Μουσολίνι: Η 28η Οκτωβρίου δεν ήταν μια τυχαία ημερομηνία στην ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν η μέρα που ο Μπενίτο Μουσολίνι αποφάσισε να επιτεθεί στην Ελλάδα, με στόχο έναν «φασιστικό περίπατο», έναν πόλεμο-αστραπή που θα έγραφε τη δική του σελίδα δόξας στο πλευρό του Χίτλερ. Αντί για δόξα, όμως, ήρθε η ταπείνωση.
Η ημερομηνία δεν επελέγη τυχαία: συνέπιπτε με την επέτειο της ανόδου του φασιστικού καθεστώτος στην εξουσία, τη λεγόμενη «Πορεία προς τη Ρώμη» — μια μέρα που για τον Μουσολίνι συμβόλιζε την έναρξη της εποχής του.
Η «πορεία προς τη Ρώμη» και η γέννηση του φασιστικού καθεστώτος
Στις 28 Οκτωβρίου 1922, ο Μουσολίνι και οι μελανοχίτωνές του ξεκίνησαν την περιώνυμη «Marcia su Roma», μια πολιτική επίδειξη δύναμης που έμεινε στην ιστορία ως η απαρχή της ιταλικής φασιστικής εποχής. Επί τρεις ημέρες, από 27 έως 29 Οκτωβρίου, οι παραστρατιωτικές ομάδες του καθεστώτος συγκεντρώνονταν έξω από τη Ρώμη. Ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄, μπροστά στον κίνδυνο εμφυλίου, προτίμησε να μην υπογράψει διάταγμα στρατιωτικού νόμου και κάλεσε τον Μουσολίνι να σχηματίσει κυβέρνηση. Έτσι, χωρίς μάχη, η εξουσία παραδόθηκε στον φασισμό, που μέσα σε λίγα χρόνια μετέτρεψε την Ιταλία σε μονοκομματικό κράτος.
Η 28η Οκτωβρίου καθιερώθηκε από τότε ως η επίσημη εορτή του φασιστικού καθεστώτος, η «γενέθλια ημέρα» του φασισμού. Για αυτόν τον λόγο, η επιλογή του Μουσολίνι να επιτεθεί στην Ελλάδα ακριβώς την ίδια ημέρα, 18 χρόνια μετά, είχε βαρύ πολιτικό και συμβολικό φορτίο. Ήθελε να δείξει ότι η «Ρώμη των φασιστών» συνεχίζει να κυριαρχεί στην Ευρώπη.
(Δείτε σχετικά ιστορικά στοιχεία στην Ιστορική Υπηρεσία Στρατού, που διατηρεί αναλυτικό αρχείο για την ιταλική εισβολή).

Ο Μουσολίνι ήθελε να ανταγωνιστεί τον Χίτλερ
Το 1940 ο Μουσολίνι βρισκόταν ήδη στη σκιά του Χίτλερ, ο οποίος είχε σαρώσει στην κεντρική Ευρώπη. Ο Ιταλός δικτάτορας ήθελε μια νίκη δική του, ώστε να αποδείξει ότι η Ρώμη μπορούσε να σταθεί ισότιμα απέναντι στο Βερολίνο. Είδε στην Ελλάδα έναν εύκολο στόχο, μια μικρή χώρα με αδύναμο στρατό και περιορισμένα μέσα.
Στις 27 Οκτωβρίου 1940, η Ιταλία επέδωσε στην ελληνική κυβέρνηση το γνωστό τελεσίγραφο. Ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς, σε μια στιγμή ιστορικής καθαρότητας, απάντησε με το περίφημο «ΌΧΙ». Η απάντηση αυτή δεν ήταν μόνο διπλωματική, αλλά εξέφραζε την ενότητα του ελληνικού λαού, που δεν αποδέχτηκε την ταπείνωση.
Η επίσημη απάντηση του ελληνικού κράτους είναι καταγεγραμμένη και στα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών, ως ένα από τα σημαντικότερα διπλωματικά ντοκουμέντα του 20ού αιώνα.
Ο «φασιστικός περίπατος» που μετατράπηκε σε φιάσκο
Τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο ιταλικός στρατός πέρασε τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Ο Μουσολίνι είχε στη διάθεσή του περίπου 135.000 στρατιώτες, υποστηριζόμενους από άρματα και αεροπορία, απέναντι σε μόλις 35.000 Έλληνες που επιστρατεύονταν βιαστικά. Ο φασιστικός τύπος στη Ρώμη προανήγγειλε έναν «κεραυνοβόλο πόλεμο τριών ημερών».
Ωστόσο, η πραγματικότητα αποδείχθηκε συντριπτικά διαφορετική. Οι Έλληνες στρατιώτες, με περιορισμένα μέσα αλλά απέραντο φρόνημα, αντιστάθηκαν ηρωικά στα βουνά της Πίνδου. Οι κακουχίες, το χιόνι και η αποφασιστικότητα του ελληνικού στρατού συνέτριψαν την υπεροψία του Μουσολίνι.
Στις 14 Νοεμβρίου, η Ελλάδα πέρασε στην αντεπίθεση. Μέχρι τα τέλη του 1940, ο ελληνικός στρατός είχε καταλάβει μεγάλες περιοχές της Βορείου Ηπείρου, όπως την Κορυτσά και το Αργυρόκαστρο. Η νίκη αυτή αποτέλεσε την πρώτη ήττα του Άξονα στον πόλεμο και ανέβασε το ηθικό όλης της Ευρώπης που βρισκόταν υπό ναζιστική κατοχή.
(Πληροφορίες για την ελληνική αντεπίθεση και το μέτωπο της Πίνδου υπάρχουν στα αρχεία του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας).

Η πολιτική αποτυχία του Μουσολίνι
Ο Μουσολίνι, αντί για τη θριαμβευτική νίκη που περίμενε, βρέθηκε αντιμέτωπος με τη χλεύη του ίδιου του Χίτλερ. Οι αποτυχίες στην Ήπειρο και η παγίωση του μετώπου ανάγκασαν την Ιταλία να ζητήσει γερμανική βοήθεια. Τον Μάρτιο του 1941 οι Ιταλοί προσπάθησαν με μια «Εαρινή Επίθεση» να ανατρέψουν την κατάσταση, αλλά απέτυχαν παταγωδώς.
Η τελική κατάρρευση του ιταλικού μετώπου ήρθε μόνο όταν οι γερμανικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1941. Τότε, η χώρα υπέκυψε στην υπερδύναμη του Άξονα, αλλά είχε ήδη γράψει μια από τις πιο ένδοξες σελίδες της ιστορίας της.
Η συμμετοχή του ελληνικού λαού στην Εθνική Αντίσταση, που ξεκίνησε αμέσως μετά, επιβεβαίωσε ότι το πνεύμα του «ΌΧΙ» δεν περιορίστηκε σε ένα διπλωματικό επεισόδιο. Ήταν μια στάση ζωής απέναντι στον φασισμό και στην υποδούλωση.
Σύμφωνα με την Εθνική Επιτροπή Εορτασμού της 28ης Οκτωβρίου, η αντίσταση αυτή «έγινε το θεμέλιο λίθο της μεταπολεμικής Ελλάδας και της εθνικής αυτοσυνείδησης».
Η ειρωνεία της Ιστορίας
Η ημερομηνία που ο Μουσολίνι επέλεξε για να γιορτάσει την παντοδυναμία του φασισμού, κατέληξε να γίνει ημέρα της ελληνικής ελευθερίας και της πρώτης ήττας του Άξονα. Ο φασιστικός «περίπατος» μετατράπηκε σε τραγωδία για το καθεστώς του.
Όπως σημείωσε αργότερα ο Βρετανός ιστορικός Άλαν Τέιλορ, «η εκστρατεία στην Ελλάδα δεν υπήρξε απλώς στρατιωτική αποτυχία· ήταν το ψυχολογικό σημείο καμπής που απέδειξε ότι ο Άξονας δεν ήταν ανίκητος».
Η 28η Οκτωβρίου, λοιπόν, δεν ανήκει πλέον στη μνήμη του φασισμού, αλλά στη μνήμη της αντίστασης ενός μικρού λαού απέναντι στην αλαζονεία των δικτατόρων. Μια μέρα που συμβολίζει την πίστη στην ελευθερία, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την αποφασιστικότητα ενός έθνους που είπε «Όχι» στο σκοτάδι.
(Δείτε περισσότερα για τη σύγχρονη ιστορική τεκμηρίωση στο Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία).
Συνοψίζοντας:
Η 28η Οκτωβρίου 1940 ήταν η μέρα που ο Μουσολίνι θέλησε να γιορτάσει τη δύναμη του φασισμού, αλλά η Ιστορία τον διέψευσε. Η Ελλάδα, με πίστη, ενότητα και θάρρος, έκανε το όνομα της μικρής χώρας σύμβολο ελευθερίας στα πέρατα του κόσμου — και μετέτρεψε την «πορεία προς τη Ρώμη» σε πορεία προς την ήττα.






