Η δημιουργία των απαιτούμενων προϋποθέσεων ώστε η Αθήνα να «αναπνεύσει» έχει συζητηθεί αρκετές φορές στον «πρωινό καφέ» του Μεγάρου Μαξίμου, με τον κ. Μητσοτάκη να σημειώνει απευθυνόμενος στους στενούς του συνεργάτες ότι «είναι απαράδεκτο λίγες εκατοντάδες άτομα να ταλαιπωρούν μια ολόκληρη πόλη».
Σύμφωνα με πληροφορίες, προσανατολισμός της κυβέρνησης είναι να εξετάσει διάφορα εναλλακτικά μοντέλα διαχείρισης του προβλήματος ανάλογα με τον όγκο των διαδηλώσεων. Για παράδειγμα, όπως αναφέρεται, σε μικρές πορείες είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται μια λωρίδα κυκλοφορίας ώστε να μην κλείνουν ολόκληροι κεντρικοί δρόμοι, όπως παραδοσιακά συμβαίνει μέχρι τώρα. Οι ακόμη μικρότερες πορείες, προστίθεται, μπορούν να πραγματοποιούνται στο πεζοδρόμιο, ώστε η κυκλοφορία των οχημάτων να συνεχίζεται απρόσκοπτα.
Επίσης, εναλλακτικά μοντέλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για μεγαλύτερες σε όγκο διαδηλώσεις. Ειδικότερα, μπορεί να είναι συγκεκριμένη η διαδρομή της πορείας, ώστε να είναι ευκολότερη η διαχείριση της κυκλοφορίας των οχημάτων από την Αστυνομία, ή να ορίζεται συγκεκριμένος χώρος για την πραγματοποίηση συγκέντρωσης, όπως για παράδειγμα το κάτω μέρος της πλατείας Συντάγματος.
Σύμφωνα με πληροφορίες, με απόφαση του κ. Μητσοτάκη, εντός της εβδομάδας θα πραγματοποιηθεί εσωτερική «διαβούλευση» στην κυβέρνηση ώστε να διαμορφωθεί μια δέσμη προτάσεων για την αντιμετώπιση του προβλήματος, που το αμέσως επόμενο διάστημα θα τεθεί προς συζήτηση με τους φορείς της πόλης, τον Δήμο Αθηναίων, αλλά και τα συνδικάτα. Παράλληλα, όπως αναφέρουν συνεργάτες του πρωθυπουργού, εάν κριθεί απαραίτητο η κυβέρνηση θα αναλάβει και τις απαιτούμενες νομοθετικές πρωτοβουλίες.
Είναι σαφές πως η κυβέρνηση, όπως έπραξε πρόσφατα και με την ψήφο των Ελλήνων του εξωτερικού, θα επιδιώξει τη συναίνεση. Ομως, όπως τονίζεται, «πέρα από το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, υπάρχει και το δικαίωμα στην κυκλοφορία». Εξάλλου, η συνεχής πρόκληση κυκλοφοριακού «εμφράγματος» στην πόλη δεν έχει ως μόνο αποτέλεσμα την ταλαιπωρία των πολιτών. Εχει, επίσης, σοβαρή επίπτωση στην οικονομική ζωή της πόλης, καθώς τα καταστήματα «νεκρώνουν», αλλά και στον τουρισμό, που πλέον έχει αυξηθεί κατακόρυφα στην πρωτεύουσα.
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ., κατά τη διάρκεια του α΄ εξαμήνου του 2019 πραγματοποιήθηκαν σε όλη την επικράτεια 1.713 συγκεντρώσεις, πορείες και συναθροίσεις πολιτών –στη συντριπτική τους πλειονότητα στην Αθήνα– και για την ομαλή διεξαγωγή τους και τη διατήρηση της δημόσιας τάξης διατέθηκαν 43.709 αστυνομικοί.
Επίσης, το 2018 πραγματοποιήθηκαν 3.514 διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις πολιτών σε όλη τη χώρα, στις οποίες διατέθηκαν συνολικά 106.970 αστυνομικοί.
Η κυοφορούμενη κυβερνητική πρωτοβουλία εντάσσεται σε έναν ευρύτερο σχεδιασμό, ώστε η Αθήνα να καταστεί μια βιώσιμη και λειτουργική πόλη. Στην ίδια κατεύθυνση βρίσκεται σε εξέλιξη η προσπάθεια τερματισμού του «άβατου» των Εξαρχείων: Η πάταξη των ναρκεμπόρων, η αντιμετώπιση της βίας και η εκκένωση των υπό κατάληψη κτιρίων έχουν δρομολογηθεί, ενώ στους σχεδιασμούς βρίσκεται και η υπόγεια ενοποίηση του Αρχαιολογικού Μουσείου και του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.
Ο νέος Ποινικός Κώδικας
Παράλληλα, στο ίδιο πλαίσιο ψηφίστηκε ήδη ο νόμος που επέφερε αλλαγές στο πανεπιστημιακό άσυλο, ενώ πλέον προωθούνται τροποποιήσεις και στον υφιστάμενο Ποινικό Κώδικα.
Συγκεκριμένα, πλέον θα προβλέπεται πως «όποιος κατασκευάζει, προμηθεύεται, ή κατέχει εκρηκτικές ύλες, ή εκρηκτικές βόμβες από τις οποίες μπορεί να προκληθεί κίνδυνος για άνθρωπο τιμωρείται με φυλάκιση τριών ετών». Αν όμως χρήση των βομβών μολότοφ γίνεται «σε δημόσιους χώρους, ο δράστης θα τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη (κακούργημα)», δηλαδή η ποινή είναι σαφώς μεγαλύτερη.
Πάντως, με βάση τη νέα διάταξη του Ποινικού Κώδικα ο δράστης δεν τιμωρείται αν παραδώσει με τη θέλησή του στις Αρχές τις εκρηκτικές ύλες που κατέχει ή εμπόδισε άλλους να κάνουν χρήση αυτών. Τέλος, ο νέος Ποινικός Κώδικας προβλέπει φυλάκιση έως τρία έτη για όποιον παράνομα εισέρχεται και παραμένει σε δημόσια κτίρια (νοσοκομεία, πρεσβείες, δικαστήρια, επιχειρήσεις κοινής ωφελείας ΔΕΗ, κ.τ.λ.) «και προκαλεί έτσι διακοπή ή σοβαρή διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής της υπηρεσίας».