Η μη αναζήτηση από το προσωπικό υπολοίπου δανείου συνιστά επαύξηση μισθού υποκείμενη σε εισφορές υπέρ ΙΚΑ (ika.gr), λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν πρόκειται περί παροχών κοινωνικού χαρακτήρα (λόγω γάμου, γεννήσεως ή θανάτου) και γενικότερα περί παροχών μη υποκειμένων σε εισφορές.
Σύμφωνα με την απόφαση ΣτΕ 1818/2015, κατά την έννοια των διατάξεων του ΑΝ 1846/1951 και του κανονισμού ασφάλισης του ΙΚΑ, εξαιρουμένων εκτάκτων παροχών κοινωνικού χαρακτήρα (ήτοι δώρων λόγω γάμου του ασφαλισμένου ή των τέκνων του, γεννήσεως τέκνων του ασφαλισμένου και βοηθημάτων στην οικογένεια θανόντος ασφαλισμένου), ως αποδοχές επί των οποίων υπολογίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές θεωρούνται οι πάσης φύσεως χρηματικές ή σε είδος παροχές του εργοδότη προς το μισθωτό έστω και αν αυτές δεν δίδονται αμέσως ως αντάλλαγμα της προσφερόμενης εργασίας, αλλά χορηγούνται στο μισθωτό οικειοθελώς από τον εργοδότη και από ελευθεριότητα, πάντως εξ αφορμής της σχέσεως εργασίας που τους συνδέει (ΣτΕ 1945/1996).
Οπως γράφει το taxheaven.gr, η μη αναζήτηση από το προσωπικό υπολοίπου δανείου συνιστά επαύξηση μισθού υποκείμενη σε εισφορές υπέρ ΙΚΑ, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν πρόκειται περί παροχών κοινωνικού χαρακτήρα (λόγω γάμου, γεννήσεως ή θανάτου) και γενικότερα περί παροχών μη υποκειμένων σε εισφορές.
Το σκεπτικό της απόφασης σχετικά με την μη αναζήτηση Δανείου από το προσωπικό:
Επειδή, το άρθρο 25 του κυρωθέντος με το ν. 2113/1952 (Α’ 126) α.ν. 1846/1951 (Α1 179), όπως ίσχυε κατά το ένδικο οικονομικό έτος μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 του ν. 825/1978 (Α’ 189), ορίζει, στην παρ. 2, ότι “Αι δι’ εκάστην ημέραν εργασίας εισφοραί προς το ΙΚΑ υπολογίζονται επί του ημερησίου μισθού του ησφαλισμένου βάσει των εκάστοτε ισχυόντων ποσοστών εισφοράς. Εισφοραί δι εκάστην ημέραν εργασίας καταβάλλονται δια τας μέχρι του εκάστοτε ισχύοντος τεκμαρτού ημερομισθίου της εν παρ. 1 του άρθρου 37 του παρόντος ανωτάτης ασφαλιστικής κλάσεως αποδοχάς…” και στην παρ. 4, ότι “Ως ημερήσιος μισθός, εφ’ ου υπολογίζονται αι εισφοραί νοούνται αι πάσης φύσεως αποδοχαί τούτων εις χρήμα και εις είδος, των τελευταίων τούτων αποτιμωμένων εις χρήμα δι αποφάσεως του Δ.Σ. του Ι.Κ.Α. Ως αποδοχαί νοούνται αι πάσης φύσεως παροχαί του εργοδότου προς τον ησφαλισμένον, πλην ωρισμένων έκτακτων παροχών κοινωνικού χαρακτήρος ορισθησομένων δια Κανονισμού…”. Τέλος, στο άρθρο 17 παρ. 1 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ (AYE 55575/1965 Ι. 479/18.11/7.12.65 – Β’ 816), όπως τροποποιήθηκε με την AYE 38173/67- Β’ 399), ορίζεται ότι “Ως μισθός, επί του οποίου υπολογίζεται η εισφορά, λογίζεται ο εις χρήμα συμπεφωνημένος τοιούτος, προσαυξανόμενος:
α) Κατά τα τυχόν παρά του εργοδότου χορηγούμενα εις τον μισθωτόν ποσοστά ή άλλας προσθέτους χρηματικός αμοιβάς, πλην των κάτωθι εκτάκτων παροχών κοινωνικού χαρακτήρος: 1) Δια δώρα λόγω: α) γάμου του ησφαλισμένου ή των τέκνων του
β) γεννήσεως “τέκνων του ησφαλισμένου και 2) Δια βοήθημα εις οικογένειαν θανόντος ησφαλισμένου, β) κατά τυχόν παρά τρίτων καταβαλλόμενα κατά συνήθειαν χρηματικά ποσά (φιλοδωρήματα ή άλλης φύσεως αμοιβάς)…
γ) Κατά τας τυχόν εις είδος παροχάς (κατοικία, τροφή, θέρμανσις κ.λπ.), αποτιμωμένας ωσαύτως βάσει των ισχυόντων πινάκων. Εφ’ όσον πρόκειται περί βιομηχανικών επιχειρήσεων, αι παροχαί αύται εκτιμώνται κατά κρίσιν αγαθού ανδρός ως στοιχεία του μισθού”.
Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, εξαιρουμένων των ανωτέρω περιοριστικώς απαριθμουμένων εκτάκτων παροχών κοινωνικού χαρακτήρα (ήτοι δώρων λόγω γάμου του ασφαλισμένου ή των τέκνων του, γεννήσεως τέκνων του ασφαλισμένου και βοηθημάτων στην οικογένεια θανόντος ασφαλισμένου), ως αποδοχές επί των οποίων υπολογίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές θεωρούνται οι πάσης φύσεως χρηματικές ή σε είδος παροχές του εργοδότη προς το μισθωτό έστω και αν αυτές δεν δίδονται αμέσως ως αντάλλαγμα της προσφερόμενης εργασίας, αλλά χορηγούνται στο μισθωτό οικειοθελώς από τον εργοδότη και από ελευθεριότητα, πάντως εξ αφορμής της σχέσεως εργασίας που τους συνδέει (ΣτΕ 1945/1996).
Περαιτέρω, με το άρθρο 7 παρ. 3 του ν.δ. 4104/1960 (Α1 147), ορίζεται ότι “ο Οικονομικός Έφορος διά τον καθορισμόν των κερδών του υποκειμένου εις φόρον εισοδήματος φυσικού ή νομικού προσώπου δεν υποχρεούται να συνυπολογίση, ως πραγματοποιηθείσας δαπάνας εκ μισθών και ημερομισθίων, ποσά, εφ’ ων δεν κατεβλήθησαν αι υπέρ του Ι.Κ.Α. ή ετέρου ασφαλιστικού οργανισμού ασφαλιστικοί εισφοραί, εκτός εάν υπό της κειμένης νομοθεσίας προβλέπεται μερική ή ολική απαλλαγή από της υποχρεώσεως καταβολής εισφορών”. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η οποία αποβλέπει να εξασφαλίσει την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών υπέρ του Ι.Κ.Α. ή άλλου ασφαλιστικού οργανισμού, δεν επιτρέπεται να εκπέσουν από τα ακαθάριστα έσοδα αποδοχές του προσωπικού (μισθοί, ημερομίσθια κ.λπ.) για τις οποίες δεν καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές, έστω και αν η καταβολή των εν λόγω αποδοχών στο προσωπικό εκ μέρους της επιχειρήσεως αποδεικνύεται από τα τηρηθέντα κατά το νόμο στοιχεία, εκτός αν στη συγκεκριμένη ,κάθε φορά περίπτωση δεν υπάρχει κατά νόμο υποχρέωση καταβολής εισφορών (ΣτΕ 1945/1996).
[irp posts=”125080″ name=”ΕΦΚΑ: Μέχρι τέλος Απριλίου οι εισφορές αγροτών Μαρτίου”]
Επειδή, εν προκειμένω, η φορολογική αρχή δεν αναγνώρισε προς έκπτωση από το λογαριασμό «Χορηγήσεις στο Προσωπικό» ποσά ύψους 4.434.000 δρχ. που αφορά υπόλοιπο δανείων προς το προσωπικό που μεταφέρθηκε ως δαπάνη στον παραπάνω λογαριασμό από τη χρήση 1983 και 119.600 δρχ. από το λογαριασμό «Λοιπές Δαπάνες», με την αιτιολογία ότι τα ποσά αυτά προσαυξάνουν τις αποδοχές των υπαλλήλων και έπρεπε να υποβληθούν σε ασφαλιστικές εισφορές. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έκρινε ότι ορθώς δεν αναγνωρίσθηκαν προς έκπτωση από την φορολογική αρχή και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο τα πιο πάνω κονδύλια, με την αιτιολογία ότι αυτά συνιστούν επαύξηση του μισθού του προσωπικού της εταιρείας, υποκείμενη, μαζί με τις λοιπές τακτικές αποδοχές του, σε εισφορές υπέρ του Ι.Κ.Α., δοθέντος ότι δεν πρόκειται για παροχές κοινωνικού χαρακτήρα και γενικότερα για παροχές μη υποκείμενες σε εισφορές και συνεπώς, η μη καταβολή τους συνεπάγεται τη μη έκπτωση της σχετικής δαπάνης από τα ακαθάριστα έσοδα της εταιρείας.
Με την κρινόμενη αίτηση η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα κατά το μέρος που αφορά τα ένδικα κονδύλια ύψους 4.434.000 και 119.600 δρχ. από τους ως άνω λογαριασμούς, διότι δεν απάντησε στον προβληθέντα με το δικόγραφο της εφέσεως ισχυρισμό ότι η άφεση χρέους δεν συνιστά εισόδημα και κατά συνέπεια ούτε αποδοχές υποκείμενες σε ασφαλιστικές εισφορές. Ο λόγος είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι το δικάσαν δικαστήριο επιληφθέν επί του ανωτέρω λόγου εφέσεως έκρινε ότι τα εν λόγω κονδύλια συνιστούν επαύξηση μισθού. Αν θεωρηθεί ότι με το λόγο αυτό πλήττεται η ορθότητα της ανωτέρω κρίσης, ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, διότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατέληξε στην κρίση ότι η μη αναζήτηση από το προσωπικό υπολοίπου δανείου συνιστά επαύξηση μισθού υποκείμενη σε εισφορές υπέρ ΙΚΑ, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν πρόκειται περί παροχών κοινωνικού χαρακτήρα (λόγω γάμου, γεννήσεως ή θανάτου) και γενικότερα περί παροχών μη υποκειμένων σε εισφορές, η κρίση δε αυτή δεν πλήσσεται ειδικώς.