Έρευνα σχετικά με τα επαγγέλματα που κρίνονται ως πιο επικίνδυνα για πιθανή μόλυνση από τον κορωνοϊό, τοποθέτησε τους υπαλλήλους των καταστημάτων τροφίμων ψηλά στη λίστα.
Οι υπάλληλοι που απασχολούνται στις θέσεις εξυπηρέτησης πελατών και συνεπώς έρχονται σε στενότερη επαφή, κινδυνεύουν έως και πέντε φορές περισσότερο.
Η έρευνα που δημοσιεύεται στο Occupational & Environmental Medicine, η οποία έχει εν πολλοίς επικεντρωθεί στους υπαλλήλους της υγειονομικής περίθαλψης, προσπάθησε να εξακριβώσει το χάσμα κινδύνου μεταξύ αυτών και υπαλλήλων καταστημάτων τροφίμων όσον αφορά την υγεία και ευεξία τους.
Στο πλαίσιο της μελέτης, αναλύθηκαν τα στοιχεία 104 υπαλλήλων από καταστήματα τροφίμων της Βοστώνης που ελέχθηκαν για τον κορωνοϊό κορωνοϊό τον περασμένο Μάιο, στο πλαίσιο της υγειονομικής οδηγίας για την πρόληψη της ιικής διασποράς στην περιοχή.
Πριν τα τεστ, οι υπάλληλοι απάντησαν σε ερωτηματολόγια για τον τρόπο ζωής τους, το ιατρικό και εργασιακό τους ιστορικό, τις συνθήκες και τον τρόπο εργασίας, τη θέση τους στο κατάστημα, τον τρόπο που μεταβαίνουν στο χώρο εργασίας και τα προληπτικά μέτρα που μπορούσαν να λάβουν για την ατομική τους προστασία.
Ακόμα, τους ζητήθηκε να αναφέρουν στοιχεία σχετικά με την COVID-19 όπως ύποπτα συμπτώματα και επαφή με επιβεβαιωμένα κρούσματα για τον νέο κορωνοϊό, δύο εβδομάδες πριν το τεστ. Η ψυχική τους υγεία αξιολογήθηκε με δύο έγκυρα ερωτηματολόγια για κατάθλιψη και άγχος, τα PHQ-9 και GAD-7 αντίστοιχα.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα:
ένας στους πέντε (21 στους 104) εργαζόμενους βρέθηκαν θετικοί στον SARS-CoV-2, ποσοστό αρκετά υψηλότερο από εκείνο της γενικής διασποράς στην τοπική κοινότητα εκείνη την περίοδο (20% έναντι 0,9-1,3%).
από τους θετικούς, τρεις στους τέσσερις (76%) ήταν ασυμπτωματικοί και η πλειοψηφία (91%) εργάζονταν σε θέσεις άμεσης επαφής με τους πελάτες έναντι του 59% όσων βρέθηκαν αρνητικοί στον ιό.
oι υπάλληλοι σε θέσεις εξυπηρέτησης πελατών είχαν πενταπλάσιες πιθανότητες να βγουν θετικοί ακόμη και όταν συνυπολογίστηκαν άλλοι παράγοντες όπως ο επιπολασμός του SARS-CoV-2 στην περιοχή ζούσαν.
Όσοι είχαν εποπτικό ρόλο, διέτρεχαν εξαπλάσιο κίνδυνο
Από τους 99 εργαζόμενος που απάντησαν στα ερωτηματολόγια ψυχικής υγείας:
οι 24 εργαζόμενοι ανέφεραν ήπιο τουλάχιστον άγχος
οι μισοί (46%) δήλωσαν ότι είχαν τη δυνατότητα να διατηρήσουν κοινωνικές αποστάσεις ασφαλείας στη δουλειά ενώ η πλειονότητα (76%) δεν ενδιαφέρονταν για την τήρηση του μέτρου.
Οκτώ υπάλληλοι θεωρήθηκαν ότι έπασχαν από ελαφρά κατάθλιψη: ήταν πιθανότερο να μην μπορούν να τηρήσουν τις κοινωνικές αποστάσεις, καθώς και να χρησιμοποιούν τα μέσα μαζικής μεταφοράς ή να μοιράζονται διαδρομές με συναδέλφους για να μεταβούν στο χώρο εργασίας. Στον αντίποδα, όσοι μπορούσαν να μετακινούνται με τα πόδια, το ποδήλατο ή το αυτοκίνητό τους, δεν ανέφεραν συμπτώματα κατάθλιψης σε ποσοστό 90%.
Όπως διευκρίνισαν οι ερευνητές, πρόκειται για μια μικρή μελέτη παρατήρησης με χρονικούς και γεωγραφικούς περιορισμούς, η οποία βασίστηκε σε υποκειμενικές αναφορές και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποδείξει κάποια αιτιώδη σχέση.