Μακρίδης: «Σπάσε το αυγό σου», «βρες το δάσος σου», «ζήσε με άλλα πουλιά», «βρες φτερά», είναι ορισμένα από τα «εννέα βήματα» που περιλαμβάνουν οι κινηματογραφικοί «Όρνιθες (ή πώς να γίνεις πουλί)» …
του Μπάμπη Μακρίδη: Η πρώτη ελληνική ταινία που θα κάνει την πρεμιέρα της online, σήμερα (12 Απριλίου), στο ψηφιακό κανάλι του Ιδρύματος Ωνάση και θα είναι διαθέσιμη έως τις 15/4.
Πρόκειται για ένα υβριδικό φιλμ στα όρια του ντοκιμαντέρ, της μυθοπλασίας και της πολιτικής φαντασίας, που ξεκίνησε από την ιδέα ενός διαφορετικού making of της πολυταξιδεμένης παράστασης του Νίκου Καραθάνου, «Όρνιθες», για να εξελιχθεί σε κάτι αυθύπαρκτο και πολύ προσωπικό για τον βραβευμένο δημιουργό του «L» και του «Οίκτου». Ένα φιλμ-εγχειρίδιο φυγής, μια ταινία για την παρατήρηση των πουλιών, όπου τα πουλιά είναι στην πραγματικότητα άνθρωποι.
«Αν έπρεπε να περιγράψω την ταινία με μία λέξη, θα έλεγα ότι είναι ένας συνειρμός» αναφέρει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Μπάμπης Μακρίδης. Δεν υπήρχε σενάριο, η ταινία έχει αλληγορικό, συνειρμικό χαρακτήρα. Μία λέξη έφερνε μία άλλη ιδέα, ένα πλάνο έδινε ένα άλλο. Η ταινία ουσιαστικά δεν έχει να κάνει με τα πουλιά, αλλά με τον άνθρωπο. Περιγράφει τη ζωή του: πώς γεννιέται, πώς γίνεται μέρος ενός συνόλου, πώς επιβιώνει και πώς πεθαίνει στο τέλος. Μιλάει περισσότερο για το εσωτερικό ταξίδι του ανθρώπου προς την ελευθερία. Όχι για το πως θα πετάξουμε στα σύννεφα, αλλά για το πως θα γειωθούμε για να μπορέσουμε να απελευθερωθούμε εσωτερικά».
Λίγους μήνες μόλις μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ του Ρότερνταμ – και ενώ η ελληνική της πρώτη ήταν να γίνει στο διαγωνιστικό Film Forward του 22ου φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, η νέα ταινία του Μπάμπη Μακρίδη ετοιμάζεται να συναντήσει το κοινό διαδικτυακά, σε μία οξύμωρη συγκυρία: ένα έργο για την ελευθερία, θα το δούμε μέσα στη συνθήκη του απόλυτου εγκλεισμού.
«Η ιδέα να προβληθεί τώρα η ταινία αποφασίστηκε κάπως ταυτόχρονα απ’ όλους μας. Με τη Στέγη και την παραγωγό μου Αμάντα Λιβανού, είπαμε να το τολμήσουμε. Και το σκεφτήκαμε γιατί η ταινία – που εμπνέεται από τις ιδέες του αριστοφανικού έργου, την ιδέα της ουτοπίας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας – μοιάζει επίκαιρη κατά κάποιον τρόπο. Αυτή τη στιγμή έχουμε μπει όλοι στα σπίτια μας, πρώτη φορά για τόσο καιρό, και είμαστε σαν τα πουλιά στα κλουβιά. Τα τείχη που χτίζουν στο έργο του Αριστοφάνη τα πουλιά και οι άνθρωποι, τώρα είναι γύρω μας. Τα σπίτια μας έχουν γίνει τείχη, τα σύνορα που κλείνουν έχουν γίνει τείχη. Τα πράγματα άλλαξαν τόσο ξαφνικά. Αρχίζουμε να σκεφτόμαστε πράγματα που δεν σκεφτόμασταν ποτέ, η φύση έξω έχει αρχίσει να οργιάζει. Γίνεται, νομίζω, ένα restart στις ζωές μας, στο περιβάλλον και στις ψυχές των ανθρώπων, κατά κάποιον τρόπο…
Σίγουρα δεν θα είναι εύκολο. Εμένα μου φαντάζει το ‘πριν’ περίεργο τώρα, που βρισκόμασταν έξω, χαιρετιόμασταν και αγκαλιαζόμασταν. Μου φαίνεται μακρινό, ενώ δεν είναι ούτε ενάμισης μήνας και νιώθω πως έχει ήδη γραφτεί στο dna μας κάπως. Αυτό που ζούμε είναι σαν τα βιβλία επιστημονικής φαντασίας που διαβάζαμε μικροί, σαν μια ταινία καταστροφής, μόνο που πρωταγωνιστές είμαστε εμείς».
Η ταινία εμπνέεται από τον αρχετυπικό μύθο του Αριστοφάνη και των «Ορνίθων», την παράσταση του Νίκου Καραθάνου και τους συντελεστές της, κινηματογραφώντας τους εκτός σκηνής, σε πραγματικούς χώρους και φυσικά τοπία – από τα λιβάδια ηφαιστειακής λάβας στην Ισλανδία έως τα υψίπεδα της Παταγονίας και από την Times Square της Νέας Υόρκης έως τις πυραμίδες της Αιγύπτου. Τα πάντα συμβαίνουν σε ένα σύμπαν ρευστής «καθημερινότητας», ανάμεσα σε ανθρώπους του θεάτρου, ορνιθολόγους και θυμόσοφους ερημίτες, που όλοι τους, ονειρεύονται πως πετούν.
«Ενώ η ταινία ξεκίνησε ως παραγγελία να γυρίσουμε τη διαδικασία του στησίματος της παράστασης στο ταξίδι της στην Αμερική, πρότεινα στη Στέγη να μην κάνουμε ένα τυπικό making of, και μου έδωσαν πλήρη ελευθερία να ακολουθήσω αυτό που είχα στο μυαλό μου. Αυτή ήταν και η διάθεση του Νίκου Καραθάνου, που από την πρώτη στιγμή μου έλεγε ‘πάμε να κάνουμε κάτι άλλο, δεν πρέπει να φοβηθούμε’. Και νομίζω ότι η ταινία είναι κάτι άλλο τελικά. Πρεσβεύει τις ιδέες του αριστοφανικού έργου, δανείζεται την ποιότητα της παράστασης, αλλά όχι στο φυσικό της χώρο – στη σκηνή, ‘βγαίνει’ έξω, έχει ένα τύπου ρεαλισμό. Χρησιμοποίησα ως βάση το κείμενο του Αριστοφάνη και πολλές από τις έννοιες που υπάρχουν σε αυτό, όπως η πτήση και η πτώση, ακολούθησα τον θίασο στην παράσταση και τις πρόβες. Το σενάριο φτιάχτηκε ουσιαστικά στο μοντάζ, οπού είχαμε στα χέρια μας χιλιάδες ώρες υλικού. Μάλιστα, επειδή τότε ταξίδευα πολύ και με τον ‘Οίκτο’, είχα μια κάμερα μαζί μου και σε όποια χώρα πήγαινα, τραβούσα πράγματα τα οποία νόμιζα ότι μπορούν να ενσωματωθούν στην ταινία».
Αν και η ταινία έχει φτιαχτεί για σκοτεινή αίθουσα, θα κάνει την πανελλήνια πρεμιέρα της διαδικτυακά. «Ίσως για ένα μεγάλο διάστημα από τώρα, αυτό να είναι το μέλλον της προβολής των ταινιών. Τα πράγματα άλλωστε έμοιαζαν να προετοιμάζονται καιρό. Το δίκτυο κατακλύζεται από ταινίες εδώ και χρόνια. Είναι σαν οι πλατφόρμες streaming να έφεραν μια προφητεία. Τα μέσα αλλάζουν, και ίσως πρέπει να προσαρμοστούμε σε αυτό. Ευτυχώς προλάβαμε και ζήσαμε τρεις κανονικές προβολές στο Φεστιβάλ του Ρότερνταμ. Σίγουρα, είναι μια διαφορετική αίσθηση το μικρό monitor ή μια μεγάλη τηλεόραση. Ελπίζω η ταινία μας που έχει πολλές πτήσεις, να καταφέρει να ταξιδέψει τους θεατές μέσα από το σαλόνι τους».
Νάντια Μπακοπούλου