Ανήμερα του Πάσχα του 1960 μια παρέα κυνηγών έκανε βόλτα στο δάσος του Σέιχ Σου. Μαζί τους κι ένα κυνηγόσκυλο το οποίο άρχισε να γαβγίζει επίμονα πάνω από ένα θάμνο. Ο ένας κυνηγός που πλησίασε διαπίστωσε με τρόμο πως ο σκύλος είχε εντοπίσει ένα μακάβριο εύρημα.
Κάτω από το θάμνο, προσεκτικά σκεπασμένο με κλαδιά, ήταν το άψυχο κορμί μιας νεαρής γυναίκας. Ήταν γυμνή και γεμάτη αίματα. Ήταν ξεκάθαρο πως είχε δολοφονηθεί.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Η αστυνομία δεν άργησε να φτάσει στον τόπο του εγκλήματος. Το θύμα, όπως διαπιστώθηκε, ήταν η 19χρονη Κωνσταντινιά Γ. και οι αρχές άρχισαν να αναζητούν στοιχεία που θα τους οδηγήσουν στον δολοφόνο. Οι μαρτυρίες των δικών της ανθρώπων «έδειξαν» ως ύποπτο τον 22χρονο αρραβωνιαστικό της ο οποίος ήταν φαντάρος. Η αποκάλυψη ότι, πριν από μερικούς μήνες, είχε αρραβωνιαστεί και με μία άλλη κοπέλα είχε οδηγήσει στα άκρα τη σχέση τους. Μάλιστα, οι υποψίες σε βάρος του έγιναν ακόμη μεγαλύτερες όταν κοντά στο πτώμα βρέθηκε ένα σκισμένο γράμμα το οποίο ανέφερε: «Αρραβωνιάστηκα διότι σε μισούσα και σε μισώ, γιατί είσαι πόρνη γυναίκα».
Ο 22χρονος Στάθης Ζ. συνελήφθη στην μονάδα όπου υπηρετούσε στην Θεσσαλονίκη και δεν άργησε να ομολογήσει πως ήταν εκείνος που είχε κόψει το νήμα της ζωής της νεαρής κοπέλας. Ωστόσο, ισχυρίστηκε πως δεν ήθελε να της κάνει κακό.
Η σχέση του ζευγαριού ξεκίνησε δύο χρόνια νωρίτερα, το 1958, όταν η Κωνσταντινιά ήταν μόλις 17 ετών. Γνωρίστηκαν ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου σ’ ένα πανηγύρι μέσω ενός συγγενή της κοπέλας που ήταν φίλος του Στάθη.
Όπως υποστήριξε, αργότερα, η μητέρα της άτυχης κοπέλας, ο 22χρονος ήταν εκείνος που επέμενε να συνάψει σχέση με την κόρη της και της έταξε γάμο. Όταν διαπίστωσαν πως η οικογένειά του είχε αντιρρήσεις γιατί ζητούσε μεγάλη προίκα, την οποία δεν μπορούσαν να δώσουν, και παρά το γεγονός ότι εκείνος την είχε διαφθείρει, αποφάσισαν να διακόψουν κάθε σχέση μαζί τους. Εκείνος, όμως, σύμφωνα με τους συγγενείς της 19χρονης, επανήλθε όταν πήγε στο στρατό ζητώντας από την κοπέλα, η οποία εξακολουθούσε να είναι ερωτευμένη μαζί του, να ξανασυνδεθούν. Εκείνη, αν και στο παρελθόν την είχε κακοποιήσει, δέχτηκε κι άρχισε, μετά από δική του απαίτηση, να του στέλνει χρήματα και δέματα.
«Ακόμη και τις βέρες του αρραβώνα τους η Κωνσταντινιά τις είχε αγοράσει με δικά της χρήματα» είπε η μητέρα της, συμπληρώνοντας πως έπαθαν σοκ όταν έμαθαν πως ο κατηγορούμενος είχε αρραβωνιαστεί και με μία άλλη κοπέλα χρησιμοποιώντας, μάλιστα, την ίδια βέρα! Ο δεύτερος αρραβώνας διαλύθηκε μετά από παρέμβαση της οικογένειας της Κωνσταντινιάς. Και τότε, όπως αποδείχθηκε, ξεκίνησε και η αντίστροφη μέτρηση για το μοιραίο τέλος.
Το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης η Κωνσταντινιά πήγε στο στρατόπεδο και ζήτησε να μιλήσει με το Στάθη. Εκείνος έφυγε κρυφά από τη μονάδα του για τη βόλτα θανάτου με την άτυχη κοπέλα. Την οδήγησε μέσα στο δάσος του Σέιχ Σου όπου την κατάσφαξε. Στη συνέχεια, αφού έκρυψε κάτω από θάμνους και κλαδιά το πτώμα του κοριτσιού, πλύθηκε σ’ ένα ρέμα και επέστρεψε στη μονάδα του. Στους συναδέλφους του, που τον ρωτούσαν, είπε πως «καθάρισε» με την ιστορία. Μάλιστα, τις επόμενες ημέρες χόρευε και διασκέδαζε μαζί τους, σα να μην είχε συμβεί τίποτα.
«Κακά ξεμπερδέματα»
Το Μάιο του 1960 ο νεαρός κάθισε στο εδώλιο του στρατοδικείου. Το αποτρόπαιο έγκλημα είχε συγκεντρώσει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, η οποία ζητούσε δικαίωση για τον άδικο χαμό του νεαρού κοριτσιού.
Από το βήμα του μάρτυρα πέρασαν συγγενείς, φίλοι και γνωστοί του ζευγαριού και μίλησαν για τη θυελλώδη σχέση τους.
Μέσα στην ασφυκτικά γεμάτη από κόσμο αίθουσα, ο νεαρός κατηγορούμενος ζήτησε συγγνώμη και ισχυρίστηκε πως δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει το νεαρό κορίτσι. Ο νεαρός έδωσε τη δική του εκδοχή για τη σχέση τους, λέγοντας πως εκείνη τον πολιόρκησε αφήνοντας του, μάλιστα, κι ένα γράμμα μέσα σ’ ένα σπιρτόκουτο στο οποίο του έλεγε: «Θέλω να συνάψουμε σχέσεις γιατί έμαθα πως είσαι καλός άνθρωπος». «Εγώ της έγραψα ένα γράμμα στο οποίο της έλεγα πως αυτό που μου πρότεινε δεν ήταν σωστό γιατί ήμουν φίλος του συμπέθερού της» είπε ο κατηγορούμενος ο οποίος, όμως, τελικά υπέκυψε, όπως είπε, στο κάλεσμά της.
Ακολούθησαν αρκετές φιλικές συναντήσεις αλλά στις 29 Σεπτεμβρίου 1958, όπως περιέγραψε ο 22χρονος, συναντήθηκαν στη Δράμα όπου, λίγο έξω από την πόλη, έκαναν για πρώτη φορά έρωτα. Όπως είπε ο κατηγορούμενος, η 19χρονη του ζήτησε να την συνοδεύσει σπίτι της γιατί είχε αργήσει και θα τη μάλωναν. Πράγματι, την πήγε και διανυκτέρευσε εκεί αλλά το επόμενο πρωί, όπως ισχυρίστηκε, η μητέρα της τον κατήγγειλε στην αστυνομία ότι την διέφθειρε. «Εγώ αρνήθηκα την κατηγορία αυτή.
Δεν την διέφθειρα εγώ, της είπα. Είναι, όμως, καλό κορίτσι και μπορεί να την παντρευτώ» περιέγραψε αναφερόμενος σ’ εκείνη την ημέρα. Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε πως επέστρεψε στο χωριό του, έξω από τις Σέρρες, όπου έγιναν γνωστές οι κατηγορίες της οικογένειας της Κωνσταντινιάς. Όπως είπε, ακολούθησαν πολλά επεισόδια, μεταξύ των δυο οικογενειών, τόσο στο χωριό όσο και στην Θεσσαλονίκη διότι οι δικοί του αρνούνταν να γίνουν άμεσα οι αρραβώνες.
Ο νεαρός έφυγε για το στρατό όπου, όπως είπε, έλαβε μία νέα επιστολή από τη 19χρονη, η οποία τον απειλούσε ότι αν δεν την αρραβωνιαστεί θα τον σκοτώσει. Της απάντησε γιατί φοβήθηκε, είπε, και από τότε άρχισαν να αλληλογραφούν και να του στέλνει χρήματα και δέματα. Μάλιστα, σ’ ένα επισκεπτήριο, όπως ισχυρίστηκε, της ξεκαθάρισε πως δεν πρέπει να ελπίζει ότι θα την παντρευτεί.
Λίγους μήνες αργότερα, όπως περιέγραψε, αρραβωνιάστηκε με μία άλλη κοπέλα και, όταν η 19χρονη το έμαθε, πήγε και πάλι να τον συναντήσει: «Με ρώτησε “γιατί αρραβωνιάστηκες, εμένα δε με σκέφτηκες;” κι εγώ της απάντησα πως δεν επρόκειτο να την παντρευτώ γιατί δε χρησιμοποίησε τίμια μέσα για να με κατακτήσει. Με απείλησε ότι θα είχα «κακά ξεμπερδέματα» και πράγματι, μετά από φασαρίες κατάφερε να διαλύσει τον αρραβώνα μου. Άρχισε και πάλι να με πιέζει να την παντρευτώ κι έκανε ακόμη και διάβημα στους ανωτέρους μου».
«Δεν ήξερα τι να κάνω, όλα είχαν θολώσει»
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΔΙΚΗ
Ο 22χρονος μίλησε και για το πρωινό της Μεγάλης Πέμπτης όταν το νεαρό κορίτσι πήγε, για μια ακόμη φορά, στο στρατόπεδο για να τον συναντήσει. «Αν ξαναπείς ότι δεν θα με πάρεις, εγώ δεν ξαναγυρίζω στην Καβάλα, θα κάνω κακό στον εαυτό μου» μου είπε και επέμενε να κάνουμε ένα περίπατο. Βγήκαμε έξω από την πόλη και μπήκαμε στο δάσος και τότε η Κωνσταντινιά άρχισε να μου λέει: «Δεν θα σε αφήσω ήσυχο ό,τι κι αν κάνεις» κι εγώ της απάντησα πως δεν είναι σωστά αυτά τα πράγματα που κάνει». Όπως περιέγραψε ο κατηγορούμενος, προχώρησαν μέσα στο δάσος για να αποφύγουν τα αδιάκριτα βλέμματα: «Ένα μικρό μονοπάτι μας έβγαλε εκεί που έγινε το κακό. Στο δρόμο η Κωνσταντινιά ζεστάθηκε και έβγαλε τη ζακέτα της. Όταν καθίσαμε έβγαλε και το φόρεμα της για να μην το τσαλακώσει».
Έκαναν έρωτα κι εκείνη του είπε «μόνο γι αυτό είσαι» κι έβγαλε από την τσάντα της το τελευταίο γράμμα που της είχε στείλει κι όταν εκείνος το έσκισε και το πέταξε εκείνη, είπε ο κατηγορούμενος, έγινε έξαλλη και άρχισαν να καυγαδίζουν. «Θα γυρίσω με όλους τους άνδρες, μου είπε, και μετά θα παντρευτώ εσένα» περιέγραψε ο κατηγορούμενος και συνέχισε: «Με εκνεύρισε αφάνταστα κι αναγκάστηκα να της δώσω ένα χαστούκι. Εν τω μεταξύ, είχα βγάλει ένα σουγιαδάκι κι έπαιζα κόβοντας τα χόρτα γύρω μας. Χωρίς να καταλάβω ότι κρατούσα το σουγιά σήκωσα το χέρι μου να τη χτυπήσω. Άκουσα τότε ένα «ωχ» και την είδα να πέφτει προς τα πίσω.
Το σουγιαδάκι είχε χωθεί στο λαιμό της. Όταν είδα το αίμα να τρέχει από την πληγή πέταξα το σουγιαδάκι κι έβαλα επάνω το εσώρουχό της για να σταματήσει η αιμορραγία. Έτρεξα προς το ρέμα για να βρω νερό αλλά δεν βρήκα. Γύρισα πίσω και την είδα σιγά – σιγά να σταματά να ανασαίνει. Δεν ήξερα τι να κάνω, όλα είχαν θολώσει γύρω μου… Ύστερα από λίγα λεπτά κατάλαβα πως δεν είχε ζωή πια. Τη σήκωσα στην αγκαλιά μου και την έβαλα κάτω από ένα θάμνο. Επειδή δε ήταν μισόγυμνη, τη σκέπασα με κλαδιά»
Όπως παραδέχτηκε ο κατηγορούμενος, πήρε τα πράγματα της άτυχης κοπέλας, τα έθαψε και κράτησε τις 300 δρχ. που είχε μαζί της.
«Δεν μίλησε στην ψυχή του κατηγορούμενου ποτέ ο οίκτος»
Ο βασιλικός επίτροπος ζήτησε την ενοχή του νεαρού κι έκανε λόγο για προμελετημένο έγκλημα κι αμετανόητο δράστη: «Δε μίλησε στην ψυχή του κατηγορούμενου ποτέ ο οίκτος».
Τελικά, το στρατοδικείο καταδίκασε σε θάνατο το νεαρό για το αποτρόπαιο έγκλημα.
Ο 22χρονος άκουσε την απόφαση ατάραχος, όρθιος σε στάση προσοχής. Ο νεαρός ξέσπασε σε λυγμούς, λίγα λεπτά αργότερα, όταν τον πλησίασε και τον αγκάλιασε ο αδελφός του κλαίγοντας.
Έξω από το στρατοδικείο είχαν συγκεντρωθεί εκατοντάδες πρόσωπα τα οποία επιδοκίμασαν την απόφαση του στρατοδικείου. Η αστυνομία υποχρεώθηκε να φυγαδεύσει τον 22χρονος από την πλαϊνή πόρτα του στρατοδικείου προκειμένου να αποφευχθούν ενδεχόμενα επεισόδια.