Ο Μύθος και η Αλήθεια του Μίκη…
Θανάσης Κ.
Ο Μίκης δεν έφυγε σήμερα από τη ζωή.
Οι άνθρωποι πεθαίνουν. Ακόμα και οι “μεγάλοι” άνθρωποι…
Αλλά ο Μίκης είχε προ πολλού ξεπεράσει τα όρια του “ανθρώπινου”.
Ο Μίκης υπήρξε Μύθος!
Όχι Μύθος με την έννοια του “παραμυθιού”.
Μύθος με την έννοια του “μυθολογικού” – που ξεπερνά τα ανθρώπινα όρια και παίρνει διαστάσεις εξώκοσμες…
Και οι μύθοι δεν πεθαίνουν!
Όλους μας άγγιξε κάποτε η μεγαλοφυής μουσική του.
Και όλους μας απογοήτευσε κατά καιρούς η πολυκύμαντη πολιτική του σταδιοδρομία.
Όλους μας πίκρανε κατά καιρούς. Κι αρκετοί από μας τον πικράναμε.
Αλλά όλοι τον αγαπήσαμε. Όπως αγαπάμε τους μύθους, γιατί αποτελούν την Αλήθεια που πάντα ψάχνουμε και ποτέ δεν βρίσκουμε – και ποτέ δεν παύουμε να αναζητούμε.
Ο Μύθος του Μίκη που πάντα μας γοήτευε ήταν η… Αλήθεια του!
Μπερδεμένη, και αντιφατική, αλλά ατόφια…
Που δεν έμπαινε σε κουτάκια – και γι’ αυτό ήταν Αλήθεια.
Που δεν έκρυβε τις δικές του αδυναμίες – και γι’ αυτό ήταν Αλήθεια.
Που δεν χάιδευε τα αυτιά μας – και γι’ αυτό, επίσης. ήταν Αλήθεια.
Που κάποιες φορές μας εξόργιζε, αλλά ποτέ δεν μας κορόϊδευε.
Και γι’ αυτό ήταν ατόφια Αλήθεια.
Ακόμα κι όταν ο ίδιος έπεφτε τραγικά έξω στις κρίσεις του.
Ένας χαρισματικός άνθρωπος γίνεται Μύθος, όταν ταυτίζεται με την Αλήθεια του!
Όταν τολμά να κάνει, όσα άλλοι δεν διανοούνται…
Μελοποίησε με ανυπέρβλητο τρόπο τους στίχους του Σεφέρη και του Ελύτη.
Του Άγγελου Σικελιανού, του Ανδρέα Κάλβου, του Γιάννη Ρίτσου, του Πάμπλο Νερούντα, του Ιάκωβου Καμπανέλη και της συγκρατούμενής του (στις φυλακές Αβέρωφ, το 1968) “Μαρίνας” (Ρένας Χατζηδάκη)…
Ποιός άλλος τόλμησε ποτέ να μελοποιήσει τέτοια ποίηση – και τόση ποίηση;
Και με τέτοια απήχηση – διαχρονική μάλιστα – εντός και εκτός ελληνικών συνόρων;
Ένας χαρισματικός άνθρωπος παίρνει διαστάσεις Μύθου, όταν γίνεται ο ίδιος η Αλήθεια του!
Όταν τολμά να πει, όσα άλλοι διστάζουν.
Όταν σπάει τη “σιωπή” των πολλών κι αρκεί αυτή η βραχνή φωνή να πει τα ανείπωτα.
Μιλώντας στο Σύνταγμα στο τεράστιο Συλλαλητήριο για τη Μακεδονία στις 4 Φεβρουαρίου 2018 είχε καθηλώσει το Πανελλήνιο όταν διακήρυξε απερίφραστα προς πάσα κατεύθυνση:
“Εγώ δεν ντρέπομαι,
όπως οι εθνομηδενιστές που μας κυβερνούν,
να παραμείνω πιστός στις ιερές σκιές των προγόνων μας
που μας δίδαξαν την αγάπη και τη θυσία
για το Έθνος και την Πατρίδα -μια πατρίδα
που σέβεται και αγαπά όλες τις πατρίδες του κόσμου-
Να είμαι πατριώτης διεθνιστής
και συνάμα να περιφρονώ και να μάχομαι τον φασισμό
σε όλες του τις μορφές – και προ παντός στην πιο πονηρή,
απατηλή και επικίνδυνη μορφή του, την «αριστερίστικη».
Αυτή η καταγγελία του “αριστερόστροφου φασισμού” και των “εθνομηδενιστών που μας κυβερνούν” από το Μίκη, ζεμάτισε τότε πολλούς.
Κι ακόμα “ζεματισμένοι” είναι…
(Όπως τους ζεμάτισαν τότε και αντίστοιχες δηλώσεις, του άλλου μεγάλου “ινδάλματος” της Αριστερά, επίσης μακαρίτη σήμερα, του Μανώλη Γλέζου)…
Πριν πεθάνει ο Μίκης δήλωσε ότι το έργο του συνοψίζεται σε τρείς λέξεις: Ελλάδα, Πατρίδα, Ελευθερία!
Αυτή ήταν η Δόξα του – αλλά αυτή και η Τραγωδία του:
Ταυτίστηκε ο ίδιος με την Αριστερά στην Ελλάδα – και ταυτόχρονα με τις ιδέες που πολέμησε και διέσυρε η Αριστερά!
Ύμνησε και τραγούδησε τη “Ρωμιοσύνη” (σε στίχους Γιάννη Ρίτσου)…
“Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαίς εκεί που πάει να σκύψει,
με το σουγιά στο κόκκαλο και το λουρί στο σβέρκο.
Νά τη πετιέται απο ξαρχής κι ανδρειεύει και θεριεύει.
Και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου…”
Φανταστείτε:
Τραγουδούσαμε τότε τα “18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας”.
Της Πικρής Πατρίδας!
Τότε η Πατρίδα δεν ήταν “απαγορευμένη” λέξη για την Αριστερά…
Τραγουδούσαμε τότε για τη “Ρωμιωσύνη”, που όσο κι αν πέφτει, ξανασηκώνεται…
Επί χούντας τα τραγουδούσε αυτά “σύμπασα η Αριστερά”.
Τώρα τα χλευάζουν και τα περιφρονούν…
Ο Μίκης τα εννοούσε και τότε – και τα πίστευε ως το τέλος.
Και το απέδειξε.
Αυτή ήταν η Αλήθεια του!
Άλλαξε πολλές φορές πολιτική άποψη.
Αλλά στην Αλήθεια του έμεινε πιστός.
Αυτό δεν του το συγχώρεσαν κάποιοι.
Κι αυτό τον ανέδειξε σε Μύθο.
Τραγικό Μύθο – όπως όλοι οι αρχαιοελληνικοί μύθοι.
Αλλά αθάνατο Μύθο.
Σε μια εποχή που αφθονούν τα ψεύδη – “κατά συνθήκην ψεύδη”,
επικοινωνιακά ψέματα και εξουσιαστικές “μισές αλήθειες” –
ο Μίκης έγινε Μύθος τολμώντας να μιλάει για μιαν “Αλήθεια”
που ο ίδιος ίσως δεν κατάλαβε ποτέ, αλλά δεν έπαψε να την υπηρετεί.
Ως το τέλος…
Κι αυτά τα δύο των έκαναν μύθο:
Ότι δεν βρήκε ποτέ την “Αλήθεια” που έψαχνε,
κι ότι δεν σταμάτησε ποτέ να την ψάχνει και να την υπηρετεί, όρθιος…
Τελικά μας άφησε προσωπική παρακαταθήκη τρείς λέξεις:
Ελλάδα, Πατρίδα, Ελευθερία!
Τι ήταν όλα αυτά;
— Μακρινή μητέρα. Ρόδο αμάραντο…
Το έργο του Μίκη χάραξε αυτές τις τρείς λέξεις – Ελλάδα, Πατρίδα, Ελευθερία – βαθιά μες τις καρδιές μας…
Όπως και ο στίχος του Σεφερη που μελοποίησε.
—Πήραμε τη ζωή μας λάθος, κι αλλάξαμε ζωή.
Όπως και ο στίχος του Ελύτη που επίσης μελοποίησε:
—Μη παρακαλώ σας μη, λησμονάτε τη χώρα μου.
–Όπως και ο στίχος του Κάλβου που μελοποίησε:
—Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του Φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας ας έχωσιν…
Θέλει αρετήν και τόλμην η Ελευθερία!
Όπως και ο στίχος του Σικελιανού που μελοποίησε:
—Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο
πάνω απ’ την Ελλάδα.
Σπρώξτε με γόνα και με στήθος,
να τονε βγάλουμε από τη λάσπη.
Σπρώξτε με στήθος και με γόνα, να τονε βγάλουμε από το τέλμα.
Ομπρός παιδιά και δεν βολεί μοναχός του ν’ ανέβει ο Ήλιος…
Πρέπει να είναι η μόνη περίπτωση διεθνώς,
που μεγάλοι ποιητές έμειναν στο υποσυνείδητο του λαού,
όχι μόνο από το στίχο τους,
αλλά από το μελωδό τους – κι από το μουσικό του ύφος!
Αυτό που μας συγκλόνιζε πάντα – και εξακολουθεί να μας συγκλονίζει.
Ελλάδα, Πατρίδα, Ελευθερία!
Αυτή είναι η Αλήθεια που παίρνει μυθολογικές διαστάσεις.
Αυτή είναι η Αλήθεια που δεν πεθαίνει.
Αυτός είναι – δεν “ήταν”, είναι – ο Μίκης Θοδωράκης.
ΥΓ. Κάποτε, γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 90, του είπα με νεανική αυθάδεια τόλμησα να του πω προσωπικά:
Τη μουσική σου την είχα ξεπεράσει ήδη μετά το 1980. Όταν υποχώρησε η λάβα της “μεταπολίτευσης” έψαχνα αλλού μουσικές συγκινήσεις.
Κι ύστερα ξενητεύθηκα πέραν του Ατλαντικού. Και διαπίστωσα ότι άρχισα να νοσταλγώ την Ελλάδα με Σαββόπουλο και Χατζηδάκη και Ξαρχάκο (Ρεμπέτικο), να ερωτεύομαι με Τσιτσάνη και να μένω ξάγρυπνος τα βράδια με Θοδωράκη.
Αλλά οι άλλοι με λύτρωναν, ενώ η μουσική σου με ξεσήκωνε.
Και δεν έκλεινα μάτι όλη νύχτα.
–Γι’ αυτό την έγραψα, μου απάντησε χαμογελώντας.
Για να μη σε αφήνω να κοιμάσαι…
Τι να λέμε τώρα; Το πέτυχες, Μίκη.