Ήταν λίγο μετά τη 1 το μεσημέρι της 26ης Φεβρουαρίου του 2020 όταν ο καθηγητής Λοιμωξιολογίας Σωτήρης Τσιόδρας ανακοίνωσε από το υπουργείο Υγείας το πρώτο επιβεβαιωμένο κρούσμα του SARS- COv2 στη χώρα.
Η «ασθενής μηδέν» ήταν μία 38χρονη γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη που το όνομά της γράφτηκε πρώτο στις σελίδες του κεφαλαίου της πανδημίας στην Ελλάδα. Από εκείνη την ώρα και μέχρι σήμερα οι λέξεις κορονοϊός, πανδημία, τεστ, ιχνηλάτηση, lockdown, εμβόλια, έχουν «εισβάλει» στις ζωές των ανθρώπων που παρακολουθούν με αγωνία τις εξελίξεις ελπίζοντας πως κάποια στιγμή θα επανέλθουν οι ζωές τους στην προ του κορονοϊού κανονικότητα. Στη μάχη αυτή ρίχτηκαν όλοι, ο καθένας από το δικό του μετερίζι, ώστε να καταφέρουν να αντιμετωπίσουν τον «αόρατο εχθρό». Βασικό ρόλο έχουν οι ιχνηλάτες της Πολιτικής Προστασίας, οι άνθρωποι αυτοί που προσπαθούν να χαρτογραφήσουν τις επαφές των κρουσμάτων ώστε να «σπάσει» η αλυσίδα της διασποράς της νόσου.
«Όλοι μας στην Πολιτική Προστασία, εδώ και ένα χρόνο, από την πρώτη στιγμή που ο Πρωθυπουργός μάς ανέθεσε τον κεντρικό συντονισμό όλων των συναρμόδιων φορέων για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, είδαμε σε αυτή την πρωτοφανή απειλή ένα τεράστιο στοίχημα – το στοίχημα να αποδείξουμε ότι η χώρα μας μπορεί να έχει, μετά από δεκαετίες παραμέλησης, μια Πολιτική Προστασία αποτελεσματική, σύγχρονη, πραγματική ασπίδα για κάθε πολίτη» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας και Διαχείρισης Κρίσεων, Νίκος Χαρδαλιάς. «Δημιουργήσαμε νέα ψηφιακά εργαλεία και αναπτύξαμε μια πρωτοποριακή διαδικασία ιχνηλάτησης των κρουσμάτων και των στενών επαφών τους και συνεχίζουμε κάθε μέρα αυτή την εξαντλητική διαδικασία που μας επιτρέπει να κρατάμε την πανδημία υπό έλεγχο, ακόμα και στην τρέχουσα, πιο επιθετική της φάση. Κατορθώσαμε να φέρουμε εις πέρας με τρόπο υποδειγματικό, εφαρμόζοντας καλές πρακτικές που έκαναν την Ελλάδα πρότυπο παγκοσμίως, το άνοιγμα του τουρισμού και την ασφαλή επαναλειτουργία των διεθνών συνδέσεων της χώρας, δημιουργώντας ένα πρωτοποριακό σύστημα καταγραφής και επιτήρησης του επιδημιολογικού προφίλ κάθε ταξιδιώτη. Συμβάλλουμε με όλες μας τις δυνάμεις στον εθνικό σκοπό, στην επιχείρηση Ελευθερία, ενισχύοντας την επιχειρησιακή προσπάθεια των Ενόπλων Δυνάμεων για την ασφάλεια της διαμετακομιστικής αλυσίδας των εμβολίων, αλλά και δημιουργώντας τέσσερα mega εμβολιαστικά κέντρα – με το κέντρο Προμηθέας στο Μαρούσι, καθώς και αυτό στις εγκαταστάσεις της ΔΕΘ στη Θεσσαλονίκη, να λειτουργούν ήδη, εμβολιάζοντας χιλιάδες συμπολίτες μας κάθε μέρα. Και συνεχίζουμε», λέει ο κ. Χαρδαλιάς.
«Σε αυτή τη μάχη, εμείς στην Πολιτική Προστασία, μαζί με το Πυροσβεστικό Σώμα, την Ελληνική Αστυνομία, το Λιμενικό Σώμα, τις Ένοπλες Δυνάμεις μας, το Υπουργείο Υγείας, τον ΕΟΔΥ και το Υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής που συνεισφέρουν σε προσωπικό και μέσα, δίνουμε κάθε μέρα, από την πρώτη στιγμή, τον καλύτερό μας εαυτό. Ένα χρόνο μετά το πρώτο κρούσμα κορονοϊού στη χώρα μας, βρισκόμαστε πια -χάρη στο εμβόλιο- στην τελική ευθεία πριν το τέλος αυτής της τεράστιας δοκιμασίας. Μέχρι τον Μάιο, όπως έχει αναφέρει και ο Πρωθυπουργός, θα μπορούν να εμβολιαστούν όλοι όσοι είναι άνω των 60 ετών και όσοι έχουν υποκείμενα νοσήματα. Θα είναι μια μεγάλη ανάσα για το σύστημα υγείας και ευελπιστούμε ότι θα μας επιτρέψει μια σταδιακή επάνοδο στην κανονικότητα», υπογραμμίζει ενώ καλεί τους πολίτες να δείξουν λίγη ακόμα επιμονή και προσήλωση στα μέτρα προστασίας. «Με λίγη, λοιπόν, ακόμα επιμονή και προσήλωση στα μέτρα προστασίας, με τη συνεργασία και την υπομονή των πολιτών που τόσο έχουν στηρίξει την προσπάθειά μας, αλλά και την αυταπάρνηση όλων των στελεχών μας που καθημερινά δίνουν τη μάχη, θα μπορέσουμε σύντομα να βγούμε από αυτή την περιπέτεια».
Στον 6ο όροφο του Κέντρου Επιχειρήσεων της Πολιτικής Προστασίας στην μεγάλη αίθουσα του κέντρου Ιχνηλάτησης δεκάδες άτομα φορώντας τις στολές τους βρίσκονται πάνω από το ακουστικό του τηλεφώνου συνομιλώντας χαμηλόφωνα με πολίτες. Μέσα στο χώρο βρίσκονται δύο μεγάλα video wall δεξιά και αριστερά. Το ένα αφορά την γεωγραφική απεικόνιση των κρουσμάτων σε όλη τη χώρα ενώ το άλλο τα κρούσματα, και τους θανάτους από την Covid-19 παγκοσμίως. Λίγο πιο πέρα η Γεωργία Μιτζέλη, αρχικελεύστρια του Λιμενικού Σώματος, με προϋπηρεσία 20 χρόνια στο Σώμα, εδώ και τρεισήμισι μήνες είναι ιχνηλάτης κρουσμάτων κορονοϊού. Η κ. Μιτζέλη ανοίγει την πλατφόρμα με το ερωτηματολόγιο για τις τηλεφωνικές συνεντεύξεις και καλεί ένα άτομο που βρέθηκε θετικό στον κορονοϊό. «Καλησπέρα σας. Ονομάζομαι Γεωργία Μιτζέλη και τηλεφωνώ από την Πολιτική Προστασία, από το τμήμα της ιχνηλάτησης. Έχετε κάνει τεστ και έχετε βγει θετική. Θα σας κάνω κάποιες ερωτήσεις αλλά δεν θέλω να κουραστείτε, μέχρι εκεί που μπορείτε θα μου απαντάτε, δεν θέλω να κουραστείτε εσείς και η αναπνοή σας», αναφέρει χαρακτηριστικά η κ. Μιτζέλη στην αρχή της επικοινωνίας. Ερωτήσεις σχετικά με προσωπικά στοιχεία του θετικού κρούσματος, με τα συμπτώματα που έχει παρουσιάσει, με τους χώρους που έχει βρεθεί διαδέχονται η μία, την άλλη, ώστε να ολοκληρωθεί η διαδικασία της ιχνηλάτησης. Η κλήση ολοκληρώνεται, το ακουστικό κατεβαίνει και η κ. Μιτζέλη συμπληρώνει την πλατφόρμα καταχώρησης ώστε να συνεχίσει με τις στενές επαφές του κρούσματος. Η διάρκειά μιας επικοινωνίας διαφέρει ανά περίπτωση και μπορεί να κρατήσει από έξι, επτά λεπτά μέχρι και 1 ώρα, ωστόσο, συνήθως διαρκεί 10-15 λεπτά ενώ έχει συμβεί ένα κρούσμα να έχει μέχρι και 40 στενές επαφές. Παρόλα αυτά δεν υπάρχει συγκεκριμένη αναλογία καθώς είναι αρκετοί οι παράγοντες που το μεταβάλλουν.
«Με το πρώτο ‘’ναι’’ που λέει κάποιος όταν σηκώνει το τηλέφωνο, ο ιχνηλάτης προσπαθεί εκείνη την ώρα να πάρει τη ‘’θερμοκρασία’’ του συνομιλητή του, να θερμομετρήσει “ τον τόνο” του άλλου, να μπει στα “ παπούτσια” του κάθε ανθρώπου κατά κάποιον τρόπο», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Μιτζέλη, ενώ προσθέτει ότι ουσιαστικά προσπαθούν να βρουν τα χνάρια που θα τους οδηγήσουν στο όποιο επιθυμητό αποτέλεσμα. «Προσπαθούμε να αισθανθεί ο κόσμος, ότι αυτό που κάνουμε τώρα είναι όντως κάτι πολύ σημαντικό και ιερό καθήκον. Δεν απαιτώ τα στοιχεία, όταν καταλάβει ο άλλος τη σημαντικότητα θα μου τα πει, γιατί θα καταλάβει ότι είναι μέρος ενός σκοπού ιερού, πολύ σημαντικού και για τους επιστήμονες και για τον κρατικό μηχανισμό και για εμάς και για εκείνους και για όλους», τονίζει.
Ένας χρόνος πανδημία Covid-19. Το τότε και το τώρα
Οι διαφορές μέσα σε αυτό το χρόνο είναι αρκετές καθώς ο κορονοϊός πλέον αποτελεί κομμάτι της καθημερινότητας των ανθρώπων. Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο επικεφαλής του κέντρου ιχνηλάτησης και ανθυποπυραγός του Πυροσβεστικού Σώματος, Κωνσταντίνος Παπάζογλου ο ιός τότε ήταν άγνωστος στην κοινότητα. «Υπήρχε πολύ έντονα ο φόβος. Όλοι οι πολίτες το μόνιμο άγχος τους ήταν τι θα γίνει αύριο, τι θα μου συμβεί, αν επιδεινωθεί η κατάστασή μου τι θα κάνω. Περνώντας ο καιρός είδαμε ότι άρχισαν οι πολίτες να το βλέπουν πιο οικείο, μπήκε μέσα στην καθημερινότητά μας. Ωστόσο μέχρι και σήμερα δεν λείπουν οι περιπτώσεις που δημιουργούν έντονη πίεση στους ίδιους και το μεταφέρουν. Αυτά πλέον έχουμε την εμπειρία κι εμείς και τα βλέπουμε αλλιώς. Τον πρώτο καιρό ίσως να μας έκαναν πολύ μεγάλη εντύπωση τα λεγόμενα κάποιων πολιτών. Είναι σχεδόν μηδενικά τα ποσοστά των κρουσμάτων που θα αντιδράσουν ή θα πουν ξέρετε δεν ισχύει, έγινε λάθος», τονίζει ενώ εκτιμά ότι οι στενές επαφές είναι λίγο πιο επιφυλακτικές. Παράλληλα τον πρώτο καιρό υπήρχε κι ένα ταμπού, ένα ‘’στίγμα’’ για όσους ήταν θετικοί.
Ο κ. Παπάζογλου δεν φανταζόταν πριν ένα χρόνο ούτε ότι θα ασχολούμασταν με τον κορονοϊό ούτε ότι η ιχνηλάτηση θα είχε στελεχωθεί με 411 ανθρώπους. «Καθημερινά βρισκόμασταν σε αχαρτογράφητα νερά δηλαδή πριν από έναν χρόνο δεν φανταζόμουν καν ότι θα ασχολούμασταν το καλοκαίρι με αυτό το πράγμα. Πέρασε το καλοκαίρι, το φθινόπωρο. Προσπαθούμε με τις ενέργειές μας να περικυκλώσουμε από όλες τις μεριές αυτόν τον ιό. Από την πρώτη στιγμή στόχος μας ήταν να διακόψουμε τη διασπορά στην κοινότητα, αυτός ήταν και παραμένει ο επιχειρησιακός μας στόχος. Μέχρι και σήμερα, προσπαθούμε πάντα μέσω των τεχνικών συσκέψεων που κάνουμε να προγραμματίζουμε το τι πρέπει να κάνουμε σε μία εβδομάδα σε δέκα μέρες για να μπορέσει ο μηχανισμός να ανταποκριθεί» υπογραμμίζει ενώ προσθέτει ότι το πιο σημαντικό αυτή τη στιγμή είναι ο εμβολιασμός που θα δώσει μία τεράστια ανάσα καθώς αποτελεί μία δράση στην οποία έχει ποντάρει η χώρα», καταλήγει.
Η διαδικασία της ιχνηλάτησης
Αυτή τη στιγμή υπάρχουν 54 παραρτήματα κέντρων ιχνηλάτησης σε όλη τη χώρα, ενώ η δύναμη σε ανθρώπινο δυναμικό είναι περίπου 411 άτομα. Οι 210 βρίσκονται εκτός της Αττικής σε 54 πόλεις της χώρας, και είναι ιχνηλάτες, οι οποίοι σε τοπικό επίπεδο αναλαμβάνουν κρούσματα από το κέντρο ιχνηλάτησης στην Αθήνα προσπαθώντας να εντοπίσουν τις στενές επαφές, τα άτομα δηλαδή με τα οποία έχει έρθει το κρούσμα σε επαφή ώστε να τεθούν και τα κρούσματα και οι στενές τους επαφές, σε υγειονομική απομόνωση και κατ’ οίκον περιορισμό αντίστοιχα. Στην Αττική υπάρχουν 201 άτομα που ιχνηλατούν όλα τα κρούσματα της συγκεκριμένης περιφέρειας και επικουρούν όλα τα παραρτήματα της χώρας όταν δεν μπορούν να ανταποκριθούν. Το κέντρο λειτουργεί σε 24ωρη βάση, ωστόσο από τις 12 τα μεσάνυχτα μέχρι τις 7μιση το πρωί λειτουργεί με προσωπικό ασφαλείας, καθώς δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ιχνηλάτηση εκείνες τις ώρες. Οι κλήσεις γίνονται από τις 8 το πρωί μέχρι τις 10 το βράδυ. Υπάρχει όμως τμήμα το οποίο κινητοποιείται άμεσα όταν εντοπιστεί κρούσμα σε κάποια πύλη εισόδου για να ξεκινήσει η διαδικασία ιχνηλάτησης ακόμα κι αν είναι βράδυ.
Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παπάζογλου, το πρώτο κέντρο ιχνηλάτησης αποτελούνταν από 16 άτομα, και συγκεκριμένα από 8 αστυνομικούς και 8 πυροσβέστες με μια δομή που λειτουργούσε εντός ΓΑΔΑ. Ανακαλώντας στη μνήμη του την 26η Φεβρουαρίου του 2020 ο κ. Παπάζογλου αναφέρει ότι εκείνη τη μέρα είχε φύγει ολόκληρο κλιμάκιο από την πολιτική προστασία και από τον ΕΟΔΥ για να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη για την ιχνηλάτηση του πρώτου κρούσματος. «Στην πορεία είδαμε ότι έπρεπε να ενδυναμωθεί αυτή η υπηρεσία να προστεθούν κι άλλα στελέχη. Κρίθηκε επιτακτική η ανάγκη να στελεχωθούμε, πέρα από τα σώματα ασφαλείας, και με ανθρώπους που είναι υγειονομικοί ούτως ώστε να βάλουν κι αυτοί τη δική τους νότα στη διαδικασία ιχνηλάτησης. Έτσι ενσωματώθηκαν σε εμάς και άνθρωποι από τον ΕΟΔΥ αλλά και άνθρωποι από την Υγειονομική Περιφέρεια Αττικής, κυρίως νοσηλευτές και παραϊατρικοί και στην πορεία εντάχθηκε κι άλλο προσωπικό. Αυτή τη στιγμή το κέντρο είναι διυπηρεσιακό και αποτελείται από ανθρώπους του Πυροσβεστικού Σώματος, της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής, του ΕΟΔΥ, της Υγειονομικής Περιφέρειας Αττικής καθώς και άτομα που προσελήφθησαν μέσω πρόσφατης προκήρυξης και αποτελούν πλέον προσωπικό της ΓΓΠΠ», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Το Κέντρο της Ιχνηλάτησης βρίσκεται καθημερινά σε επικοινωνία με τον ΕΟΔΥ μιας και όπως λέει ο κ. Παπάζογλου, ο ΕΟΔΥ είναι υπεύθυνος για το ποιος είναι επιβεβαιωμένο κρούσμα στη χώρα. Κάθε μέρα στις 5μιση με 6 το απόγευμα που ανακοινώνει ο ΕΟΔΥ τα κρούσματα της ημέρας, την ίδια ώρα αυτά τα κρούσματα διοχετεύονται με όλα τους τα στοιχεία, στο κέντρο ιχνηλάτησης της Πολιτικής Προστασίας. «Ο αριθμός αυτός, που για όλο τον κόσμο είναι ένας αριθμός, για εμάς είναι άνθρωποι, που σημαίνει ότι πρέπει να μπούμε στη διαδικασία να επικοινωνήσουμε μαζί τους να δούμε αφενός πού μπορεί να κόλλησαν, ποια είναι η κατάσταση της υγείας τους αυτή τη στιγμή. Πρέπει να τους προσεγγίσουμε ανθρωποκεντρικά, και αφού δούμε ότι μπορούμε να προχωρήσουμε και πιο κάτω, αυτό που κάνουμε είναι να θέσουμε το άτομο σε υγειονομική απομόνωση, δηλαδή να μείνει στο σπίτι του κλεισμένος και παράλληλα να ιχνηλατήσουμε τις στενές του επαφές», σημειώνει. Το άτομο που επιβεβαιώνεται ως κρούσμα περιβάλλεται είτε από στενές επαφές υψηλού κινδύνου/ρίσκου (high risk) είτε από χαμηλού (low risk). Οι high risk στενές επαφές είναι αυτοί που έχουν υψηλό ποσοστό πιθανοτήτων να έχουν νοσήσει από αυτόν τον άνθρωπο μέσω της επαφής που είχαν.
«Τις επαφές αυτές τις αναζητούμε στην κίνηση που είχε αυτός ο άνθρωπος το τελευταίο 48ωρο, είτε πριν από την ημέρα δειγματοληψίας του αν πρόκειται για άνθρωπο ασυμπτωματικό, είτε 48 ώρες πριν από το πρώτο του σύμπτωμα αν πρόκειται για άνθρωπο συμπτωματικό. Επομένως το πρώτο που πρέπει να μάθει ένας ιχνηλάτης σε μία τηλεφωνική επικοινωνία που κάνει με τον πολίτη είναι αν αυτός ο άνθρωπος έχει κάποιο σύμπτωμα ή όχι. Αν είχε κάποιο σύμπτωμα πηγαίνει 48 ώρες πριν το πρώτο του σύμπτωμα και προσπαθεί να εντοπίσει μέσα από μία τηλεφωνική συνέντευξη πού βρέθηκε αυτός ο άνθρωπος, με ποιους ήρθε σε επαφή, με ποιους συναναστράφηκε, με ποιους μπορεί να βρέθηκε στον ίδιο χώρο, τηρώντας φυσικά το πρωτόκολλο. Από τη στιγμή που εντοπίσουμε όλες αυτές τις στενές επαφές υψηλού κινδύνου που προκύπτουν μετά, ξεκινάμε τη διαδικασία επικοινωνίας και με αυτούς (τις στενές επαφές) για να τους γνωστοποιήσουμε ότι αυτοί οι άνθρωποι οφείλουν να τεθούν σε κατ’ οίκον περιορισμό».
Έπειτα από αυτή τη διαδικασία το κρούσμα τίθεται σε υγειονομική απομόνωση ενώ η στενή επαφή τίθεται σε κατ’ οίκον περιορισμό. Υγειονομικός περιορισμός σημαίνει ότι κάποιος κλείνεται στο δωμάτιό του και δεν έρχεται σε επαφή ούτε με τους οικείους του, χρησιμοποιώντας τους κοινόχρηστους χώρους μόνος του απολυμαίνοντας πριν μπει αλλά κι όταν βγει. Αντιθέτως κατ’ οίκον περιορισμός σημαίνει ότι το άτομο βρίσκεται μέσα σε ένα σπίτι χωρίς να βγαίνει έξω από αυτό. Το κρούσμα τίθεται σε υγειονομική απομόνωση για 10 μέρες από την ημέρα δειγματοληψίας του, ενώ οι στενές επαφές τίθενται σε κατ’οίκον περιορισμό 14 ημέρες από την ημέρα τελευταίας επαφής με το κρούσμα, καθώς αφενός σύμφωνα με τον κ. Παπάζογλου η μέρα τελευταίας επαφής προηγείται πάντα δηλαδή είναι πριν από τη δειγματοληψία του κρούσματος αφετέρου ο χρόνος, το χρονικό παράθυρο επώασης είναι αυτό που μπορεί την στενή επαφή να την χτυπήσει 3-4 μέρες πίσω και να δώσει συμπτώματα πολύ αργότερα.
«Αυτό είναι το όπλο μας, αυτό κάνουμε από την πρώτη στιγμή, αυτό κάνουμε και σήμερα. Η δουλειά μας είναι να μελετάμε συνεχώς τα δεδομένα να είμαστε σε επαφή με τους επιδημιολόγους μας σε άμεση συνεργασία με τον ΕΟΔΥ για να μπορούμε να προσαρμόζουμε έτσι τις δυνάμεις μας για να ανταποκριθούμε την επόμενη ημέρα. Έτσι διαχειριστήκαμε και το πρώτο κύμα και το δεύτερο κύμα στο οποίο ο μηχανισμός έφτασε να αγγίξει τα όρια του αλλά δεν τα ξεπέρασε, ανταποκριθήκαμε κι εκεί γρήγορα», επισημαίνει ο κ. Παπάζογλου.
Οι αντιδράσεις και τα συναισθήματα των κρουσμάτων και των στενών επαφών
Κατά τη διάρκεια μιας επικοινωνίας ο κάθε ιχνηλάτης συστήνεται επιχειρώντας να χτίσει μια σχέση εμπιστοσύνης με τον συνομιλητή του. Σύμφωνα με τον κ. Παπάζογλου ο πολίτης πρέπει να καταλάβει ότι οι εργαζόμενοι στην ιχνηλάτηση δεν έχουν τιμωρητική διάθεση αλλά προσπαθούν να προστατεύσουν τον ίδιο, τους οικείους του, τους συνεργάτες του, τους αγαπημένους του κυρίως. «Είναι πολλές οι αντιδράσεις που μπορεί να δεχτούμε. Εμείς είμαστε εδώ για να ηρεμήσουμε τον ίδιο να πάρουμε τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε και να του λύσουμε οποιαδήποτε απορία, αυτό μάλιστα είναι και το ύφος που χρησιμοποιούμε στην επικοινωνία μας, ότι θα σας κάνω κάποιες ερωτήσεις και στο τέλος θα είμαι στη διάθεσή σας να απαντήσω σε ό,τι απορία έχετε», αναφέρει ενώ προσθέτει ότι οι ιχνηλάτες δεν έχουν ποτέ άγχος ωστόσο ασφαλώς κάποια στιγμή μέσα στο δεύτερο κύμα έφτασαν κοντά στα όριά τους. «Όταν υπάρχει μια έξαρση κόβουμε ρεπό, κόβουμε άδειες, κάνουμε τα πάντα για να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε. Κάθε μέρα προσπαθούμε να ξανασχεδιάσουμε την επόμενη», τονίζει ο κ. Παπάζογλου. Η άμεση επαφή με τον κόσμο, όπως λέει η κ. Μιτζέλη, τους κάνει να συμπάσχουν με τον συνομιλητή τους, συμπορεύονται μαζί του ώστε να λάβουν τις απαιτούμενες πληροφορίες «ευγενικά, όμορφα και ανώδυνα». «Φοβούνται στην αρχή, από την άποψη γιατί με ρωτάς τόσα πράγματα, γιατί να τα δώσω όλα αυτά τα πράγματα, μόλις, όμως εξηγήσει κάποιος επαρκώς για ποιο λόγο τα ζητάμε και πού ωφελούν όλα αυτά τότε θεωρώ ότι η πλειονότητα συνεργάζεται καταλαβαίνει τον λόγο, υπάρχουν πάντοτε βέβαια οι εξαιρέσεις», σημειώνει η κ. Μιτζέλη ενώ ο κ. Παπάζογλου συμπληρώνει ότι επιδιώκουν μέσω της επικοινωνίας τους με τον πολίτη να τον κάνουν να αντιληφθεί ότι αποτελεί μέρος αλλά και λύση του προβλήματος. «Έχουν τύχει και κλάματα και φωνές και μπορεί κάποιος πάνω στο θυμό του να βωμολοχήσει. Γι αυτό κι από εμάς θέλει περισσή ενέργεια», λέει η κ. Μιτζέλη.
Λίγο μετά τις 3 το μεσημέρι ο διάδρομος είναι γεμάτος κόσμο που περιμένει να καθίσει στο γραφείο, να έρθει η ώρα της βάρδιάς του και να αναλάβει δράση γιατί η ώρα των ανακοινώσεων των νέων κρουσμάτων πλησιάζει κι αυτό έχει γίνει μια «ρουτίνα» που όλοι όμως αδημονούν να λάβει τέλος.