Κίμπερλι Γκίλφοϊλ: Η Πρεσβεία των ΗΠΑ στην Ελλάδα έστειλε από τη Θεσσαλονίκη ένα σαφές μήνυμα: στην εποχή Τραμπ 2.0, η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζεται απλώς ως «σύμμαχος», αλλά ως κομβικό εργαλείο σε μια συνολική αμερικανική στρατηγική που συνδέει ενέργεια, γεωπολιτική ισχύ και Τεχνητή Νοημοσύνη.
Ρεπορτάζ: Γιώργος Θεοχάρης
Η πρέσβης Κίμπερλι Γκιλφόιλ, με δηλώσεις που ξεπερνούν την τυπική διπλωματική γλώσσα, περιέγραψε μια χώρα που καλείται να σηκώσει μεγαλύτερο βάρος απ’ όσο ίσως είχε συνειδητοποιήσει μέχρι σήμερα – και ταυτόχρονα να διεκδικήσει μεγαλύτερο μερίδιο από τα οφέλη.
Ενέργεια, LNG και ο ρόλος της Ελλάδας στον νέο αμερικανικό χάρτη
Η Γκιλφόιλ επανέλαβε τη θέση ότι «όποιος ελέγχει την ενέργεια, ελέγχει και την ισχύ» και κατέστησε σαφές πως ο σχεδιασμός του Ντόναλντ Τραμπ βλέπει την Ελλάδα ως βασικό κόμβο εισαγωγής, αποθήκευσης και διακίνησης φυσικού αερίου προς τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη. Στο επίκεντρο βρίσκονται υποδομές όπως ο FSRU Αλεξανδρούπολης, οι διασυνδέσεις με Βουλγαρία και Ρουμανία, αλλά και ο κάθετος ενεργειακός διάδρομος που ήδη συζητείται σε διεθνή φόρα, με τεχνική υποστήριξη από φορείς όπως ο ΔΕΣΦΑ.
Η πρέσβης μίλησε ανοιχτά για τη σύνδεση της ενεργειακής ασφάλειας με την πορεία του πολέμου στην Ουκρανία. Η συμφωνία για αμερικανικό LNG που θα φτάσει στην Ουκρανία μέσω ελληνικών λιμανιών και τερματικών δεν είναι απλώς εμπορικό project, αλλά πολιτικό εργαλείο: δίνει στο Κίεβο οξυγόνο για τον χειμώνα και διπλωματική ισχύ στις διαπραγματεύσεις. Για την Αθήνα, μεταφράζεται σε ρόλο «ενεργειακού μεσολαβητή» ανάμεσα στις ΗΠΑ, την ΕΕ και τα κράτη της περιοχής – ρόλος με ευκαιρίες, αλλά και κινδύνους αν η ένταση με τη Ρωσία κλιμακωθεί.
Βόρεια Ελλάδα: από πίσω αυλή σε «data – energy hub»
Η Γκιλφόιλ δεν έκρυψε ότι η Βόρεια Ελλάδα, με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη, αντιμετωπίζεται πλέον ως εργαστήριο ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης: υποδομές ενέργειας, ψηφιακές επενδύσεις, data centers, αλλά και projects Τεχνητής Νοημοσύνης. Η ίδια συνέδεσε ευθέως την ενέργεια με την ΤΝ, επισημαίνοντας ότι «όποιος ελέγχει την ενέργεια, θα ελέγχει και την ΤΝ» – άρα και τα μεγάλα υπολογιστικά κέντρα και τα οικοσυστήματα καινοτομίας που χτίζονται γύρω τους.
Σε αυτό το πλαίσιο, η συμμετοχή της Ελλάδας σε σχήματα συνεργασίας τύπου P-TEC και «3+1» (Ελλάδα–Κύπρος–Ισραήλ–ΗΠΑ) αποκτά βάθος: δεν αφορά μόνο αγωγούς και καλώδια, αλλά και την προσπάθεια της Ουάσιγκτον να δημιουργήσει ένα μπλοκ «φιλικών υποδομών» απέναντι σε ρωσική και κινεζική επιρροή, κάτι που φαίνεται και στις προτεραιότητες του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Η Θεσσαλονίκη, με λιμάνι, πανεπιστήμια και ισχυρή αμερικανική παρουσία, προβάλλεται πλέον ως «μαγνήτης» για εταιρείες τεχνολογίας και logistics.
Η αμερικανική ατζέντα και οι πραγματικές επενδύσεις
Πίσω από τα κολακευτικά λόγια για «τεράστιες ευκαιρίες στην Ελλάδα», υπάρχει πάντα το ερώτημα: πόσες από τις υποσχόμενες επενδύσεις θα υλοποιηθούν και με ποιους όρους; Η Γκιλφόιλ μίλησε για ισχυρή διάθεση αμερικανικών εταιρειών να επεκταθούν στην Ελλάδα, υπό την προϋπόθεση σταθερού φορολογικού πλαισίου, γρήγορης δικαιοσύνης και προβλεψιμότητας στο ρυθμιστικό περιβάλλον – δηλαδή στα σημεία που παραδοσιακά «πονάνε» οι ξένοι επενδυτές.
Οι πρόσφατες παρουσίες Αμερικανών αξιωματούχων σε φόρα ενέργειας στην Αθήνα και οι κινήσεις εταιρειών σε data, cloud και φαρμακοβιομηχανία, δείχνουν ότι το ενδιαφέρον είναι υπαρκτό. Όμως κανείς δεν κρύβει ότι η Ουάσιγκτον δεν επενδύει μόνο με οικονομικά κριτήρια: θέλει σταθερούς «παίκτες» σε καίρια σημεία του χάρτη, και η Ελλάδα βρίσκεται ακριβώς πάνω στη γραμμή Ανατολικής Μεσογείου – Μαύρης Θάλασσας. Η στρατηγική αυτή αποτυπώνεται συνολικά στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, όπως αποτυπώνεται και στον σχεδιασμό του U.S. Department of State.

Πόλεμοι, θρησκευτική ελευθερία και εικόνα της Αμερικής
Ιδιαίτερο βάρος έδωσε η Γκιλφόιλ στα μέτωπα Ουκρανίας και Γάζας, λέγοντας ότι «ο πόλεμος δεν μπορεί να γίνει φυσιολογικότητα» και αναδεικνύοντας τον ρόλο του Ντόναλντ Τραμπ ως «παράγοντα αποκλιμάκωσης». Σε μια περίοδο που η αμερικανική πολιτική σκηνή είναι βαθιά πολωμένη, τέτοιες δηλώσεις απευθύνονται όχι μόνο στο ελληνικό κοινό, αλλά και στο διεθνές ακροατήριο που παρακολουθεί αν και πώς η νέα κυβέρνηση Τραμπ θα αλλάξει γραμμή σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή.
Στη Θεσσαλονίκη, η πρέσβης φρόντισε να «κουμπώσει» και πάνω στην ευαισθησία της πόλης για το Ολοκαύτωμα, στέλνοντας μήνυμα ότι οι ΗΠΑ παρακολουθούν στενά την πορεία του Μουσείου Ολοκαυτώματος και της Πλατείας Ελευθερίας. Η θρησκευτική ελευθερία, η μνήμη του Ολοκαυτώματος και η προστασία των μειονοτήτων αποτελούν σταθερά σημεία της αμερικανικής διπλωματίας, κάτι που άλλωστε προβάλλεται συστηματικά και από το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας στο δικό του διπλωματικό αφήγημα.
Από τον Άγιο Δημήτριο στις αίθουσες διαπραγμάτευσης
Ιδιαίτερη σημειολογία είχε και η επίσκεψη της Γκιλφόιλ στον Άγιο Δημήτριο και η συνάντησή της με τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Φιλόθεο. Η πρέσβης, ως πρόσωπο με ισχυρή δημόσια εικόνα και προσωπική αναφορά στην πίστη, επιχείρησε να συνδέσει την αμερικανική ατζέντα για την προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας με το ποιμαντικό έργο της τοπικής Εκκλησίας. Παράλληλα, έστειλε μήνυμα ότι η διοίκηση Τραμπ δίνει βαρύτητα στη θρησκευτική ελευθερία και στην προστασία των θρησκευτικών κοινοτήτων, ζήτημα που αγγίζει άμεσα και την Ορθοδοξία, από την Κωνσταντινούπολη μέχρι τη Βόρεια Ελλάδα.
Οι κινήσεις αυτές δεν είναι τυχαίες: εντάσσονται στη διαχρονική προσπάθεια της Ουάσιγκτον να χτίσει «μαλακή ισχύ» σε κοινωνίες όπου η Εκκλησία παραμένει κομβικός θεσμός. Την ίδια ώρα, η αμερικανική πλευρά παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις γύρω από την ελευθερία θρησκείας και συνείδησης στην περιοχή, ζήτημα που συχνά αναδεικνύεται και μέσα από παρεμβάσεις της Πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ελλάδα.
«Μεγάλη ευκαιρία» ή νέα εξάρτηση για την Ελλάδα;
Για την Αθήνα, όλα τα παραπάνω συνιστούν ταυτόχρονα ευκαιρία και πρόκληση. Η ανάδειξη της χώρας σε ενεργειακό και τεχνολογικό κόμβο, με στήριξη από την Ουάσιγκτον και ευρωπαϊκά κονδύλια, μπορεί να φέρει θέσεις εργασίας, υποδομές και γεωπολιτικό βάρος. Όμως, όσο πιο βαθιά «κουμπώνει» η Ελλάδα στον αμερικανικό σχεδιασμό, τόσο περισσότερο εκτίθεται σε πιέσεις, αλλά και σε πιθανές στοχεύσεις ανταγωνιστικών δυνάμεων.
Η συζήτηση για το πώς θα διασφαλιστεί ότι η στρατηγική σχέση με τις ΗΠΑ θα λειτουργήσει προς όφελος της ελληνικής κοινωνίας –και όχι μόνο των μεγάλων εταιρειών ενέργειας και τεχνολογίας– παραμένει ανοικτή. Ρυθμιστικές αρχές, όπως η Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ), αλλά και η χάραξη πολιτικής από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και το Υπουργείο Εξωτερικών, θα κρίνουν αν η χώρα θα αξιοποιήσει τον ρόλο του «πυλώνα» ή αν θα εγκλωβιστεί σε μια νέα μορφή εξάρτησης.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι, μετά την επίσκεψη Γκιλφόιλ στη Θεσσαλονίκη, η αμερικανική πλευρά έδειξε ξεκάθαρα τις προθέσεις της. Το ερώτημα είναι πώς θα απαντήσει η Ελλάδα – και ποιος τελικά θα γράψει τον επόμενο χάρτη ενέργειας, επενδύσεων και Τεχνητής Νοημοσύνης στη νοτιοανατολική Ευρώπη.






