Παραπλανητική χαρακτηρίζει τη συμφωνία για το ελληνικό χρέος η γερμανική Die Zeit, σχολιάζοντας ότι επί της ουσίας ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έχει δίκιο όταν υποστηρίζει ότι η συζήτηση δεν είναι της παρούσης.
Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με την εφημερίδα, το μείζον ερώτημα είναι «ποιους δημοσιονομικούς στόχους θα πρέπει να τηρήσει η Ελλάδα. Οι Ευρωπαίοι παραμένουν σκληροί, ζητώντας από τους Έλληνες πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% επί του ΑΕΠ. (…) Το γεγονός ότι η χώρα βρίσκεται σε αυτή τη δεινή θέση, οφείλεται και στο γεγονός ότι οι πιστωτές επιμένουν τόσο μηχανικά στην υλοποίηση δημοσιονομικών στόχων, παρότι βασικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι πολύ πιο σημαντικές. (…) Ήδη σήμερα είναι προφανές ότι κάποια στιγμή οι Έλληνες θα πρέπει να παραδεχθούν ότι δεν πέτυχαν τους φιλόδοξους στόχους. Το ερώτημα είναι πώς θα αντιδράσουν τότε οι Ευρωπαίοι.
Εάν παραμείνουν σκληροί, τότε αυτό θα οδηγήσει σε νέα κλιμάκωση της κρίσης. Εάν υπαναχωρήσουν, τότε θα πληρείται μια προϋπόθεση για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας. Η δεύτερη προϋπόθεση θα ήταν να προχωρήσει η ελληνική κυβέρνηση πράγματι σε μεταρρυθμίσεις. Προκειμένου να διατηρηθούν οι πιέσεις, η απαραίτητη ελάφρυνση του χρέους θα μπορούσε να συνδεθεί με την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων. Αυτή ήταν η προσέγγιση στα προγράμματα πολλών αναπτυσσόμενων χωρών. Εκεί λειτούργησε αρκετά καλά. Όσον αφορά την ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών της άλλωστε, η Ελλάδα δεν απέχει πολύ από τις αναπτυσσόμενες χώρες».
Η διατήρηση μιας ψευδαίσθησης
Για την ελβετική Neue Zurcher Zeitung πάντως η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους είναι μονόδρομος. «Γεγονός είναι ότι με διαδοχικά νέα χρέη δεν μπορείς να εξέλθεις από μια κρίση χρέους. Οι Ευρωπαίοι αρχίζουν σιγά σιγά να το αντιλαμβάνονται αυτό. Εντούτοις και πέρα από βραχυπρόθεσμες διακοσμητικές παρεμβάσεις, ουσιώδεις ελαφρύνσεις προτίθενται να εξετάσουν μόνον μετά την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος το 2018. Το επιχείρημα που μιλάει υπέρ αυτής της θέσης είναι ότι εάν ανταμείβονταν η χώρα πριν καν παρουσιάσει επιδόσεις, αυτό θα έδινε ελάχιστα κίνητρα στη μεταρρυθμιστική βούληση της Αθήνας. Στην περίπτωση της Γερμανίας όμως, του βασικότερου πιστωτή, υπάρχουν τελείως διαφορετικά κίνητρα. Το 2017 πραγματοποιούνται βουλευτικές εκλογές. Τουλάχιστον μέχρι τότε θα πρέπει να διατηρηθεί η ψευδαίσθηση ότι η Ελλάδα θα αποπληρώσει τη βοήθεια που έχει λάβει».
Τον παράγοντα των γερμανικών εκλογών προτάσσει και η γερμανική Tageszeitung: «Τώρα η Ελλάδα σώθηκε πραγματικά! Αυτό ήταν το χαρμόσυνο μήνυμα που εξέπεμψε το Eurogroup μετά τη συνάντηση των Βρυξελλών. Ωστόσο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Κανένα πρόβλημα δεν έχει επιλυθεί και η Γερμανία παραμένει το βασικό εμπόδιο για μια βιώσιμη αποκλιμάκωση της κατάστασης. Η Ελλάδα δεν θα είναι καλύτερα μετά από αυτή τη συμφωνία, διότι η τελευταία βασίζεται σε μια μη ρεαλιστική και οικονομικά παράλογη υπόθεση ότι η χώρα μπορεί να πετυχαίνει μονίμως τεράστια πλεονάσματα. Η χώρα παραμένει λοιπόν δέσμια των πιστωτών της. Για άλλη μια φορά δεν επήλθε το πολυπόθητο μήνυμα ότι άξιζαν οι τόσο μεγάλες θυσίες. Εντέλει το μέλλον της χώρας εξαρτάται πλέον από την έκβαση των γερμανικών βουλευτικών εκλογών. Μόνον όταν φύγει ο Σόιμπλε, μπορεί να ανασάνει η Ελλάδα, ίσως».
Δεν υπήρχε άλλη επιλογή
«Δυστυχώς δεν υπήρχε εναλλακτική επιλογή ως προς την παράταση που δόθηκε στην Ελλάδα», παρατηρεί η ολλανδική de Volkskrant. «Μια πραγματική ελάφρυνση του χρέους είναι ταμπού για τη Γερμανία. Η άλλη επιλογή -δρομολόγηση Grexit και επαναφορά της δραχμής- είναι κάτι που δεν μπορεί να διαχειριστεί στην παρούσα φάση η ΕΕ. Η αναστάτωση ενόψει του επικείμενου δημοψηφίσματος στη Βρετανία είναι ήδη αρκετά μεγάλη. Το μόνο που απομένει λοιπόν είναι η επιμονή σε μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να δοθεί και πάλι ώθηση στην ανάπτυξη. Το να εμπιστεύεται κανείς απλώς τα ελληνικά σχέδια επί χάρτου δεν αποτελεί πλέον επιλογή».