα τους αφήσουν ελεύθερους (με ή χωρίς όρους) μέχρι τη δίκη τους στο Εφετείο.
Αν δεν δώσουν αναστέλλουσα δύναμη, τότε οι καταδικασθέντες ή κάποιοι εξ αυτών θα πρέπει να οδηγηθούν άμεσα στη φυλακή.