ΕΛ.ΑΣ: Στις αρχές του φθινοπώρου, εν μέσω των αποκαλύψεων για τις τηλεφωνικές υποκλοπές, τρεις αξιωματικοί της Αστυνομίας πέρασαν το κατώφλι της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ).
Ζήτησαν από τα στελέχη της Ανεξάρτητης Αρχής να διεξαγάγουν έλεγχο για το ενδεχόμενο τα τηλέφωνά τους να βρίσκονταν υπό παρακολούθηση. Είχαν προηγηθεί εξάλλου μια σειρά από γεγονότα που τους είχαν θορυβήσει. Σε αυτά συγκαταλέγεται η καταδίωξη από αστυνομικούς της Ασφάλειας ενός οχήματος που εντοπίστηκε να κινείται ύποπτα κοντά στο σπίτι ενός από αυτούς.
Το αυτοκίνητο, που δεν έφερε διακριτικά της Αστυνομίας, ακινητοποιήθηκε και όπως αποδείχθηκε ανήκε στην υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων. Πρόκειται για την υπηρεσία που εμφανίζεται να έχει κομβικό ρόλο σε όσα τις τελευταίες εβδομάδες εκτυλίσσονται στις τάξεις της Ελληνικής Αστυνομίας και του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη. Με τον επικεφαλής της να αποστρατεύεται έπειτα από μακρά θητεία στο τιμόνι της υπηρεσίας.
ΕΛ.ΑΣ.: Βεντέτες μέσω «αδιάφθορων»-1
Ανώνυμες καταγγελίες γραμμένες από αστυνομικούς εις βάρος συναδέλφων τους, μυστικές παρακολουθήσεις δίχως την άδεια των αρμόδιων δικαστικών αρχών και μια εισαγγελική πρόταση που αποδίδει πολύμηνη έρευνα των λεγόμενων «αδιάφθορων» της ΕΛ.ΑΣ. σε «προσωπικές διαφορές εντός του αστυνομικού προσωπικού» συνθέτουν ένα αστυνομικό θρίλερ, άγνωστες λεπτομέρειες του οποίου φέρνει σήμερα στο φως της δημοσιότητας η «Κ».
Η υπόθεση άρχισε να εκτυλίσσεται τον Αύγουστο του 2020 όταν αστυνομικοί της υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων συνέλαβαν με τη διαδικασία του αυτοφώρου δύο συναδέλφους τους, αξιωματικούς από τη Διεύθυνση Προστασίας Επισήμων. Επικεφαλής στη συγκεκριμένη Διεύθυνση ήταν τότε ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αξιωματικών (ΠΟΑΞΙΑ) Γιάννης Κατσιαμάκας, ο οποίος ένα χρόνο αργότερα, και πριν η υπόθεση ξεκαθαριστεί, αποστρατεύθηκε στις τακτικές κρίσεις του σώματος. Οι υφιστάμενοί του αξιωματικοί κατηγορήθηκαν για παράβαση καθήκοντος με το αιτιολογικό ότι εντοπίστηκαν να χρησιμοποιούν υπηρεσιακά αυτοκίνητα για ιδιωτικές μετακινήσεις τους. Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, αφορμή για την έρευνα είχαν υπάρξει δύο ανώνυμες και με παρόμοιο περιεχόμενο καταγγελίες. Ανέφεραν για τους δύο αστυνομικούς ότι «παίρνουν τα υπηρεσιακά αυτοκίνητα και τα χρησιμοποιούν σαν ιδιωτικά για τις προσωπικές τους ανάγκες».
Οι αστυνομικοί της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων απηύθυναν δύο αιτήματα χρήσης ειδικών τεχνικών μέσων (σ.σ. κρυφές κάμερες), με τον εισαγγελέα Εφετών Αθηνών πάντως να τα απορρίπτει κρίνοντας ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις. Λίγα εικοσιτετράωρα όμως μετά την εισαγγελική άρνηση έφθασε στους «αδιάφθορους» νέα ανώνυμη καταγγελία που ενέπλεκε τους υπό έρευνα αστυνομικούς σε «προστασίες» καταστημάτων. Με βάση την τρίτη μέσα σε λίγες εβδομάδες ανώνυμη καταγγελία, ο εισαγγελέας δέχθηκε τελικά να υπογράψει το βούλευμα για τη μυστική βιντεοσκόπηση των δύο αξιωματικών.
Τα υπηρεσιακά οχήματα
Στις αρχές του φθινοπώρου, τρεις αξιωματικοί ζήτησαν από την ΑΔΑΕ να ελέγξει αν παρακολουθούνταν τα τηλέφωνά τους.
Από τη μυστική παρακολούθηση που ακολούθησε προέκυψε ότι στο διάστημα Αυγούστου – Δεκεμβρίου 2020 οι αξιωματικοί είχαν πράγματι μερικές ημέρες χρησιμοποιήσει τα υπηρεσιακά οχήματα για να μετακινηθούν από το σπίτι στην υπηρεσία τους και το αντίστροφο. Κάτι που από τα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. θεωρείται συνήθης πρακτική και που πάντως δύσκολα μπορεί να δικαιολογήσει την ποινική δίωξη των αξιωματικών, και μάλιστα με αυτόφωρη διαδικασία. Το επιβεβαίωσε, εξάλλου, η πορεία όχι μόνο της ποινικής αλλά και της πειθαρχικής έρευνας εις βάρος τους. Τον Ιούλιο του 2021 ο εισαγγελέας Πρωτοδικών ανέφερε στην πρότασή του ότι «δεν προέκυψε η στοιχειοθέτηση καμίας αξιόποινης πράξης». Αφησε, δε, αιχμές εναντίον εκείνων που διεξήγαγαν την έρευνα, σημειώνοντας ότι «προκαλεί απορία η υποβολή και έντονη δημοσιοποίηση της συγκεκριμένης καταγγελίας, όπου σε συνδυασμό με τον ανώνυμο χαρακτήρα της δημιουργεί την εύλογη υποψία ενδεχομένως αυτή να απέρρευσε από αντιπαραθέσεις ή και προσωπικές διαφορές εντός των κόλπων του αστυνομικού προσωπικού για τη δημιουργία εντυπώσεων». Και οι ΕΔΕ πάντως που είχαν διαταχθεί τέθηκαν στο αρχείο, με τους ανώτατους αξιωματικούς που χειρίστηκαν την υπόθεση να καταλήγουν (το καλοκαίρι του 2022) στο συμπέρασμα είτε ότι τα καταγγελλόμενα δεν επιβεβαιώθηκαν είτε ότι οι πειθαρχικού χαρακτήρα παραβάσεις που διαπιστώθηκαν ήταν «ήσσονος σημασίας».
Εν τω μεταξύ, ο τότε επικεφαλής της Διεύθυνσης Προστασίας Επισήμων και προϊστάμενος των δύο κατηγορουμένων, Γιάννης Κατσιαμάκας, αποστρατεύθηκε στις τακτικές κρίσεις του 2021. Σε μια ενδιαφέρουσα σύμπτωση, μάλιστα, οι αξιωματικοί της υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων τον κάλεσαν να δώσει κατάθεση την ημέρα της αποστρατείας του.
Νέα «σύμπτωση»
Τα γεγονότα και οι συμπτώσεις όμως στην υπόθεση δεν σταματούν εδώ. Τον Φεβρουάριο του 2022 συγγενικό πρόσωπο του ενός από τους αρχικά διωκόμενους αστυνομικούς είδε ένα όχημα να κινείται ύποπτα κοντά στο σπίτι της οικογένειας, στα περίχωρα της Αθήνας. Ανησύχησε και τηλεφώνησε στο τοπικό Τμήμα Ασφαλείας, ενώ και ο ίδιος βγήκε έξω από το σπίτι και προσπάθησε να το σταματήσει μπαίνοντας μπροστά με το σώμα του. Ο οδηγός του αυτοκινήτου ανέπτυξε ταχύτητα στην προσπάθειά του να ξεφύγει (σ.σ. για το περιστατικό έχει υποβληθεί μηνυτήρια αναφορά). Με βάση τις περιγραφές του αυτόπτη μάρτυρα, οι αστυνομικοί του τοπικού Τμήματος Ασφαλείας κατάφεραν να εντοπίσουν και να ακινητοποιήσουν το όχημα λίγο πριν αυτό μπει στην Αττική Οδό. Κατά τον έλεγχο, ωστόσο, προέκυψε ότι οι επιβάτες του ήταν αστυνομικοί από την υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων. Εγιναν κάποιες τηλεφωνικές συνεννοήσεις στο σημείο και το περιστατικό θεωρήθηκε λήξαν.
Το φθινόπωρο του 2022 κεντρικό θέμα στην ειδησεογραφία αποτελούσε η υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών. Είχε, εξάλλου, μεσολαβήσει η αποκάλυψη της παρακολούθησης του τηλεφώνου του προέδρου του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ και μια σειρά δημοσιευμάτων για παρακολούθηση δεκάδων στόχων είτε μέσω του συστήματος συνακρόασης είτε μέσω του παράνομου λογισμικού Predator. Συνδυάζοντας όσα είχαν προηγηθεί στο διάστημα από τα τέλη του 2020 έως τις αρχές του 2022, με τις αποκαλύψεις για τις παρακολουθήσεις κινητών τηλεφώνων, οι τρεις αξιωματικοί κατέθεσαν τον Οκτώβριο αίτημα ζητώντας από την ΑΔΑΕ να ελέγξει εάν για τις τηλεφωνικές συνδέσεις τους είχαν κινηθεί διαδικασίες άρσης απορρήτου. Τα αποτελέσματα του ελέγχου δεν επιτρέπεται να τους κοινοποιηθούν.
kathimerini.gr