Γράφει ο Περικλής Νεάρχου
Πρέσβυς ε.τ.
Η Ελλάδα μπήκε στη Συνθήκη Σένγκεν, κινούμενη από τον στόχο να είναι στον κεντρικό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και ειδικότερα να καταστήσει τα ανατολικά της σύνορα με την Τουρκία Ευρωπαϊκά επίσης σύνορα.
Η Συνθήκη λειτούργησε ως τροχοπέδη για τον τουρισμό προς την Ελλάδα από τρίτες χώρες, ιδίως… από τη Ρωσική τουριστική αγορά. Δεν είναι τυχαίο ότι ο μεγάλος όγκος του Ρωσικού
τουρισμού κατευθύνθηκε προς την Τουρκία, παρά τους δεσμούς που υπάρχουν με την Ελλάδα. Η Τουρκία έσπευσε να καταργήσει τη βίζα με τη Ρωσία. Δεν το έκανε, άλλωστε, μόνο μ’ αυτήν. Κατάργησε τη βίζα και με χώρες της Αφρικής, της Ασίας και ειδικότερα της Βορείου Αφρικής και αυτό είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους λαθρομετανάστες από την περιοχή αυτή επιλέγουν την Τουρκία για να επιχειρήσουν από τις ακτές της την είσοδό τους στην Ευρώπη. Μεταβαίνουν στην Κωνσταντινούπολη με πτήσεις χαμηλού κόστους και από εκεί με λεωφορείο μέχρι τις ακτές του Αιγαίου.
Η διαδικασία Σένγκεν για την έγκριση βίζας σε πρόσωπα τρίτων χωρών ήταν στην αρχή πολύ περίπλοκη και δύσκολη και περνούσε υποχρεωτικά από τις Βρυξέλλες, εφόσον η είσοδος ενός ξένου υπηκόου σε μια χώρα του έδινε αυτομάτως πρόσβαση σε όλες τις χώρες-μέλη της Συνθήκης Σένγκεν. Υπό την πίεση της ανάγκης, η διαδικασία αυτή απλοποιήθηκε αρκετά με τη διάκριση μεταξύ εθνικής και Ευρωπαϊκής βίζας, ώστε να διευκολύνονται οι τουριστικές μετακινήσεις. Εισήχθη επίσης η ηλεκτρονική βίζα, η οποία βοήθησε να αντιμετωπισθούν πολλά προβλήματα. Δεν έπαψε όμως ποτέ να αποτελεί σοβαρό εμπόδιο στην ανάπτυξη του τουρισμού από τρίτες χώρες.
Η ελεύθερη διακίνηση στον χώρο Σένγκεν επέτρεψε επίσης την είσοδο στη χώρα μεγάλου αριθμού λαθρομεταναστών από χώρες κυρίως της Αφρικής και τη μόνιμη εγκατάστασή τους στην Ελλάδα. Ο κυριότερος όμως στόχος, για τον οποίο, όπως αναφέρθηκε, εισήλθε η Ελλάδα στη Συνθήκη αυτή, η ταύτιση δηλαδή των εθνικών της συνόρων με τα Ευρωπαϊκά, έμεινε δυστυχώς στα χαρτιά. Χειρότερα ακόμη, επιχειρείται σήμερα να χρησιμοποιηθεί ως όπλο εναντίον της. Η Τουρκική πλευρά αντέδρασε μεθοδευμένα από την αρχή σε οποιαδήποτε Ευρωπαϊκή ενέργεια που θα καθιστούσε πράξη την αναγνώριση ως Ευρωπαϊκών των Ελληνικών συνόρων. Χρησιμοποιεί, παγίως, ως πρόσχημα για τον σκοπό αυτό τον ισχυρισμό ότι δήθεν δεν είναι οριοθετημένα τα θαλάσσια σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Απορρίπτει ως βάση την αρχή της μέσης γραμμής, που προβλέπεται από το διεθνές δίκαιο. Η αλλεργία της Άγκυρας για το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο είναι γενικότερη, γιατί απορρίπτει και την ισχύουσα σήμερα Διεθνή Σύμβαση για το θαλάσσιο Δίκαιο του Montego Bax. Με βάση την τελευταία, η Ελλάδα έχει δικαίωμα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα σε 12 μιλιά και να οριοθετήσει την υφαλοκρηπίδα της και την ΑΟΖ, με βάση την αρχή ότι και όλα τα κατοικημένα νησιά έχουν δικαίωμα υφαλοκρηπίδος και ΑΟΖ.
Σε πρακτικό επίπεδο, η Άγκυρα αντετάχθη σε διάφορες αποστολές της Frontex, οι οποίες είχαν συμφωνηθεί και εγκριθεί από την Ελληνική πλευρά, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και της κοινής πολιτικής για τον έλεγχο των εξωτερικών συνόρων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Η Frontex, αντί να επιμείνει στις αποστολές της και να ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση να ασκήσει πιέσεις στην Τουρκία για να μην παρεμβάλλει εμπόδια στο έργο της, υπεχώρησε στις Τουρκικές αντιδράσεις και αιτιάσεις με το σκεπτικό ότι δεν είναι αυτή αρμόδια να πάρει θέση και να επιλύσει «διαφορές» μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας σε ό,τι αφορά τα θαλάσσια σύνορά τους στο Αιγαίο.
Αυτή ήταν η πρώτη ρωγμή στον ρόλο της Frontex στο Αιγαίο. Η συνέχεια δεν ήταν, δυστυχώς, καλύτερη. Ήρθε με τα αιτήματα από Ευρωπαϊκή πλευρά, με προεξάρχουσα τη Γερμανία, η Ελλάδα να «μοιρασθεί» τον ρόλο του ελέγχου των συνόρων της, που είναι και Ευρωπαϊκά σύνορα, με την Τουρκία, για να αντιμετωπισθούν οι ροές των προσφύγων και λαθρομεταναστών.
Φτάσαμε, με απλά λόγια, στην αντιστροφή του ρόλου της Συνθήκης Σένγκεν. Αντί να ενισχύει τα Ελληνικά σύνορα, με την Ευρωπαϊκή τους διάσταση, να χρησιμοποιείται ως Δούρειος Ίππος κατά της Ελλάδος. Η Ελληνική πλευρά δεν είναι άμοιρη ευθυνών γι’ αυτό. Πλειοδοτώντας στο θέμα των προσφύγων και λαθρομεταναστών θέτει σε κίνδυνο ζωτικά εθνικά της συμφέροντα. Η Συνθήκη Σένγκεν δεν πρέπει να είναι μπαμπούλας για την Ελληνική πλευρά. Η τελευταία όμως πρέπει κατεπειγόντως να επανεξετάσει την πολιτική της για τους πρόσφυγες και λαθρομετανάστες.