Βορίδης: Τον κυβερνητικό χάρτη της τετραετίας που μόλις ξεκίνησε, με όλους τους επιμέρους στόχους, στην οικονομία και όχι μόνον, ξεδίπλωσε ο υπουργός Επικρατείας Μάκης Βορίδης, σε συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό “Action24”.
«Η κυβέρνηση έχει αρχίσει ήδη και δουλεύει. Ο πρωθυπουργός, αμέσως μετά την εκλογή, κάνει επισκέψεις στα Υπουργεία προκειμένου να συντονιστεί με τους νέους υπουργούς, που έχουν, όμως, ήδη λάβει ένα εντυπωσιακά πλούσιο σχέδιο δράσης. Αυτό έχει μια συγκεκριμένη στρατηγική στόχευση ανάλογα με το Υπουργείο», ανέφερε αρχικά, και πρόσθεσε: «Οι στόχοι μας είναι διακηρυγμένοι: είναι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, η μεγέθυνση του εισοδήματος, η αύξηση των μισθών για τους εργαζομένους και οι περαιτέρω φορολογικές ελαφρύνσεις». Παράλληλα δε, με την ικανοποίηση άλλων στόχων, όπως είναι η βελτίωση του επιπέδου της παρεχόμενης δημόσιας υγείας, συμπλήρωσε.
‘Αλλωστε, συνέχισε, «όλα όσα επιτεύχθηκαν την πρώτη τετραετία, όχι μόνο πρέπει να διαφυλαχθούν αλλά πρέπει να εξελιχθούν περαιτέρω. Εδώ, μπορεί κανείς να αναφερθεί και στην περιοριστική μεταναστευτική πολιτική, στον τρόπο χειρισμού των θεμάτων δημόσιας τάξης και ασφάλειας, στα ζητήματα της προστασίας της εθνικής κυριαρχίας και της ενίσχυσης της αποτρεπτικής δυνατότητας της χώρας. Όλα αυτά αποτελούν πυλώνες της δράσης των Υπουργείων».
Δεν υπάρχει κυβερνητική μονοκρατορία
Όμως, ο Μ. Βορίδης είχε να κάνει και μία επισήμανση για την νέα σύνθεση της Βουλής: «Θα ακούγονται πολλαπλές κριτικές φωνές στο έργο της κυβέρνησης και αυτό, σε αντίθεση με αυτό που ακούγεται, δεν δημιουργεί μια μονοκρατορία της κυβέρνησης. Αντιθέτως, δημιουργεί την υποχρέωση οι κυβερνητικές δράσεις να απαντούν σε πολύ περισσότερες ευαισθησίες, οι οποίες θα ακούγονται μέσα στη Βουλή. Ορισμένες, προφανώς, θα απορρίπτονται». Και, ευκαιρίας δοθείσης, «εγώ περιμένω να δω τι είδους αντιπολίτευση θα ασκηθεί. Θα είναι μια εποικοδομητική αντιπολίτευση; Θα είναι μια αντιπολίτευση με προτάσεις;», διερωτήθηκε επίσης.
Στην ερώτηση εάν η κυβέρνηση σχεδιάζει αλλαγή του εκλογικού νόμου με θέσπιση υψηλότερου πλαφόν, απάντησε πως «επί του παρόντος δεν εξετάζεται κάποια αλλαγή του εκλογικού νόμου». Εξ άλλου, προσέθεσε, «δεν θα συνέδεα την οποιαδήποτε τροποποίηση του εκλογικού νόμου με κάποιο συγκεκριμένο κόμμα. Αυτές οι συζητήσεις πρέπει να έχουν έναν πιο βαθύ και θεσμικό χαρακτήρα λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, στο βαθμό που αυτό επηρεάζεται από το εκλογικό σύστημα».
Στα των «Σπαρτιατών» και του Ηλία Κασιδιάρη, επανέλαβε ότι «ποτέ η στόχευση της διάταξης δεν ήταν να αποκλείσει κόμματα – ανεξαρτήτως του πόσο απεχθές μπορεί να είναι το ιδεολογικό τους περιεχόμενο». Και, κατά την προσέγγισή του, «με τα δεδομένα που είχε υπόψη του ο ‘Αρειος Πάγος εκείνη τη στιγμή, σωστά έκρινε».
Κληθείς, επιπλέον, να σχολιάσει τα νέα δεδομένα, τη δήλωση, φερ’ ειπείν, που έκανε το βράδυ των εκλογών ο επικεφαλής των «Σπαρτιατών», παρατήρησε ότι «εντός 15 ημερών από την ανακήρυξη των συνδυασμών, ο κάθε πολίτης έχει δικαίωμα να υποβάλει ένσταση για το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, που θα κριθεί από το ανώτατο ειδικό δικαστήριο». Όσον αφορά, ειδικότερα, τη στάση των κομμάτων, είπε ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ δήλωσε ήδη ότι δεν θα κάνει (σ.σ. ένσταση), εμείς είμαστε σε μια φάση που αξιολογούμε και παρακολουθούμε δεδομένα. Η προθεσμία τρέχει, εντός αυτής θα διαμορφώσουμε την άποψή μας ως προς αυτό».
Ο κ. Τσίπρας έκανε πάρα πολύ κακό στη χώρα
Αλλάζοντας θέμα, σε αυτό των εξελίξεων στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, και διαπιστώνοντας την προσπάθεια, όπως είπε, «αγιοποίησης του κ. Τσίπρα» από μερίδα των μέσων μαζικής ενημέρωσης, ο Μ. Βορίδης επέμεινε ότι αυτό που «εμφανίζουν ως σπουδαία και ηρωική στάση (σ.σ. την αποχώρησή του από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή) είναι μια στάση που παραμένει πολιτικά υπολογιστική, δεν έχει τίποτε το ηρωικό. Αν παρέμενε, τον Οκτώβριο θα έπρεπε να υποστεί τη συντριπτική ήττα, που θα υποστεί ο ΣΥΡΙΖΑ στις περιφερειακές εκλογές. Επομένως, να συνεχίσει να ηττάται. Εάν επέμενε να παραμείνει και μετά από αυτή την ήττα, θα έπρεπε να προχωρήσει προς τις ευρωεκλογές, όπου το αποτέλεσμα μπορεί να είναι εξαιρετικά αρνητικό για αυτόν». Συμπερασματικά, είναι «ένας περίπου αυτονόητος πολιτικός χειρισμός».
Αναφερόμενος στον Αλέξη Τσίπρα εξήγησε ότι «αποτελεί πολιτικό μου αντίπαλο. Θεωρώ ότι είναι ένας από τους ανθρώπους, οι οποίοι έκαναν πάρα πολύ κακό στη χώρα. Θεωρώ ότι η αποτίμηση της Ιστορίας για τον κ. Τσίπρα θα είναι εξαιρετικά αρνητική». Από την άλλη, το …θετικό του κ. Τσίπρα είναι ότι έφερε την Αριστερά στην εξουσία», γεγονός που συνέβαλε στην κατάρρευση της μυθοπλασίας της Αριστεράς, ότι έχει τη μαγική λύση στην τσέπη της. Και, συγχρόνως, «προσγείωσε την ελληνική κοινωνία στην πραγματικότητα του διεθνούς περιβάλλοντος και ανταγωνισμού, της αποτελεσματικότητας, των μεταρρυθμίσεων, της αποτελεσματικής λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, της τήρησης της δημοσιονομικής πειθαρχίας ως βασικής προϋπόθεσης για να έχεις υγιή οικονομικά και να μπορείς να προχωράς». Επιπροσθέτως, «το θετικό για τον κ. Τσίπρα είναι ότι συνετέλεσε με την κυβέρνησή του στην κατάρρευση της ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς. Το κατάφερε».
Διευκρίνισε, πάντως, ότι δεν πιστεύει ότι «στις ιδεολογικές, αξιακές, ηθικές μάχες υπάρχει ένα χρονικό σημείο, στο οποίο μπαίνει τελεία. Είναι μάχες διαρκείς και, επομένως, πρέπει κανείς να διατηρεί την εγρήγορσή του. Σε σχέση με το ιδεολογικό – πολιτικό περιβάλλον που υπήρχε 15 χρόνια πριν, το σημερινό είναι τελείως διαφορετικό». Επ’ αυτού δε, έφερε το παράδειγμα της μείωσης της φορολογίας επιχειρήσεων, το οποίο, τότε, θα δεχόταν πυρά πανταχόθεν. Σήμερα, αντιθέτως, «έρχεται η ίδια η κοινωνία και λέει ότι είναι πολύ σωστή πολιτική». Η κοινωνία ζητά, μάλιστα, περαιτέρω μείωση της φορολογίας, τηρώντας, πάντοτε, τη δημοσιονομική πειθαρχία, σημείωσε ο κ. Βορίδης. «Στην κατάρρευση του αφηγήματος της Αριστεράς συνέβαλε πολύ ο Αλέξης Τσίπρας, του χρωστάμε πολλά για αυτό», τόνισε.
Ελληνοτουρκικά
Η συνέντευξη έκλεισε με τα ελληνοτουρκικά και τη συνάντηση που θα έχουν οι δύο πλευρές στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους (11-12 Ιουλίου). Εδώ, ο υπουργός επικαλέστηκε την πάγια ατζέντα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. «Τίποτε άλλο δεν μπορεί να μπει σε αυτό το τραπέζι […] τίποτε δεν έχει προστεθεί, τίποτε δεν έχει αφαιρεθεί».
Όσον αφορά τη στάση της ‘Αγκυρας, από τη μια «δεν έχουμε τώρα τη ρητορική οξύτητα που είχαμε τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια», από την άλλη, όμως, «εξακολουθεί να παράγει έναν αντιπαραθετικό λόγο. Το σημαντικό είναι να δουν η Τουρκία και ο Ερντογάν πώς βλέπουν τον εαυτό τους από εδώ και πέρα, σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, με το ΝΑΤΟ, με τις Ηνωμένες Πολιτείες, σε σχέση με το δυτικό κόσμο. Αυτή είναι η απόφαση που πρέπει να πάρει η Τουρκία». Και με αφορμή σχετική δήλωση του Τούρκου Προέδρου την Δευτέρα, ο υπουργός Επικρατείας διερωτήθηκε: «Θέλει να βλέπει τον εαυτό του ως μία περιφερειακή δύναμη; Σαν τον αρχηγό των απανταχού μουσουλμάνων;».
Κλείνοντας, επικαλέστηκε αυτό που κατ΄ επανάληψη έχει πει ο πρωθυπουργός, ότι, δηλαδή, «μπορούν να υπάρχουν ζητήματα διαφωνίας, αλλά θα μπορούσε να προωθηθεί η θετική ατζέντα στην κατεύθυνση της οικοδόμησης μιας καλύτερης σχέσης και μιας σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ των χωρών». Σε κάθε περίπτωση, κατέληξε ο κ. Βορίδης, «υπάρχουν και ζητήματα που όχι απλώς δεν έχουν λυθεί, αλλά είναι παγωμένα ή και πηγαίνουν άσχημα».
Ν. Παπ.