ΤΙ ΣΥΝΕΒΗ ΜΕ ΤΟ ΤΜΗΜΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ
Έπειτα από σχεδόν 50 χρόνια παρουσίας στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης η διοίκηση του πανεπιστημίου αποφάσισε να κλείσει το πρόγραμμα των Νεοελληνικών Σπουδών, που αποτελούνταν από προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές.
Τα τελευταία πέντε χρόνια, το πρόγραμμα εντασσόταν στο ευρύτερο πρόγραμμα «Ανατολικών και Νοτιοανατολικών Σπουδών», που σήμαινε ότι οι φοιτητές παρακολουθούσαν μαθήματα όχι μόνο για τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας και της Κύπρου αλλά και για την ιστορία της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης με έμφαση στην ιστορία της Ρωσίας, της Πολωνίας και των κρατών της πρώην Γιουγκοσλαβίας.
Το βάρος των σπουδών ήταν όμως στην εκμάθηση –θεωρητική και πρακτική– της ελληνικής γλώσσας με στόχο να δίνει τη δυνατότητα ανάγνωσης ελληνικών πηγών, λογοτεχνίας και άλλων πολιτισμικών κειμένων, για βαθύτερη κατανόηση της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, κοινωνικής εξέλιξης και πολιτισμού. Τα τελευταία χρόνια, οι φοιτητές ήταν λίγοι και το επίπεδό τους χαμηλό – κάτι που παρατηρούνταν και σε άλλα μικρά προγράμματα της φιλοσοφικής σχολής.
Αυτή η διαπίστωση μας αποθάρρυνε, γιατί θεωρούσαμε ότι μέσα από τον εκσυγχρονισμό του προγράμματος σπουδών η εκπαίδευση του «νεοελληνιστή» –ή του «ειδικού στα ελληνικά θέματα»– είχε γίνει πιο οργανωμένη και πιο δικαιολογημένη παρά ποτέ. Επιπλέον, οι πολιτικές και πολιτισμικές αλλαγές της τελευταίας δεκαετίας στην Ευρώπη και στην Ελλάδα καθιστούν απαραίτητο ένα εξειδικευμένο πρόγραμμα σπουδών με έμφαση στην Ελλάδα και την Κύπρο.
Επίσης θεωρούσαμε ότι το πρόγραμμα ήταν μοναδικό, επειδή το διδακτικό προσωπικό αποτελούνταν από ανθρώπους που οι ίδιοι είχαν ολοκληρώσει νεοελληνικές (και όχι κλασικές) σπουδές. Επίσης η προσέγγιση της Ελλάδας γινόταν «απ’ έξω», δηλαδή από μη Ελληνες αλλά οπωσδήποτε φιλέλληνες.
Λίγοι φοιτητές
Η εκπαίδευση, πλέον ανεξάρτητη από την κλασική φιλολογία αλλά και από την εθνική φιλολογία, δίνοντας έμφαση στην ιστορία και στις σύγχρονες πολιτισμικές, καλλιτεχνικές και κοινωνιολογικές εξελίξεις στην Ελλάδα και την Κύπρο, ήταν μια σημαντική συνεισφορά στη δανική κοινωνία, η οποία χρειάζεται στέρεες γνώσεις για τις γειτονικές της χώρες στην Ευρώπη και νέους ανθρώπους με ικανότητες στη διαπολιτισμική και διαγλωσσική ερμηνεία.
Η απόφαση για το κλείσιμο έγινε με βάση το γεγονός ότι οι φοιτητές ήταν όλο και λιγότεροι σε συγκυρία με τις μεγάλες περικοπές στην εκπαίδευση από τη δανική κυβέρνηση. Αρχικά οι προθέσεις του πανεπιστημίου ήταν να συνεχιστούν οι νεοελληνικές σπουδές σε μικρότερη κλίμακα ενσωματωμένες σε ένα ευρύτερο πλαίσιο πολιτισμικών και περιφερειακών σπουδών. Με τις πολιτικές απαιτήσεις για όλο και περισσότερες περικοπές, που επέφεραν την κατάργηση της μοναδικής μόνιμης θέσης του αναπληρωτή καθηγητή στις νεοελληνικές σπουδές, αυτές οι προθέσεις ματαιώθηκαν.
Ανάγκη διαφήμισης
Ως διδάσκουσα, κατανοώ ότι ένα πρόγραμμα δεν μπορεί να συντηρηθεί με πολύ λίγους φοιτητές, ειδικά εάν οι φοιτητές δεν είναι πολύ φιλόδοξοι ή αποτελούνται κυρίως από συνταξιούχους. Ομως, κατανοώ και τον λόγο που φιλόδοξοι νέοι Δανοί διστάζουν να εγγραφούν σε μια εκπαίδευση με εξειδίκευση σε μια χώρα που έχει τόσο κακή φήμη στα διεθνή ΜΜΕ όπως η Ελλάδα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν καλές προοπτικές για αποφοίτους του προγράμματος Νεοελληνικών Σπουδών.
Αυτό που χρειαζόταν, αντί να κλείσει το πρόγραμμα, ήταν μια προσπάθεια να διαφημιστούν σωστά οι σπουδές, μια ευκαιρία που δεν μας δόθηκε, ειδικά επειδή το πρόγραμμα για πέντε ολόκληρα χρόνια δεν είχε μόνιμο ερευνητικό προσωπικό με ευθύνη της μακροχρόνιας επιβίωσής του. Υπό το φως του οριστικού κλεισίματος, μετανιώνω που δεν είχαμε αναλάβει πρωτοβουλία για μια τέτοια διαφημιστική στρατηγική.
Αλλά δεν το κάναμε γιατί η διοίκηση μας καθησύχαζε πάντα ότι η οικονομία του προγράμματος ήταν ισορροπημένη, κάτι που όντως ήταν λόγω των πολλών χρηματοδοτούμενων ερευνητικών προγραμμάτων από ερευνητικά ιδρύματα όπως η Carlsberg και το Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών. Τώρα, δυστυχώς, είναι αργά για μετάνοια. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε ελπίδα για συνέχεια των νεοελληνικών σπουδών στη Δανία έχει χαθεί.
Με παράδειγμα ερευνητικών και πολιτιστικών κέντρων ελληνικού πολιτισμού σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ, ξεκινάμε προσπάθειες για να ιδρυθεί ένα κέντρο ελληνικού πολιτισμού στη Δανία. Στόχος είναι το κέντρο να φιλοξενεί σεμινάρια, διαλέξεις, εκθέσεις και συναυλίες, ίσως και εκδόσεις, για το ευρύτερο κοινό προκειμένου οι πολίτες της Δανίας να γνωρίσουν καλύτερα Ελληνες καλλιτέχνες, στοχαστές και πολιτισμικά ρεύματα.
Σήμα κινδύνου
Μία πολύ σημαντική λειτουργία του κέντρου θα είναι να στεγάσει τη βιβλιοθήκη του προγράμματος Νεοελληνικών Σπουδών, που αποτελείται από περίπου 7.000 τόμους. Οι υπεύθυνοι της πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης όπου στεγάζονται σήμερα τα βιβλία μάς ειδοποίησαν πως τα 3/4 των βιβλίων θα καταστραφούν για οικονομία χώρου. Αυτά τα βιβλία δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στη Δανία και τα περισσότερα ούτε στις υπόλοιπες σκανδιναβικές χώρες και γι’ αυτό είναι απαραίτητο να σωθεί αυτή η μοναδική συλλογή ελληνικής λογοτεχνίας και λογοτεχνικών μελετών, τα εγχειρίδια Ιστορίας, τέχνης, εθνολογίας κ.ά.
Η πραγματοποίηση του σχεδίου αυτού απαιτεί μεγάλες χορηγήσεις από κοινωφελή ιδρύματα με σκοπό τη διατήρηση και τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού. Επίσης απαιτεί, εξαρχής τουλάχιστον, τη σύνδεση με κάποιον πανεπιστημιακό ή άλλο επίσημο φορέα που να εγγυάται τη σοβαρότητα της επιχείρησης. Μπορεί η Ελλάδα και η Δανία να απέχουν αρκετά χιλιόμετρα γεωγραφικά, αλλά υπάρχουν πολλά σημεία στην ιστορία των δύο χωρών όσο και στη σύγχρονη εποχή που τις ενώνουν.
Η μακροχρόνια παράδοση των στενών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών θα πρέπει εύκολα να πείσει τόσο επίσημους φορείς όσο και ιδρύματα για την απαραίτητη συνέχεια των νεοελληνικών σπουδών όπως και για τη στέγαση και τη συντήρηση της συλλογής ελληνικών βιβλίων στη Δανία.