Σε μείζον θέμα της προεκλογικής αντιπαράθεσης αναδεικνύεται το θέμα των αλλαγών στην δικαιοσύνη και την κεφαλή του Αρείου Πάγου που θέλει να προωθήσει η κυβέρνηση, μετά την κατακραυγή και το όχι της ΝΔ, στο κυβερνητικό σχέδιο για την επιλογή της νέας ηγεσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εν μέσω της προεκλογικής καμπάνιας.
Η υπόθεση είναι εξαιρετικά πολύπλοκη, καθώς εμπλέκεται και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, που επιθυμεί και να τηρηθεί το Σύνταγμα και να μην εμπλακεί στην πολιτική αντιπαράθεση. Ενώ παραμένει άγνωστο αυτήν την στιγμή, το ποιες θα είναι οι επόμενες κινήσεις του κυβερνητικού επιτελείου.
Η αρχική πρόθεση της κυβέρνησης να προχωρήσει στην πλήρωση της θέσης του προέδρου και της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, ενώ ήδη έχει ξεκινήσει η προεκλογική εκστρατεία για τις εθνικές εκλογές και το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών δείχνει ότι η σημερινή κυβέρνηση έχει χάσει την πολιτική νομιμοποίηση για τέτοιες επιλογές, δεν συνάντησε μόνο την κατηγορηματική άρνηση της ΝΔ.
Ομόθυμη υπήρξε η γνωμάτευση των κορυφαίων Ελλήνων συνταγματολόγων- μεταξύ αυτών και ορισμένοι αριστερών πεποιθήσεων, όπως οι Ν. Αλιβιζάτος, Αντώνης Μανιτάκης και Μιχάλης Σταθόπουλος- που χαρακτήρισαν την κίνηση «καταδολίευση του Συντάγματος».
Ακολούθησε η διακριτική παρέμβαση του Προέδρου της Δημοκρατίας, παρά τις επίσημες διαψεύσεις, που ζήτησε- σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες- να αποφευχθεί η συνταγματική κρίση, να απεμπλακεί η Προεδρία από την κομματική αντιπαράθεση, και να αναζητηθούν συναινέσεις. Αφού ο κ. Παυλόπουλος θα πρέπει να υπογράψει τα σχετικά Προεδρικά Διατάγματα και μάλιστα μόλις μια εβδομάδα πριν ανοίξουν οι κάλπες…
Η επιστολή Καλογήρου
Οι νουθεσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας έπιασαν τόπο και σε πείσμα των σκληρών της κυβέρνησης, που δεν ήθελαν να δοθεί η εντύπωση ότι η κυβέρνηση εγκαταλείπει πρόωρα την εξουσία- πόσο μάλλον που οι διαδικασίες για την αλλαγή ηγεσίας στον Αρειο Πάγο έχουν ήδη δρομολογηθεί εδώ και καιρό- ο υπουργός Δικαιοσύνης έστειλε επιστολή στον Κυριάκο Μητσοτάκη, με την οποία του ζητούσε ουσιαστικά την σύμφωνη γνώμη του και την συναίνεσή του, για τις επιλογές στον Άρειο Πάγο. Σημειώνοντας ότι ναι μεν «δεν υφίσταται κανένα συνταγματικό η νομικό κώλυμα» αλλά θεωρεί «θεσμική υποχρέωση να αποτραπεί η εντύπωση ότι η επιλογή της ηγεσίας των Ανώτατων Δικαστηρίων συνιστά δέσμευση οποιασδήποτε κυβέρνησης».
Η απάντηση της Νέας Δημοκρατίας ήρθε μερικές ώρες μετά την δημοσιοποίηση της επιστολής Καλογήρου, με μια επιστολή που υπογράφει ο αρμόδιος τομεάρχης της ΝΔ Νίκος Παναγιωτόπουλος. Και στην οποία σημειώνεται ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης «δεν είναι δυνατόν να συναινέσει σε μια εξόφθαλμα αντιθεσμική διαδικασία» με την επισήμανση μάλιστα ότι τυχόν απόφαση και συμφωνία, «θα οδηγούσε σε βέβαια ακύρωση του σχετικού προεδρικού Διατάγματος από το Συμβούλιο της Επικρατείας.» Μια αναφορά που ορισμένοι ερμηνεύουν σαν επισήμανση που απευθύνεται κυρίως προς την πλευρά του Προέδρου της Δημοκρατίας…
Δυο σενάρια για τις επόμενες κινήσεις του Μαξιμου
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι στο Μέγαρο Μαξίμου υπάρχει προβληματισμός για την επόμενη ημέρα, καθώς πέραν των καταγγελιών κατά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ότι δεν επιθυμεί την συναίνεση, και ότι προφανώς κάτι φοβάται για τις δικαστικές εμπλοκές των στελεχών της, όπως ανέφερε η ανακοίνωση του Μαξίμου, υπάρχει και η σκληρή πραγματικότητα.
Τι θα κάνει η κυβέρνηση, η οποία έχει δρομολογήσει τις σχετικές διαδικασίες και έχει δηλώσει την πρόθεση της να προχωρήσει στις επιλογές της ηγεσίας της δικαιοσύνης;
Θα προχωρήσει, διακινδυνεύοντας μια συνταγματική κρίση ή θα κάνει πίσω;
Οπως ανέφερε σε συνέντευξη του στον τηλεοπτικό σταθμό ALPHA o υπουργός Δικαιοσύνης Μιχάλης Καλογήρου, το θέμα παραμένει προς το παρόν ανοικτό. «Ο πρωθυπουργός», είπε ο κ. Καλογήρου, «και το υπουργικό συμβούλιο θα αποφασίσουν υπό τα νέα δεδομένα», χωρίς όμως να ανοίξει τα χαρτιά του.
Η κυβέρνηση έχει να επιλέξει ανάμεσα σε δύο δρόμους.
Η μια να επιμείνει στη θέση της και να προχωρήσει στη διαδικασία επιλογής της νέας ηγεσίας της Δικαιοσύνης αγνοώντας τις πολιτικές αντιδράσεις, το πολιτικό και το εκλογικό κόστος από μια αντιθεσμική ενέργεια, αλλά και τις επισημάνσεις των συνταγματολόγων, που μιλούν ανοικτά για μια αντισυνταγματική πρακτική.
Σε αυτή την περίπτωση, ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας αναδεικνύεται κρισιμότερος από ποτέ καθώς θα κληθεί να υπογράψει το σχετικό Προεδρικό Διάταγμα και να υλοποιήσει την κυβερνητική επιλογή.
Σε κάθε περίπτωση, ως τις 30 Ιουνίου που λήξει η θητεία της σημερινής ηγεσίας της Δικαιοσύνης, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αποκλείεται να υπογράψει τέτοιο διάταγμα. Άλλωστε αυτό έκανε και το 2016, όταν και τότε η κυβέρνηση προχώρησε σε πρόωρη επιλογή της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου. Δεν υπέγραψε παρά μόνο όταν έληξε και τυπικά η θητεία της απερχόμενης Εισαγγελέως.
Μετά τις 30 Ιουνίου και ενώ η χώρα θα βρίσκεται στην καρδιά της προεκλογικής περιόδου, η στάση του Προέδρου της Δημοκρατίας θα εξαρτηθεί από την τήρηση του Συντάγματος. Ο Προκόπης Παυλόπουλος γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα φυσικά και λόγω της επιστημονικής του ιδιότητας, τις συνταγματικές παραμέτρους τόσο ευαίσθητων θεμάτων.
Η άλλη περίπτωση είναι η κυβέρνηση να προσμετρήσει τα νέα δεδομένα και να κάνει ένα βήμα πίσω. Να αποφύγει δηλαδή κινήσεις σε ένα θέμα που θα της κοστίσει εκλογικά, θα θέσει την Δικαιοσύνη στο επίκεντρο των πολιτικών αντιπαραθέσεων και επιπλέον θα φέρει σε δύσκολη θέση τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να βρει τον τρόπο και τις διαδικασίες για να εγκαταλείψει τη διαδικασία επιλογής νέας ηγεσίας στη δικαιοσύνη, χωρίς να χάσει τις εντυπώσεις.