Με άρθρο της στα «Νέα» η Μαρέβα Γκραμπόφσκι – Μητσοτάκη αναφέρεται στην Παγκόσμια Ημέρα κατά της βίας ενάντια των γυναικών.
«Να φοβίσουμε τον φόβο, με φωνή στη σιωπή», γράφει η σύζυγος του πρωθυπουργού.
Ολόκληρο το άρθρο της Μαρέβας Μητσοτάκη:
«Κάθε χρόνο, η 25η Νοεμβρίου αφιερώνεται στην εξάλειψη της βίας εναντίον των γυναικών. Ωστόσο δεν πρόκειται για γιορτή. Αλλά για ντροπή. Γιατί ο συμβολισμός αυτής της ημέρας αφορά μια κατάρα που συνοδεύει την ανθρωπότητα επί αιώνες, χωρίς να γνωρίζει σύνορα, λαούς ή ταξικούς διαχωρισμούς. Καθώς, μάλιστα, η οικογένεια εδραιώνεται ως βασικός πυρήνας της κοινωνικής ζωής, η έμφυλη βία μετατρέπεται, όλο και πιο συχνά, σε ενδοοικογενειακή.
Και τότε τα θύματά της πολλαπλασιάζονται, αφού δίπλα στις γυναίκες απλώνεται και στα παιδιά. Πρόκειται για πρόβλημα που εκδηλώνεται με πολλές μορφές: σωματική, λεκτική, σεξουαλική, ψυχολογική ή ακόμη και οικονομική. Έναν σκοπό, όμως, έχει πάντοτε: την ισοπέδωση του άλλου φύλου ως αυτόνομης προσωπικότητας. Ένα αίσθημα προκαλεί σταθερά: τον φόβο. Και ένα στοιχείο τη συνοδεύει συνήθως: η σιωπή.
Αποτελεί, με άλλα λόγια, ένα σαράκι που αναπτύσσεται ύπουλα στο σώμα κάθε κοινωνίας, έστω και των πιο ανεπτυγμένων. Γιατί, εκκινώντας από την αρχαϊκή αντίληψη για την επιβολή του ισχυροτέρου, αρδεύεται, μέσα στον χρόνο, από τις οικονομικές ανισότητες ή τις πολιτισμικές διαφορές. Αντλεί, επίσης, αφορμές από προσωπικές αντιφάσεις. Και γιγαντώνεται από παράλληλες δυσκολίες, όπως η περιθωριοποίηση. Ή από παράγωγες συνέπειες, όπως ο αλκοολισμός.
Να γιατί η ενδοοικογενειακή βία απασχολεί κράτη φτωχά, αλλά πληγώνει και το υπογάστριο χωρών που ευημερούν. Ενώ εκφράζεται ακόμη και σε κοινότητες που αγωνίζονται για την ίδια τους τη ζωή. Τα μεταναστευτικά κύματα, για παράδειγμα, έδειξαν ότι υπάρχουν γυναίκες που υφίστανται βία από συζύγους ή συντρόφους την ίδια ώρα που παλεύουν να ξεφύγουν από τον πόλεμο και την καταπίεση στον τόπο τους. Ο λόγος, λοιπόν, για μια μάστιγα όχι του «τρίτου» ή του «πρώτου» κόσμου. Αλλά για μια μάστιγα του «κόσμου μας» – και μάλιστα στον 21ο αιώνα.
Η πανδημία του κορωνοϊού βάζει, δυστυχώς, και εδώ την αρνητική σφραγίδα της, καθώς οι αναγκαστικοί περιορισμοί λειτούργησαν ως θερμοκήπιο για την ένταση του προβλήματος. Παντού ο περιορισμός των μετακινήσεων, η ανασφάλεια, το άγχος και η απομόνωση αύξησαν τα περιστατικά βίας. Ετσι, δεν είναι τυχαίο ότι και στην Ελλάδα, στο πρώτο «απαγορευτικό», και μόνο τον Απρίλιο, έγιναν 1.070 καταγγελίες. Αριθμός τετραπλάσιος του Μαρτίου και επικεντρωμένος σε έγγαμες γυναίκες με παιδιά και κοντά στην ηλικία των 40 ετών. Είναι νομίζω ένα σήμα κινδύνου, ώστε το θέμα να γίνει προτεραιότητα για πολιτεία και πολίτες.
Στις τραγικές αυτές περιπτώσεις, ο θύτης δεν ενδιαφέρεται ούτε για την καταγωγή του θύματος, ούτε για τη μόρφωση ή το οικονομικό του υπόβαθρο. Σκοπός του είναι να διαλύσει την προσωπικότητα της γυναίκας. Να καταστείλει κάθε κομμάτι της δημιουργικότητάς της. Και να την καταστήσει υποχείριό του. Καθώς, μάλιστα, πολλές φορές κρύβει και ο ίδιος ένα παρελθόν προβληματικό, το αναπαράγει και το προβάλλει στο άλλο φύλο και στα παιδιά του. Και ας φαίνεται, κατά τα άλλα, ο καθημερινός γείτονας της διπλανής πόρτας…
Οι συνέπειες για μια σύγχρονη χώρα είναι προφανείς: η οικονομία στερείται την πολύτιμη προσφορά ενός παραγωγικού μέρους του πληθυσμού. Η κοινωνία χάνει τη συνοχή της, καθώς διαλύονται τα οικογενειακά κύτταρά της. Ο πολιτισμός της καθημερινότητας υποχωρεί δίνοντας τη θέση του σε περιθωριακές συμπεριφορές. Ενώ πληθαίνουν τα τραύματα στις επόμενες γενεές. Κυρίως, όμως, διαιωνίζεται η ανισότητα μεταξύ των πολιτών, που ναρκοθετεί κάθε πρόοδο και σε κάθε επίπεδο.
Η καταπολέμηση της βίας που ασκείται εναντίον των γυναικών, μέσα και έξω από την οικογένεια, οφείλει, συνεπώς να αποτελεί μόνιμο βραχίονα της κοινωνικής πολιτικής του κράτους. Με εκπαίδευση και μέτρα πρόληψης. Αλλά, ταυτόχρονα, με φροντίδα των θυμάτων και τιμωρία των ενόχων.
Κάτι που επιχειρεί, σήμερα, η κυβέρνηση με τις πολύπλευρες δράσεις της Γενικής Γραμματείας Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων.
Στο πλαίσιο αυτό, η Γραμμή SOS 15900 λειτουργεί όλο το 24ωρο, προσφέροντας βοήθεια και πληροφορίες σε γυναίκες που έχουν ανάγκη. Σαράντα δυο Κέντρα σε όλη την επικράτεια τους παρέχουν ενημέρωση, κοινωνική, ψυχολογική και νομική υποστήριξη. Και 20 Ξενώνες Φιλοξενίας γίνονται τα ασφαλή καταφύγιά τους. Εκεί, οι μητέρες βρίσκουν στέγη με τα παιδιά τους. Οπως και τα κακοποιημένα κορίτσια εφοδιάζονται με όλα τα απαραίτητα μέχρι την ώρα που θα ορθοποδήσουν για να συνεχίσουν τη ζωή τους.
Παράλληλα, το Πρόγραμμα Survivor απλώνει την κρατική πρόνοια και σε όσες γυναίκες έφτασαν στην πατρίδα μας ως πρόσφυγες ή μετανάστες, υπομένοντας ένα διπλό, δυσβάστακτο βάρος: του μαζικού ξεριζωμού αλλά και του προσωπικού τους δράματος. Ενώ 73 υπηρεσίες της ΕΛ.ΑΣ. συγκροτήθηκαν και εκπαιδεύτηκαν με αποκλειστικό προσανατολισμό την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της οικογένειας. Πρόκειται, πράγματι, για πολλά και σημαντικά βήματα. Τα οποία, όμως, δεν θα είναι ποτέ αρκετά όταν συγκρίνονται με τις ανάγκες.
Καμία αντικοινωνική συμπεριφορά, ωστόσο, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς παρούσα την ίδια την κοινωνία. Θέση μάχης, λοιπόν, σε αυτόν τον ασύμμετρο πόλεμο πρέπει να πάρει κι ο κάθε πολίτης ξεχωριστά: στο πέπλο σιωπής γύρω από περιστατικά βίας να απαντήσει με την άμεση καταγγελία του. Στην αδιαφορία να ανατάξει την αλληλεγγύη. Και στην αναπαραγωγή του λάθους να αντισταθεί με το σωστό παράδειγμα προς τα παιδιά και το περιβάλλον του.
Για να το διατυπώσω διαφορετικά, είναι καιρός η δράση του κακού να προκαλέσει την αντίδραση του καλού. Σπάζοντας την ένοχη σιγή με την ελεύθερη φωνή μας. Και φοβίζοντας τον φόβο με την ισχύ του δικαίου. Γιατί η βία κατά των γυναικών και των παιδιών είναι, τελικά, βία εναντίον όλων. Και καμιά κοινωνία δεν βάδισε ποτέ μπροστά όταν οι ανθρώπινες σχέσεις πήγαν προς τα πίσω. Κάθε αφαίρεση δικαιωμάτων σημαίνει πρόσθεση προβλημάτων. Συνεπώς, τώρα είναι η ώρα. Και η λύση βρίσκεται στα χέρια της καθεμιάς και του καθενός από εμάς».