Γράφει η Κωνσταντίνα Βλαχάβα, Δόκιμη Αναλύτρια ΚΕΔΙΣΑ
Η ενέργεια είναι η κινητήριος δύναμη κάθε δραστηριότητας της ανθρώπινης ζωής και η ζήτησή της αυξάνεται και θα αυξάνεται όσο η τεχνολογική και πολιτισμική πρόοδος επεκτείνεται.
Η σημερινή της χρήση, που ως αποτέλεσμα έχει την αύξηση του βιοτικού επιπέδου, έχει επιπτώσεις στις επόμενες γενιές, καθώς καταστρέφει το περιβάλλον και εξαντλεί τους φυσικούς πόρους. Ενώ η ανάγκη για ενέργεια μεγαλώνει και οι συμβατικές πηγές είναι περιορισμένες και εξαντλούνται γρήγορα, ο εντοπισμός νέων συμβατικών πηγών γίνεται όλο και πιο δύσκολος και μη οικονομικός και η χρήση πυρηνικών καυσίμων ως εναλλακτική ενέχει πολλούς κινδύνους που απειλούν την ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια, αλλά και το περιβάλλον.
Με την πετρελαϊκή κρίση του ’70 έγινε αντιληπτή η σημασία του προβλήματος και συνειδητοποιήθηκε η σπανιότητα των φυσικών πόρων. Η αντικατάσταση των συμβατικών πηγών ενέργειας με άλλες ανανεώσιμες είναι σημαντική για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν από την χρήση ορυκτών καυσίμων. Για αυτό και η ανάδειξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε σημαντικό κομμάτι του ενεργειακού πλέγματος αποτελεί στόχο της βιώσιμης ανάπτυξης. Ως βιώσιμη ανάπτυξη ορίζεται η κάλυψη των αναγκών του παρόντος, χωρίς να διακυβεύεται η ικανότητα των μελλοντικών γενεών να καλύπτουν τις δικές τους ανάγκες. Για να γίνει πραγματικότητα απαιτείται μια ολοκληρωμένη προσέγγιση οικονομίας, κοινωνίας, πολιτικής και πολιτισμού. Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής πολιτικής για τη βιώσιμη ανάπτυξη έχουν τεθεί κάποιοι συγκεκριμένοι στόχοι για την προστασία του περιβάλλοντος και τη χρήση των ΑΠΕ. Στην ΕΕ, το μεγαλύτερο ποσοστό ενέργειας που καταναλώνεται προέρχεται από εισαγωγές (περίπου 74% για πετρέλαιο και 62% για φυσικό αέριο), γεγονός που εγείρει ζητήματα ασφαλείας, ενώ η καύση συμβατικών πηγών ενέργειας αντιπροσωπεύει το 80% των εκπομπών αερίου θερμοκηπίου στην ΕΕ.
Οι στόχοι της ΕΕ για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής προβλέπει μείωση κατά 20% των αερίων θερμοκηπίου, αύξηση κατά 20% του μεριδίου των ΑΠΕ στο σύνολο της ενεργειακής κατανάλωσης και μείωση 20% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας έως το 2020. Επιπλέον, ως επέκταση των στόχων αυτών ετέθη νέος στόχος μείωσης κατά 40% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και χρήση ενέργειας από ΑΠΕ σε ποσοστό 27% μέχρι το 2030.
Oι ΑΠΕ αποτελούν σημαντικό κομμάτι για την αντιμετώπιση των προβλημάτων ενεργειακής ασφάλειας και κλιματικής αλλαγής, καθώς βρίσκονται ευρέως διαθέσιμες στο φυσικό περιβάλλον, χωρίς η αξιοποίησή τους να ενέχει σοβαρές επιπτώσεις στην ασφάλεια και το περιβάλλον και με τις κατάλληλες υποδομές θα καθιστούν την παραγόμενη ενέργεια πολύ οικονομική. Οι ΑΠΕ θα μπορούσαν να καλύψουν ένα μεγάλο μέρος των ενεργειακών αναγκών της ΕΕ και να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα και αξιοπιστία του ενεργειακού τομέα των κρατών μελών. Επιπλέον, η χρήση ΑΠΕ συμβάλλει στην εκπλήρωση του στόχου διαφοροποίησης πηγών ενέργειας και διευκολύνεται η θέση της ΕΕ ως σύνολο και κάθε κράτους ξεχωριστά, καθώς το χρόνιο πρόβλημα της εξάρτησης των κρατών μελών από εξωτερικές πηγές, που αυξάνουν την ευαισθησία των κρατών σε ενεργειακές κρίσεις, πιθανές διακοπές τροφοδοσίας και στις διακυμάνσεις των τιμών των ενεργειακών προϊόντων στις διεθνείς αγορές περιορίζεται σημαντικά.
Επιπλέον, οι ΑΠΕ συμβάλλουν στην υλοποίηση των στόχων για μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και στην προστασία του περιβάλλοντος. Τα ορυκτά καύσιμα που ευρέως χρησιμοποιούνται κατά κανόνα αποτελούν το κύριο αίτιο των εκπομπών αυτών. Εάν η παραγωγή ηλεκτρισμού και θέρμανσης από ορυκτά καύσιμα περιοριζόταν από την παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ, τα ποσοστά εκπομπών θα ήταν μικρότερα. Οι ΑΠΕ μπορεί να μην στερούνται επιπτώσεων για το περιβάλλον, καθώς οι αιολικές εγκαταστάσεις για παράδειγμα μπορούν να προκαλέσουν τον θάνατο ή τραυματισμό πτηνών, καταστροφή τοπίου και ηχορύπανση, συγκριτικά όμως με τα ορυκτά καύσιμα οι επιπτώσεις αυτές είναι λιγότερο ουσιώδεις και περιορίζονται τοπικά στις περιοχές των εγκαταστάσεων.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των ΑΠΕ είναι ότι υπάρχουν εν αφθονία στο φυσικό περιβάλλον χωρίς να είναι γεωγραφικά περιορισμένες σε συγκεκριμένα κράτη/περιοχές, όπως οι συμβατικές μορφές ενέργειας. Κάθε κράτος έχει πρόσβαση σε ανανεώσιμες μορφές ενέργειας, ωστόσο οι δυνατότητες παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές δεν είναι ίσα κατανεμημένες σε όλα τα κράτη, καθώς οι καιρικές συνθήκες είναι η σημαντικότερη μεταβλητή που επηρεάζει την απόδοσή τους. Επιπλέον, οι δυνατότητες παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές δεν είναι ίσες ούτε σε όλες τις μορφές ΑΠΕ. Η αιολική και η ηλιακή ενέργεια έχουν πολύ περισσότερες δυνατότητες από αυτές της υδραυλικής ενέργειας ή της βιομάζας, επομένως κάποια κράτη έχουν πλεονέκτημα στην παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας. Παρά τις διαφορετικές συνθήκες, οι παραγωγοί στην αγορά είναι δυνητικά πολλοί και η βασική επιλογή που έχουν να κάνουν τα κράτη είναι εάν θα παράγουν εγχώρια τη δική τους ενέργεια για να εξασφαλίσουν την ασφάλεια εφοδιασμού ή αν θα επιλέξουν τις φθηνότερες εισαγωγές από περιοχές με καλύτερες συνθήκες. Έτσι, η παρουσία πολλών παραγωγών επιτρέπει στους καταναλωτές να επιλέγουν τον παραγωγό και να τον αλλάζουν εύκολα και χωρίς κινδύνους, αφαιρώντας τη δυνατότητα από τους παραγωγούς να καθορίζουν τις τιμές και τους όρους του εμπορίου. Επιπλέον, η δυνατότητα να παράγει ένα κράτος έστω ένα μικρό ποσοστό της ενέργειάς που χρειάζεται του δίνει μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη με τις χώρες παραγωγούς.
Ωστόσο, παρόλο που οι προβλέψεις δείχνουν πως ο γενικός στόχος της ΕΕ είναι εφικτός, στην πραγματικότητα δεν είναι ξεκάθαρο με ποιον μηχανισμό θα καταφέρει να επιτευχθεί ο φιλόδοξος στόχος του 27%. Ο στόχος δεν θα μπορέσει να επιτευχθεί εάν δεν δημιουργηθεί ένας μηχανισμός που να εξασφαλίζει τη δίκαιη κατανομή συμβολής των κρατών μελών στην επίτευξη αυτού, λαμβανομένης υπόψη και της δημιουργίας υποδομών, αλλιώς ο στόχος θα μπορέσει να επιτευχθεί μεν, αλλά μόνο μέσω προσπαθειών χωρών που οι ΑΠΕ υποστηρίζονται ήδη ισχυρά από τα πολιτικά όργανα, όπως η Γερμανία. Η λύση όμως αυτή, παρόλο που θα καθιστούσε το συνολικό στόχο επιτεύξιμο, δεν θα συμβάλλει στη δημιουργία μίας ουσιώδους και αποτελεσματικής κλιματικής και ενεργειακής πολιτικής στην ΕΕ, καθώς το αποτέλεσμα δε θα αντιπροσωπεύει το σύνολο των κρατών, αλλά τη μειοψηφία.
Πηγές
Σ. Καρβούνης, Δ. Γεωργακέλλος (2003), Διαχείριση του Περιβάλλοντος: επιχειρήσεις και βιώσιμη ανάπτυξη, σελ. 215, Αθήνα, Εκδόσεις: Α. Σταμούλης
D.K. Johnsson, B. Johansson, A. Mansson, L.J. Nilsson, M. Nilsson, H. Sonnsjo (2015) Energy security matters in the EU Energy Roadmap, Energy Strategy Reviews
J.M. Barroso (2011), Ενέργεια: Προτεραιότητες της Ευρώπης, Ευρωπαϊκή Επιτροπήhttp://ec.europa.eu/europe2020/pdf/energy_el.pdf