Σε μια νέα έκθεση σχετικά με τους κινδύνους από φυσικές καταστροφές, οι εμπειρογνώμονες του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επιστημών κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι ηφαιστειακές εκρήξεις αποτελούσαν ανέκαθεν το μεγαλύτερο κίνδυνο για την επιβίωση του ανθρώπου.
Υπολόγισαν ότι μέχρι το τέλος του αιώνα υπάρχει πιθανότητα 5% -10% να γίνει μία έκρηξη αρκετά μεγάλη ώστε να προκαλέσει έναν τεράστιο αριθμό θανάτων, να αλλάξει το κλίμα και να δηλητηριάσει την ατμόσφαιρα.
Μάλιστα η έκρηξη θα είναι παρόμοιου μεγέθους με την έκρηξη του Tambora στην Σουμπάβα της Ινδονησίας το 1815, κατά την οποία σκοτώθηκαν περίπου 100.000 άνθρωποι. Το σύννεφο τέφρας που εκτοξεύθηκε από αυτή την έκρηξη υψώθηκε στα 43 χιλιόμετρα στην ατμόσφαιρα και προκάλεσε αλλαγές στη θερμοκρασία που οδήγησε σε εκτεταμένη πείνα και επιδημίες. Μάλιστα, το καλοκαίρι μετά την έκρηξη του ηφαιστείου Tambora είναι γνωστό ως «η χρονιά χωρίς καλοκαίρι».
Οι επιστήμονες προειδοποιούν, ωστόσο, ότι η αύξηση των επιπέδων του πληθυσμού και οι συχνές μετακινήσεις θα μπορούσε να σημαίνουν ότι οι επιπτώσεις μιας παρόμοιας έκρηξης θα είναι πολύ πιο σοβαρές.
Οπως αναφέρουν στην σχετική έκθεση που δημοσίευσαν, πρέπει όλες οι χώρες να είναι επαρκώς προετοιμασμένες για μία τέτοια πιθανότητα. Οι αρχές εκτιμούν ότι η επαρκής παρακολούθηση των καταστροφικών εκρήξεων μπορεί να κοστίσει από 500.000.000 δολάρια μέχρι 3.500.000.000 δολάρια το χρόνο, αλλά μία έγκαιρη προειδοποίηση θα μπορούσε να τους γλυτώσει από εκατοντάδες φορές περισσότερα έξοδα.
Η έκθεση αναφέρει: «Παρά το γεγονός ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες, οι σεισμοί ήταν η κύρια αιτία θανάτων και ζημιών, ο κύριος παγκόσμιος κίνδυνος είναι οι μεγάλες ηφαιστειακές εκρήξεις που είναι λιγότερο συχνές, αλλά πολύ πιο επικίνδυνες ακόμα κι από τους μεγαλύτερους σεισμούς. Λόγω των εκτεταμένων συνεπειών τους για το κλίμα, την ασφάλεια των τροφίμων, τις μεταφορές, και τις αλυσίδες εφοδιασμού, τα γεγονότα αυτά έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν παγκόσμια καταστροφή. Θα απαιτηθεί διεθνής γεωπολιτική απάντηση, όπου η επιστήμη έχει ένα μοναδικό και σημαντικό ρόλο στην προετοιμασία, την αντιμετώπιση και τον μετριασμό.»
Η έκθεση, η οποία παρουσιάστηκε κατά τη γενική συνέλευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης Γεωεπιστημών στη Βιέννη την Τρίτη, εξετάζει τους κυριότερους γεωκινδύνους που αντιμετωπίζει ο κόσμος, συμπεριλαμβανομένων των σεισμών, της ξηρασίας, τους αστεροειδείς, τις πλημμύρες, τα τσουνάμι, τους τυφώνες, τις χιονοστιβάδες και τις πυρκαγιές.
Οπως ανέφεραν, οι μεγάλοι ακραίοι σεισμοί και τα τσουνάμι ήταν πιο συχνοί τα τελευταία 2.000 χρόνια και αυτό είχε επικεντρώσει τους πόρους για την αντιμετώπιση καταστροφών στον κόσμο σε αυτή την απειλή. Αλλά κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο κίνδυνος από ηφαιστειακές εκρήξεις είναι δυνητικά πολύ πιο σοβαρός.
Ανάμεσα στις πρόσφατες εκρήξεις, οι επιστήμονες αναφέρθηκαν και στο ισλανδικό ηφαίστειο Eyjafjallajokull, που προκάλεσε εκτεταμένη αναστάτωση όταν σκόρπισε σύννεφα τέφρας στην ατμόσφαιρα. Οπως επισημαίνουν, η έκρηξη αυτή, δημιούργησε το υψηλότερο επίπεδο αναστάτωσης στα αεροπορικά ταξίδια στην Ευρώπη μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και κόστισε στην ευρωπαϊκή οικονομία περίπου 5 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ωστόσο, οι ερευνητές είπαν ότι αυτή η έκρηξη ήταν σχετικά μικρή, επιπέδου 3 σύμφωνα με το δείκτη ηφαιστειακών εκρήξεων (ΒΕΗ).
Συγκριτικά, η έκρηξη του Βεζούβιου που κατέστρεψε την Πομπηία στην Ιταλία ήταν επιπέδου 5, όπως και η έκρηξη στο όρος Αγία Ελένη της Ουάσινγκτον το 1980.
Η έκθεση αναφέρει ότι υπήρξαν επίσης περίπου 20 εκρήξεις μεγαλύτερες από επίπεδο 5 από το 1500, ενώ η έκρηξη του ηφαιστείου Tambora ήταν επιπέδου 7.
Ωστόσο, περίπου 75.000 χρόνια πριν, η έκρηξη ενός υπερηφαιστείου στην περιοχή της λίμνης Toba στην Σουμάτρα στην Ινδονησία ήταν μία από τις μεγαλύτερες γνωστές εκρήξεις του κόσμου, φτάνοντας το επίπεδο 8. Η έκρηξη αυτή προκάλεσε έναν παγκόσμιο ηφαιστειακό χειμώνα που διήρκεσε περίπου 10 χρόνια και είχε συνδεθεί με 1.000 χρόνια κρύου.