Γεραπετρίτης: Το ουκρανικό, η ευρύτερη γεωπολιτική αναταραχή, αλλά και οι επιπτώσεις στην ενέργεια και την οικονομία, ήταν τα βασικά θέματα της συνέντευξης του υπουργού…
Επικρατείας Γιώργου Γεραπετρίτη στο ραδιοφωνικό σταθμό «Παραπολιτικά 90,1», μαζί με θέματα εσωτερικής πολιτικής επικαιρότητας (αναθέσεις, συνέντευξη Ευκλείδη Τσακαλώτου, εκλογικός νόμος κ.α.).
Ξεκινώντας ασφαλώς από το θέμα της Ουκρανίας, μετά και τις τελευταίες εξελίξεις τη Δευτέρα, ο Γ. Γεραπετρίτης διεμήνυσε εισαγωγικώς ότι «οποιαδήποτε κίνηση κατατείνει προς την κατεύθυνση της διαμόρφωσης νέων γεωπολιτικών δεδομένων εντός ενός πλαισίου διεθνούς δικαίου, το οποίο απαγορεύει την οποιαδήποτε αλλαγή συνόρων, αποτελεί ένα σημαντικό κίνδυνο για την παγκόσμια ασφάλεια, ιδιαίτερα όταν προέρχεται από μια εξαιρετικά ισχυρή χώρα, όπως είναι η Ρωσία».
Δεύτερη παρατήρηση, «η Ελλάδα βρίσκεται συστρατευμένη με τις σύμμαχες δυνάμεις, θα σταθούμε με τους συμμάχους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ατλαντική Συμμαχία. Είναι ήδη δεδηλωμένο ότι θα υπάρξουν ανάλογες κυρώσεις προς τη Ρωσία για την ενέργεια αυτή, η οποία προφανώς έχει έναν αποσταθεροποιητικό χαρακτήρα», τόνισε προσθέτοντας όμως ότι «είναι κρίσιμο να παραμείνουν ανοιχτοί οι δίαυλοι διπλωματικής επικοινωνίας και από τη χώρα μας προς τη Ρωσία. Είναι εξίσου βέβαιο ότι δεν μπορεί να γίνει ανεκτή η οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια μονομερούς διαμόρφωσης νέων γεωπολιτικών δεδομένων».
Διευρύνοντας δε, τη συζήτηση, ο υπουργός Επικρατείας σημείωσε ότι «η ανάγνωση της Ιστορίας δεν μπορεί να γίνεται κατά βούληση, a la carte δηλαδή, αναλόγως με τα συγκυριακά συμφέροντα των κρατών. Η Ιστορία έχει μια πολύ συγκεκριμένη ανάγνωση, η οποία αποτυπώνεται σε διεθνείς συμφωνίες, οι οποίες παράγουν έννομα αποτελέσματα μεταξύ των μερών, ενώ υπάρχει και ένα διεθνές εθιμικό δίκαιο, το οποίο ισχύει έναντι πάντων, ακόμη και για εκείνους που δεν έχουν υπογράψει αυτού του τύπου τις διεθνείς συμφωνίες. ‘Αρα, διεθνείς συμφωνίες που παράγουν διαχυτικά αντικειμενικά αποτελέσματα, όπως η Σύμβαση της Βιέννης για τις Διεθνείς Συμφωνίες ή η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας έχουν και εθιμικό χαρακτήρα και δεσμεύουν τους πάντες. Οποιαδήποτε επιχείρηση κατάργησης ή κατάλυσης αυτού του διεθνούς πλαισίου δημιουργεί οικουμενικούς κινδύνους και για το λόγο αυτό δεν μπορεί να γίνεται ανεκτή». Ενώ για την ευρωπαϊκή αντίδραση ειδικότερα, παρατήρησε ότι η Ευρώπη συσπειρώνεται ενώπιον των μεγάλων προκλήσεων, όπως έχει δείξει η Ιστορία -και «αυτό θα συμβεί και τώρα, θα υπάρξει μια ενιαία φωνή, ήδη χθες είχαμε μια ομόθυμη αντίδραση από τους ηγέτες όλων των ευρωπαϊκών θεσμών».
Εναλλακτικό σχέδιο για επαρκή τροφοδοσία
Λίγο πριν τη συνεδρίαση του ΚΥΣΕΑ εξάλλου, ο υπουργός Επικρατείας περιέγραψε, μέσω της συνέντευξής του, την ελληνική αντίδραση: «Ο πρώτος πυλώνας είναι ο γεωπολιτικός, δηλαδή η διπλωματική θέση. Ο δεύτερος είναι αυτός της ενεργειακής ασφάλειας -για το θέμα αυτό έχει ήδη υπάρξει σημαντική προετοιμασία και πριν από τα χθεσινά γεγονότα, μια πρώτη στρατηγική προσέγγιση της Ελλάδας για να διασφαλιστούν οι ενεργειακοί πόροι που θα μας εξασφαλίσουν. Η Ελλάδα είναι προετοιμασμένη για την περίπτωση που θα υπάρξουν σημαντικοί περιορισμοί στην τροφοδοσία, στην περίπτωση δηλαδή που θα κλείσει πιθανώς ο αγωγός φυσικού αερίου στην Ουκρανία», διαβεβαίωσε εν προκειμένω και παρότι η χώρα μας δεν παίρνει φυσικό αέριο από εκεί, εν τούτοις «θα υπάρξουν οπωσδήποτε διαχυτικά αποτελέσματα από τυχόν αντίμετρα της Ρωσίας. Διαβεβαιώνω ότι η Ελλάδα έχει εκπονήσει εναλλακτικό σχέδιο για να υπάρξει επαρκής τροφοδοσία».
Διαρκής και στοχευμένη στήριξη
Στο ζήτημα των τιμών της ενέργειας είπε πως «δεν μπορούμε να το επηρεάσουμε – όπως και καμία ευρωπαϊκή χώρα – θα γίνουν πάντως όλες οι αναγκαίες ενέργειες έτσι ώστε να έχουμε επάρκεια ανεφοδιασμού και ανεκτούς όρους. Η ελληνική κυβέρνηση θα συνεχίζει να στηρίζει τους ευάλωτους συμπολίτες μας απέναντι στην αύξηση των τιμών της ενέργειας για όσο χρόνο χρειαστεί και στο πλαίσιο που μας επιτρέπουν οι δημοσιονομικές μας δυνατότητες», δεσμεύτηκε συγκεκριμένα με την ταυτόχρονη επισήμανση ότι «ιδιαιτέρως σήμερα που έχουμε περάσει σε ένα άλλο επίπεδο αντιπαράθεσης που δημιουργεί προοπτική περαιτέρω έντασης με άγνωστο χρονικό ορίζοντα, η συνετή στάση θα ήταν να περιμένουμε να δούμε τις εξελίξεις, να μην προβούμε σε πολύ μεγάλα δημοσιονομικά ανοίγματα, τα οποία θα θέσουν σε κίνδυνο τη σταθερότητα που με πολύ κόπο έχει κατακτήσει η Ελλάδα. Και για το λόγο αυτό θέλω να επισημάνω ότι η στήριξή μας θα είναι διαρκής, αλλά στοχευμένη σε αυτή τη φάση βλέποντας και το μέλλον, τον κίνδυνο δηλαδή να υπάρξει μια αρκετά μακρά περίοδος αστάθειας σε ό,τι αφορά τα ενεργειακά ζητήματα αλλά και τη γεωπολιτική κατάσταση στη γειτονιά μας».
Αναγνωρίζοντας μάλιστα ότι «τα ελληνικά νοικοκυριά υποφέρουν αυτήν τη στιγμή από το ζήτημα των ενεργειακών ανατιμήσεων, είναι κάτι που έχει χτυπήσει πολύ τη χώρα μας», δήλωσε επιπλέον: «Καταλαβαίνω απολύτως το σκεπτικισμό εκ μέρους των πολιτών, που παράγεται και από έναν πολύ εύκολο πολιτικό λόγο πλειοδοσίας». Όμως, κατέληξε, «δεν μπορούμε – και δεν το έχει πράξει καμία χώρα της Ε.Ε. – να ανοίξουμε απολύτως το δημοσιονομικό κορβανά έτσι ώστε να ενισχυθούν όλες οι πτυχές του ενεργειακού κόστους, των ανατιμήσεων που έχουν υπάρξει. Κάτι τέτοιο θα έθετε σε πολύ μεγάλο κίνδυνο, τη δημοσιονομική σταθερότητα».
Στο θέμα των αναθέσεων – θέμα που έχει ψηλά στην ατζέντα της η μείζων αντιπολίτευση – ο υπουργός Επικρατείας αντέτεινε ότι «ο εύκολος πολιτικός λόγος οδηγεί στην αμετροέπεια και το λαϊκισμό. Τα δεδομένα δεν υποστηρίζουν αυτά τα οποία αναφέρει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και για το λόγο αυτό δεν προσκομίζονται δεδομένα. Πώς μπορείς να αισθάνεσαι ασφάλεια με έναν πολιτικό λόγο, ο οποίος κάθε μέρα διαφοροποιείται στα βασικά του στοιχεία;», διερωτήθηκε και πρόσθεσε: «Ξεκινήσαμε από 5 δισ., καταλήξαμε στα 2,7 δισ. απευθείας αναθέσεων», κατηγορώντας τον Αλέξη Τσίπρα ότι συμπεριέλαβε «εντελώς ετερόκλητα στοιχεία», όπως τις συμβάσεις εκ μέρους των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, κ.α. συμβάσεις που δεν ανάγονται στην Κεντρική Κυβέρνηση.
Και στον πυρήνα του θέματος, «η ελληνική κυβέρνηση πάντοτε με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον προβαίνει σε νόμιμες διαδικασίες. Όλες οι συμβάσεις ελέγχονται από το Ελεγκτικό Συνέδριο». Και, εν τέλει, δεν έχει υπάρξει καμία απολύτως παραβίαση, εξ όσων εγώ γνωρίζω, η οποία να βρίσκεται εκτός της νομιμότητας. Πράγματι έχουν υπάρξει απευθείας αναθέσεις στο απολύτως αναγκαίο μέτρο, όπως το προδιαγράφει η ελληνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία. Και, επιτέλους, ας μας πουν σαφώς από την αξιωματική αντιπολίτευση αν συμφωνούν ή διαφωνούν με τις ενότητες των αναθέσεων που έχουν γίνει, δηλαδή για την αντιμετώπιση της πανδημίας, για μάσκες, για μέσα προφύλαξης, για τη δημιουργία των νέων Μονάδων Εντατικής Θεραπείας, για όλα εκείνα που ήταν άμεσα αναγκαία να πραγματοποιηθούν». Στο «δια ταύτα» δε, «η αξιοποίηση των κρίσεων μόνο και μόνο για να έχουμε μικροκομματικά οφέλη στο πλαίσιο μιας πολύ γενικής και θολής καταγραφής δήθεν απευθείας αναθέσεων που είναι παράνομες, είναι κάτι που δημιουργεί τοξική ατμόσφαιρα, η οποία δεν κάνει καλό στο πολιτικό σύστημα και δεν παράγει ωφέλιμο αποτέλεσμα για κανέναν».
Ο «προσωπικός δρόμος» του κ. Τσακαλώτου
Στο θέμα που ανέκυψε μετά τη συνέντευξη του Ευκλείδη Τσακαλώτου στην «Καθημερινή της Κυριακής», σχολίασε ότι είναι «εξαιρετικά πολυτελές να ασχοληθούμε με τα εσωτερικά του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία κάθε μέρα έχουν και ένα νέο επεισόδιο (…) Ο κ. Τσακαλώτος έχει επιλέξει ένα αρκετά προσωπικό δρόμο», εκτίμησε ο υπουργός Επικρατείας με την παράλληλη διαπίστωση ότι στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης «εσωτερικές διαδικασίες δεν έχουν υπάρξει, δεν έχει γίνει συνέδριο στον ΣΥΡΙΖΑ για να μπορέσει να κάνει την αυτοκριτική από τις εκλογές, να χαράξει μια νέα πορεία»
Με τη διαβεβαίωση, τέλος, ότι «δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος για προσφυγή σε πρόωρες εκλογές, η κυβέρνηση συνεχίζει, παρά τις πολλαπλές κρίσεις, να έχει ένα σταθερό πρόγραμμα στηριγμένο στις δεσμεύσεις που ανέλαβε προεκλογικά», ο υπουργός Επικρατείας σημείωσε εμφατικά στο θέμα του εκλογικού νόμου ότι «εμείς δεν πρόκειται να έχουμε μια στάση αναλόγως του καιρού, δεν πρόκειται να αλλάζουμε βασικές πολιτικές επιλογές αναλόγως του αν συμφέρει ή όχι κατά τις περιστάσεις». Συνεπώς, κατέληξε, «σεβασμός στους θεσμούς, δεν θα υπάρξει αλλαγή του εκλογικού νόμου».
Ν. Παπ.